Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Όταν το κορίτσι βγήκε έξω, ο ήλιος έπεφτε. Δεν μπορούσε να διακρίνει το ύφος του φίλου της. Μόνο όταν σήκωσε το χέρι με την τούρτα ψηλά, τότε μόνο είδε ένα τεράστιο, αν και αθέλητο, χαμόγελο να καταυγάζει το πρόσωπό του. Αν κάτι άξιζαν τα μισητά γενέθλια των εννιά, ήταν γιατί θα έτρωγε την τούρτα της ο Άρης. Σήκωσε το χέρι του κι αυτός. Ανέμισε ένα κάπως φουσκωτό τετράγωνο πακέτο. Γαλάζιο περιτύλιγμα. Άγνωστο τι.

Πλησίασαν. Φιλήθηκαν επειδή δεν τους έβλεπε κανείς και ξεκίνησαν για την αμμουδιά με βήμα ταχύ και το κεφάλι κάτω. Δεν ήταν καλό να δίνουν στόχο. Δώρα και τούρτες δεν επιδείχτηκαν. Πάντα τους άρεσε να περιμένουν για να απολαύσουν τα ελάχιστα πράγματα που αγαπούσαν σ’ αυτή τη γη. Για την κατεύθυνση δε χρειάστηκε να συνεννοηθούν. Με το που κοιτάχτηκαν ήξεραν ότι για να βγάλουν αυτή τη βραδιά είχαν απόλυτη ανάγκη το «νησί», άρα κατευθείαν στον Άναυρο.

Όταν έφτασαν εκεί, φρόντισαν να παρακάμψουν τα καφενεία. Πήραν μόνο μια βαθιά ανάσα — αλμύρα και τσίπουρο. Το καλοκαίρι για άλλους μύριζε καρύδα και ιδρώτα. Για την Ήρα και τον Άρη το καλοκαίρι μύριζε πάντα τσίπουρο και γαύρο και τραγουδούσε σαν τζουκμπόξ-φάντασμα πότε Αλίκη, πότε Στελάρα. Το άκουγαν ώρες ώρες καθαρότατα — ακόμα κι όταν απομακρύνθηκαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά απ’ το νομό Μαγνησίας.

Εκείνη τη μέρα, είκοσι τρεις Ιουλίου 1969, οι θαμώνες ήταν λίγοι, ποιος ξέρει γιατί. Γιατί έτσι. Γιατί κάποιος εκεί πάνω ήθελε να δώσει ένα χεράκι βοηθείας στο ντουέτο και έπεισε τους ταχτικούς του Άναυρου ν’ αφήσουν ήσυχα τα τσίπουρα και τα τζατζίκια και να πάνε στην παραλία, για παγωτό στη «Μινέρβα»: την είχε ανάγκη η κυρά πού και πού μια πιο επίσημη οικογενειακή έξοδο, να μοστράρει και το καινούργιο μίνι.

Κατηφόρισαν χωρίς να δίνουν σημασία στην άμμο που γέμισε τα παπούτσια τους. Τη στιγμή που η Ήρα έκανε να στρίψει πίσω απ’ την καλαμιά για να τραβήξει έξω την κρυμμένη σαμπρέλα, το «νησί», ο Άρης υπερηφανότατος τη σταμάτησε.

«Σου έφερα καινούργιο νησί. Χωρίς τρύπα. Χρόνια πολλά!»

Πρώτα τη φίλησε τρεις φορές –οι δύο έμοιαζαν λίγες για την περίσταση– κι έπειτα της πρότεινε το ανασούμπαλο πακέτο που κρατούσε τόση ώρα. Η Ήρα παράτησε στην άμμο τις σακούλες της και άρπαξε το δώρο. Μόλις το ’πιασε, κατάλαβε. Το ξετύλιξε με ένα τίναγμα. Στρώμα φουσκωτό, χρώμα γαλάζιο, ποιότης άλφα άλφα, στο κέντρο ένας δράκος κίτρινος. Τέλεια. Το καινούργιο τους «νησί» είχε και φύλακα. Κοίταξε το φίλο της σαν να ’ταν το τζίνι της Τζίνυ και του άστραψε άλλα δυο φιλιά στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα.

«Πού τα βρήκες, αρκούδε, τα λεφτά;»

Αυτός ντροπαλά είπε να ξεπεράσει αορίστως το οικονομικό.

«Είχα».

«Από πού είχες;»

Αυτή ήταν η Ήρα. Κακό ελάττωμα. Ήθελε να τα μάθει όλα.

«Απ’ τα κάλαντα. Το Πάσχα».

Τον κοίταξε από κάτω προς τα πάνω. Δηλαδή, δε μας τα λες καλά.

«Ποια κάλαντα; Αυτά τα ’φαγες την ίδια μέρα. Τρεις φλογέρες, δύο ραβανί κι ένα το δικό μου τρία».

Ο αρκούδος δυσφόρησε. Δεν ήθελε να τον πιέζουν. Ήθελε να τον αφήνουν να βελτιώνει την κατάσταση κατά βούληση. Αλλά μ’ αυτήν αδύνατον.

«Ωραία, τα βούτηξα. Τι θες τώρα;»

Η Ήρα έσκασε στα γέλια. Το χάχανό της ταξίδεψε γρήγορα στο σκοτάδι κι έφτασε πάνω μέχρι τα καφενεία και κάτω μέχρι το νερό. Κάποιος είχε κάνει για πάρτη της ζημιά. Κάποιος υπερέβη τα εσκαμμένα για να της κάνει την καρδιά. Κάποιος επιτέλους την υπολόγιζε περισσότερο κι απ’ τη βολή του.

«Αλήθεια; Αλήθεια;»

Τον ζούληξε στα πλευρά γιατί γαργαλιόταν.

«Αλήθεια λες, ρε; Ορκίσου».

«Ορκίζομαι»

«Δε σ’ τα ’δωσε ο πατέρας σου;»

Να τα τα δύσκολα. Ο Άρης έσκυψε το κεφάλι. Σε όλη του τη ζωή θα τραβούσε μεγάλο ζόρι άμα έπρεπε να ανακοινώσει κάτι: «χώρισα» ή «ο σκύλος σου ψόφησε» ή «σου κόλλησα κονδυλώματα». Κυρίως στην πρώτη φράση. Μετά λυνόταν η γλώσσα του και γινόταν μανούλα στις αναλύσεις. Αρκεί να ξεπερνιόταν κάπως η αρχική μούγγα. Η οποία ήταν χειρότερη στην ηλικία των εννιά.

«Γιατί το βούλωσες, καλέ; Μίλα».

Με το ένα, με το δύο, με το τρία:

«Ο μπαμπάς μου έφυγε».

Και της Ήρας είχε φύγει, αλλά δεν το έκανε τόσο ζήτημα. Τον κοίταξε καλύτερα. Αυτή η επισημότης δεν ήταν καλή.

«Πώς έφυγε δηλαδή;»

«Τον έδιωξε… Για πάντα», συμπλήρωσε για να γίνει επιτέλους κατανοητός.

Άλλο κατανοητός όμως, άλλο πιστευτός.

«Είσαι σίγουρος; Φιλάς σταυρό;»

Τον πίεζε γιατί δεν ήταν να του έχεις και μεγάλη εμπιστοσύνη του αρκούδου. Μερικές φορές ξέφευγε τελείως κι έλεγε πράγματα που έβγαζε απ’ την κοιλιά του. Πώς μπορούσε δηλαδή να φύγει για πάντα ένας μπαμπάς; Εκδρομή διαρκείας; Τι εννοούμε για πάντα;

Το αγόρι κατέβασε το πηγούνι αντί για άσκοπες διαβεβαιώσεις. Τον είδε τότε καθαρά απέναντί της, σαν το αγόρι που θα γινόταν σε δέκα χρόνια, ανίσχυρο, αιχμάλωτο μιας κίνησης που δεν είχε αποφασίσει, μόνο του πια για πάντα, φυλακισμένο στο ίδιο του το λίπος για να προφυλαχτεί λίγο απ’ τη σιδερένια αγάπη της κυρίας Νίκης, των λειωμένων πράσων και των μαθηματικών που ήταν αδύνατος καθότι όφειλε να είναι δυνατός. Τον αγκάλιασε σφιχτά, κι ας μην έφταναν τα χέρια της να περικυκλώσουν τη μέση του. Ει, σταμάτα, του έλεγαν τα δάχτυλά της καθώς ζουλούσαν ενθαρρυντικά τα παχάκια στα πλευρά του. Έχεις εμένα!

Κάθισαν κάτω, πήραν στο στόμα από ένα μαρκούτσι κι άρχισαν να εκπνέουν με μανία αέρα μέσα στο στρώμα. Σε πέντε λεπτά το είχαν τιγκάρει έτσι που ξεφυσούσαν σαν λυσσασμένα. Το ολοκαίνουργιο «νησί» γυάλιζε τώρα στην πανσέληνο σαν το «Απόλλων 11». Το έσυραν βουβά μέχρι εκεί που έσκαζε το κύμα. Η Ήρα κάθισε, μάζεψε πάνω τούρτες και σακούλες, ευτυχώς ήταν ευρύχωρο. Ο Άρης την έσπρωξε λιγάκι να πάρει φόρα και πήδηξε κι αυτός. Για ένα λεπτό η τούρτα φλέρταρε με τα καβουράκια, αλλά τελευταία στιγμή το θαύμα έγινε και ισορρόπησε ξανά δίπλα στο μαξιλαράκι του κεφαλιού. Μετά βολεύτηκαν κι άφησαν το κύμα να κάνει τη δουλειά του.

Το μόνο που φρόντισαν –το μόνο που φρόντιζαν πάντα, σε όλα τα δυο χρόνια που σαλπάριζαν κρυφά πάνω στη σαμπρέλα– ήταν να γυρίσουν την πλάτη στον Άναυρο και, πίσω απ’ αυτόν, στον Βόλο και, μέσα σ’ αυτόν, στα σπίτια τους. Κοίταζαν επίμονα τη γραμμή του ορίζοντα, το υπέροχο τίποτα, το μεγάλο κενό. Εκεί έπνιγαν ανενδοίαστα έναν έναν όλους τους σκατόψυχους. Μαμάδες με νύχια, ελέγχους με εφτάρια και μπαμπάδες αόρατους. Κι εκεί έφτιαχναν απ’ την αρχή τον κόσμο τους, αυστηρώς ακατάλληλο για όλους. Μόνο δικό τους. Το νησάκι τους, άφαντο στους χάρτες, αδύνατον να το βρεις. Το νησί του εαυτού τους. Τρύπιο νησί μέχρι στιγμής, αφού μόνο σαμπρέλα είχαν στη διάθεσή τους. Και ημερήσιο, γιατί μόνο τα μεσημέρια μπορούσαν να το σκάσουν – ο Άρης δηλαδή, η Ήρα αλώνιζε ανεξέλεγκτη. Το βράδυ η κυρία Νίκη μάντρωνε το γιο της νωρίς.

«Έχεις σπίτι, δεν είσαι από τσαντίρι», του έλεγε κάθε φορά, ενώ του έπλενε τα πόδια πριν πατήσει στο γυαλισμένο μωσαϊκό και το λερώσει. «Κοίτα να γίνεις σαν τον πατέρα σου, φουκαρά μου, γυρνοθύρας».

Ο μπαμπάς του δεν ήταν καθόλου γυρνοθύρας, έτσι του το ’λεγε. Γκαρσόνι ήταν, στο εστιατόριο του Μεταφτσή στην παραλία, κι έκανε απ’ το μεσημέρι μέχρι τα μεσάνυχτα ακροβατικά: έφερνε πέντε πιάτα τασκεμπάπ και δύο ατζέμ πιλάφ με σάλτσα ψητού στην ίδια βόλτα. Καμιά φορά έπαιρνε και το γιο του μαζί για να τον βλέπει. Ήταν περήφανος για το στυλ του, οι πελάτες το λάτρευαν. Η Νίκη όμως όχι. Γι’ αυτό και σταματούσε το παιδί τις πιο πολλές φορές.

«Δε χρειάζεται να πάρει μαθήματα πώς να υπηρετεί τους άλλους», έλεγε. «Αυτός θα γίνει γιατρός. Οι άλλοι θα τον υπηρετούν».

Μόλις σκέφτηκε τη μάνα του ο Άρης, μαγγώθηκε. Η μικρή τον κατάλαβε και τον σκούντησε.

«Έλα, ρε, τι σκέφτεσαι;»

«Θα το καταλάβει αμέσως ότι πήρα λεφτά απ’ το πορτοφόλι της».

«Ε, μπράβο, ας το καταλάβει».

«Θα με ψάχνει».

«Σιγά το νέο. Τούρτα δε θα φας;»

Ο αντιπερισπασμός έπιασε αμέσως. Πώς ξέχασε την τούρτα; Τα χέρια του Άρη άνοιξαν ψηλαφητά το κουτί και χώθηκαν ολόκληρα χωρίς ντροπή στη σοκολατοβουτυρένια πεδιάδα. Τα έφερε στο στόμα και μούγκρισε.

«Χρόνια πολλά».

Δηλαδή, μαμά, μπαμπά, αντίο, αντίο. Δεν υπάρχετε γιατί δεν υπάρχω. Μόνο αυτή η σοκολάτα υπάρχει, η κουβέρτα μου η κουβερτούρα που τα σκεπάζει όλα.

Η Ήρα τον καμάρωνε σιωπηλά. Ήξερε. Κάποιοι στα χρόνια που έρχονταν θα έψαχναν αυτή την αίσθηση στην ηρωίνη ή στο χασίσι. Ο Άρης πάντα θα την αναζητούσε –εις πείσμα της κυρίας Νίκης– στα ζαχαροπλαστεία.

Όταν την τελείωσε –όλη!–, ξάπλωσε με την κοιλιά τουρλωμένη μέσα απ’ το άσπρο μακό μπλουζάκι του. Σαν εννιά μηνών ήτανε. Ευτυχισμένος και αυτάρκης σαν ετοιμόγεννος. Η Ήρα τον βοήθησε να ξεπλύνει τα δάχτυλα με αλμυρό νερό. Πέρασε λίγη ώρα απόλυτης, χωνευτικής λήθης. Σε λίγο βέβαια δεν άντεξε και ξαναμίλησε. Καλή ήταν η τούρτα του Βάλτερ, αλλά δεν έκανε και θαύματα διαρκείας.

«Τι θα πούμε;»

Πληθυντικός αριθμός, που πάει να πει ο Άρης φοβόταν. Έτρεμε. Αλλιώς θα το έπαιρνε πάνω του, αφού μόνος του το αποφάσισε. Όπως κάνουν οι άντρες.

«Σκάσε. Θα βρούμε μετά».

Τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά, αλλά έκανε την άνετη για να του δώσει κουράγιο. Αυτό υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνει, αφού είχαν μοιράσει τους ρόλους. Αυτός ανέλαβε τους φόβους κι αυτή να καθαρίζει. Τάχα, δήθεν. Στην πραγματικότητα κι αυτή φοβόταν κι αυτός καθάριζε. Όπως σήμερα, λόγου χάρη, που βούτηξε το δεκάρικο κι αγόρασε ολοκαίνουργιο νησί. Ένα ήταν σίγουρο πάντως: έτσι κι έπεφτε στην αντίληψη της κυρίας Νίκης η βραδινή θαλάσσια εξόρμηση, δε θα τους ξέπλεναν σαράντα ποτάμια. Και θα έπεφτε. Η αντίληψη της κυρίας Νίκης ήταν η παγίδα του τρόμου: τα πάντα έπεφταν μέσα της.

Τώρα άρχισε να τρέμει και η Ήρα. Αυτό δεν ήταν καλό. Δύο που τρέμουν δεν επιπλέουν ποτέ σε κανένα νησί. Αποφάσισε λοιπόν να κάνει κάτι τρελό, κάτι γκραντιόζο, σαν πρωταγωνίστρια σε μιούζικαλ. «Φυγή προς τα εμπρός» θα ονόμαζε αυτή την κλίση της χρόνια μετά. Έριξε πρώτα μια κλεφτή ματιά πίσω απ’ την πλάτη της. Ωραία. Είχαν απομακρυνθεί αρκετά. Μετά τον σκούντησε. Τα μάτια της γυάλισαν στο σκοτάδι.

«Θες να σου δείξω τα δώρα μου;»

Ο Άρης δεν ήθελε, να συζητήσουν ήθελε, αλλά δεν ήξερε πώς να ξαναρχίσει έτσι που του είχε κοπεί πάλι η φόρα. Οπότε έγνεψε «εντάξει». Η Ήρα άνοιξε τελετουργικά την πρώτη σακούλα κι ανέμισε ένα πράμα που έμοιαζε βελούδινο και μεγάλο για το σώμα της.

«Τι είναι αυτό;»

Το στριφογύρισε πριν το πετάξει στα μαύρα νερά, ακριβώς εκεί που έκανε δρόμο το φεγγάρι.

«Παλτό. Απαίσιο. Αντίο».

Ο μικρός έσκασε στα γέλια. Την είχε αυτή την ικανότητα η Ήρα. Άμα ήθελε, μπορούσε να στήσει μια ολόκληρη παράσταση για πάρτη σου, και μάλιστα χωρίς εισιτήριο.

«Και τώρα ένα ωραιότατο φουστανάκι για δεξιώσεις και γάμους».

Πέταξε πρώτα την κίτρινη σακούλα, που επέπλευσε σαν λουστρινένιο νησί δίπλα στο δικό τους. Ακολούθησε το φουστανάκι: μπροντερί ανγκλέζ κολλαριστή, αν είστε χριστιανοί!

«Αι πνίξου, βλαμμένο!» ούρλιαξε η Ήρα όλο χαρά που ξεφορτωνόταν τον εχθρό.

«Αι πνίξου», χλιμίντρισε κι ο Άρης από δίπλα.

Ξαφνικά του ήρθε ιδέα. Έβγαλε το πάνινο παπούτσι του και το σβιτζούριξε πάνω στη δαντέλα που ακόμα επέπλεε.

«Τσίμπα κι ένα βρομοπάπουτσο!» φώναξε. «Και αι πνίξου, βλαμμένο!»

«Όχι, ρε, λουστρίνι θέλει», τον διόρθωσε εκείνη και πέταξε πάνω του ένα ένα τα καινούργια της κόκκινα λουστρίνια.

«Σπορτέξ θέλει, ρε χαζή», επέμεινε ο φίλος της, ολόκληρος πια στη δίνη της μαγείας, στο κέντρο της παράστασής της, ελεύθερος.

Τώρα κανένας απ’ τους δυο δεν είχε παπούτσια. Τώρα ο δρόμος της επιστροφής ήταν αδιάβατος πια. Λυτρώθηκαν. Έβγαλαν σαν μαινάδες όλα τα ρούχα τους, αυτά που φορούσαν κι όσα έκρυβαν οι σακούλες, και τα σκόρπισαν σαν φυλαχτά και σκιάχτρα δίπλα στο νησί τους. Κι έμειναν εκεί ολόγυμνα, στο σκοτάδι και στον αέρα που ολοένα και δυνάμωνε, ανοίγοντας δρόμο στο νησί τους ν’ αρμενίσει. Τα μάτια κλειστά, το δέρμα ανατριχιασμένο, χέρια και πόδια στο νερό.

Η αύρα φύσηξε κι έσπρωξε έξω απ’ το κεφάλι τους όσα το στρίμωχναν. Μια τεράστια τσιπούρα, ασημένια και μαύρη, έσκασε μύτη απ’ τα νερά, άρπαξε απ’ την αύρα τα βάσανα, τα τράβηξε μαζί της στο βυθό και τα παρέδωσε γρήγορα σ’ ένα στρείδι. Αυτό τα φυλάκισε για πάντα στο σπίτι του. Εκεί δε θα πείραζαν κανέναν. Το πολύ πολύ, αν εκνευριζόταν το στρείδι, θα τα σάλιωνε επίμονα μέχρι να γίνουν τα βάσανα ωραιότατα μαργαριτάρια, για να ζήσει κι αυτό καλά και το ντουέτο καλύτερα. Τους βρήκε το λιμενικό ώρες μετά, παγωμένους απ’ το κρύο της νύχτας αλλά ζωντανούς. Η κυρία Νίκη απαγόρευσε στο γιο της ακόμα και να προφέρει τη λέξη Άναυρος στο εξής. Εκείνος απλώς σταμάτησε να την αναφέρει μπροστά της.

 

Διβάνη Λένα, Ενικός αριθμός, Καστανιώτη, Αθήνα 2002 (7η), σ. 58-67.