Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΜεγαλώνοντας στην οδό Ογλ: η ιστορία της Ήρας
Ερημιά παντού, ευεργετική ερημιά του Αυγούστου. Ένα ταξί μόνο αραγμένο στο πεζοδρόμιο ήλπιζε. Το αγνόησε και βάλθηκε να βαδίζει προς την παραλία. Σιγά σιγά. Μια ευεργετική ριπή, ένα ελάχιστο αεράκι της δρόσισε το ιδρωμένο μέτωπο. Έκανε κι άλλα πολλά μεθυσμένα βήματα. Μέχρι που έφτασε στην Ογλ, ακριβώς έξω απ’ την αυλή της γιαγιάς της. Ε, ναι, στην Ογλ πήγαινε. Σπίτι της.
Το σπίτι δεν είχε δοθεί ακόμη αντιπαροχή. Η μάνα της το είχε παζαρέψει πέντε φορές μέχρι τότε, αλλά κάτι πάντα τη χαλούσε τη δουλειά. Στην πραγματικότητα περίμενε, ήλπιζε ότι σε λίγα χρόνια το κεφάλαιό της θα πολλαπλασιαζόταν. Αλήθεια ήταν. Τώρα αυτό το οικόπεδο άξιζε τα δεκαπλάσια τουλάχιστον. Η Ήρα ήξερε ότι η Ρίτα ήταν πάλι σε διαπραγματεύσεις. Το σπίτι περίμενε ήσυχο ήσυχο να περάσει στο μέλλον. Προς το παρόν καθηλωμένο στο μεταίχμιο. Ίδιο κι αλλιώτικο μαζί. Ο κήπος αγνώριστος, τα κάγκελα σκουριασμένα, η πόρτα ξεχαρβαλωμένη. Ένα φως στο παράθυρο. Κάποιοι μένουν εδώ. Προσπάθησε να ανακαλέσει τις τηλεφωνικές κουβέντες με τη Ρίτα. Της είχε πει τίποτα για νοικάρηδες; Ήξερε ότι η κόρη της το αγαπούσε αυτό το σπίτι. Γι’ αυτό κι όλο απέφευγε να την ενημερώσει. Να μην μπερδευτεί η Ήρα στα πόδια της, να μην αναμείξει το συναισθηματισμό της με τη δική της ατράνταχτη λογική. Θα το νοίκιασε κάπου, σε κάνα φουκαρά. Ποιος άλλος να καταδεχτεί, ν’ αντέξει αυτό το ερείπιο; Σχεδόν ακατοίκητο ήταν εδώ και είκοσι χρόνια, όχι τώρα. Συμπληρώνοντας περίπου έναν αιώνα, το σπιτάκι αυτό μόνο από πείσμα πια κρατιόταν όρθιο.
Η Ήρα έσπρωξε λίγο την εξώπορτα. Έτριξε και υποχώρησε, την άφησε να περάσει εύκολα. Την κράτησε. Την υποδέχτηκε. Έμεινε ακίνητη ένα λεπτό. Σαν ν’ άκουσε βήματα να σέρνονται. Γιαγιά; Είσαι εδώ; Σταμάτα να λες βλακείες, σταμάτα. Πότε θα μεγαλώσεις; Έκανε δυο βήματα. Είχε αποφασίσει να πλησιάσει, να αφουγκραστεί λίγο, να καθίσει μια στιγμή κάτω στο πεζουλάκι, να ξεκουραστεί και να φύγει. Πότε θα μεγαλώσεις; Ποτέ. Ανίκανη. Ποτέ. Τώρα; Κάθισε κάτω. Ήσυχα. Το χώμα μοσχοβολούσε. Πώς άλλαξε ο κήπος, πού πήγαν οι πανσέδες, οι βιολέτες τσιγκολελέτες, τα σκυλάκια και οι πορτοκαλοκίτρινες νεραγκούλες που φύτευε με τα χέρια της κάθε άνοιξη; Αν έσκαβε λίγο, ήταν σίγουρη ότι τα σποράκια ήταν ακόμα εκεί κάτω, κρυμμένα, περιμένοντας ένα χέρι να τα φέρει στο φως. Άρχισε να σκαλίζει με τα νύχια. Μάταια. Οι ρίζες των αγριόχορτων πυκνές, σχημάτιζαν ένα άγριο πλέγμα λήθης, μια φρουρά, τίποτα δεν περνούσε από κάτω. Έγειρε το σώμα της πίσω. Ήθελε ν’ ακουμπήσει το χώμα, την καλούσε αυτό το χώμα. Ξάπλωσε με τα χέρια ανοιχτά. Ήταν ζεστό. Όλη μέρα, όλο το καλοκαίρι, είκοσι ολόκληρα χρόνια αποθήκευε ήλιο για να της τον δώσει τώρα που τον είχε ανάγκη. Η πλάτη της χαλάρωσε, τα μάτια της βυθίστηκαν στον ουρανό. Πού κρύφτηκε η μικρή άρκτος, αρκούδε; Όχι εκεί, ρε χαζέ. Να τη! Να κι ο πολικός αστέρας. Ανακούφιση. Το πλεούμενο νησί τους θα βρει το δρόμο. Τα μάτια της βάρυναν κι έκλεισαν. Σχεδόν ένιωθε τα κύματα. Άκουσε για μια στιγμή ένα τριζόνι και μετά τίποτα. Για πρώτη φορά μετά από πενήντα περίπου ώρες η Ήρα βυθίστηκε σ’ έναν ύπνο πιο γλυκό κι απ’ το θάνατο.
Διβάνη Λένα, Ενικός αριθμός, Καστανιώτη, Αθήνα 2002 (7η), σ. 276-278.