Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΗ γυναίκα στη μισθωτή εργασία
Στην αρχή του 20ού αιώνα ο κόσμος γεμάτος ελπίδες και όνειρα πίστευε ότι θα ζήσει μια νέα περίοδο προόδου. Καινούργιες ιδεολογίες, καινούργιοι στόχοι, καινούργιες επιστήμες άνοιγαν νέους ορίζοντες. Η αισθητική ταραζόταν από νέα ρεύματα (Πικάσσο, κ.ά), ο Τσέχωφ ολοκλήρωσε τις «Τρεις αδελφές», κυκλοφορούσε ο Νουμάς, ο Παλαμάς έγραφε την «Ασάλευτη ζωή» και ο Παπαδιαμάντης τη «Φόνισσα», που έχει άμεση σχέση με την καταπίεση της Ελληνίδας.
Οι Βολιώτισσες μπορούσαν πλέον να κυκλοφορούν ελεύθερα στους δρόμους, χωρίς το φόβο να χαρακτηριστούν «σαλοκοκώνες». Μπορούσαν να παρακολουθούν μαθήματα μουσικής στη Μουσική Εταιρεία Βόλου, η οποία «προνόησε να ιδρύσει ανεξάρτητον τμήμα διδασκαλίας εν ιδία αιθούση συσταθείση χάριν των κυριών το 1901». Μπορούσαν να παρακολουθούν ακόμα και δίκες στο δικαστήριο, αν τις ενδιέφερε, όπως π.χ. η δίκη του Αντ. Καρτάλη στα 1902, την οποίαν παρακολούθησαν πολλές Βολιώτισσες. Έγραφε το Νέον Άστυ: «[…] ο πρόεδρος […] έχει την διάθεσιν να διατάξει την εκκένωνσιν της αιθούσης αλλά ευλαβείται τας κυρίας αι οποίαι αποτελούν το πλείστον του ακροατηρίου».
Οι Βολιώτισσες αστές άρχισαν πλέον να συνειδητοποιούν ότι και οι ίδιες ζούσαν σε μια καταστροφική απραγία μέσα στα στενά και ελεγχόμενα όρια του φύλου τους, ενώ οι Αρσακειάδες προσπαθούσαν να ευαισθητοποιήσουν τις συμπατριώτισσές τους και να καταπολεμήσουν τον αναλφαβητισμό, θέτοντας πλέον δημόσια το ζήτημα της εκπαίδευσης των κοριτσιών και της επαγγελματικής τους κατάρτισης και απασχόλησης. Θα ήταν άδικο λοιπόν να πιστεύουμε πως οι αστές δεν νοιάζονταν παρά μόνο για τον καλλωπισμό και την καλοπέρασή τους. Υπήρχαν φωτισμένες και μαχητικές γυναίκες που δεν δίσταζαν να διακηρύσσουν τις σοσιαλιστικές και ανθρωπιστικές τους ιδέες, όπως π.χ. η συνεργάτις της εφημ. «Η Θεσσαλία» με το ψευδώνυμο La Rebelle Ελένη Καρακίτου, η οποία ήταν γυναίκα τσιφλικά. Άλλωστε γενικότερα στη χώρα οι μορφωμένοι, οι προερχόμενοι από τα μεσαία κυρίως στρώματα εστίαζαν έντονα την προσοχή τους στο ζήτημα της μόρφωσης των φτωχών.
Ως τότε η γυναικεία απασχόληση δεν προϋπέθετε καν τις στοιχειώδεις επαγγελματικές ή γραμματικές γνώσεις. Οι γυναίκες απασχολούνταν κυρίως ως υπηρέτριες, δούλες, παραδουλεύτρες, εργάτριες γης, πλύστρες, πόρνες, παραμάνες, καμαριέρες, μαγείρισσες, κλπ. Ακόμα ως μοδίστρες, κεντήστρες, υφάντρες, καπελούδες, ασπροροχούδες αλλά και ως νοσοκόμες και μαίες. Τα περισσότερα από αυτά τα επαγγέλματα τα λεγόμενα τότε γυναικεία, που αποτελούσαν απλά μια προέκταση του παραδοσιακού ρόλου των γυναικών μέσα στην οικογένεια, ευθύς εξ αρχής θεωρούνταν κατώτερα από το γεγονός και μόνον ότι τα ασκούσαν γυναίκες. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε αργότερα ορισμένα από αυτά, όταν πέρασαν στα χέρια των ανδρών, να θεωρηθούν ανώτερα όσον αφορά τις αμοιβές και την κοινωνική τους αίγλη, όπως π.χ. μόδιστροι της υψηλής ραπτικής, σεφ της μαγειρικής, παιδαγωγοί, κλπ.
Δυστυχώς η συμμετοχή των γυναικών στην παραγωγή και τη μισθωτή εργασία (βιομηχανία, κλπ.) γεννούσε την εποχή εκείνη μόνο αρνητικές αντιμετωπίσεις από το σύνολο σχεδόν του αντρικού πληθυσμού, ενώ υπήρχε και εισαγγελική παρέμβαση το 1877, που γνωμάτευσε ότι η γυναικεία εργασία στα εργοστάσια προσβάλλει τη δημόσια ηθική. Για πολλά χρόνια η δουλειά εξακολουθούσε να θεωρείται υποτιμητική. Κάθε γυναίκα που δούλευε δεν έπαυε να θεωρείται σχεδόν ηθικά ύποπτη.
Παρόλη αυτή την ηθικολογία, τις προκαταλήψεις και τα αυστηρά ήθη της εποχής, ένας περιορισμένος αριθμός γυναικών στο Βόλο τόλμησε να εργαστεί. Αργά, βασανιστικά, με άθλιες συνθήκες και χωρίς την κοινωνική αποδοχή τα κορίτσια των κατώτερων οικονομικά τάξεων, τα οποία έπρεπε οπωσδήποτε να συντηρήσουν οικογένεια ή αναπλήρωναν αδελφούς ή πατεράδες που πέθαναν κλπ., άρχισαν να εντάσσονται στην αγορά εργασίας, ιδίως μετά τον πόλεμο του 1897, τόσο κάτω από την πίεση των μεγάλων οικονομικών αναγκών τους όσο και από τη ζήτησή τους από τους εργοδότες ως φτηνή, υποταγμένη και προσωρινή εργατική δύναμη.
Οι γυναίκες γενικότερα δούλευαν με όρους υπερβολικά σκληρούς και πληρώνονταν με ημερομίσθια πείνας. Η εκμετάλλευσή τους από τους εργοδότες τους ήταν τεράστια. Κατά κανόνα άρχιζαν να δουλεύουν σε μικρότερη ηλικία από τους άντρες, συνήθως από την ηλικία των 10-12 χρόνων, ίδιες ώρες με αυτούς, δηλαδή 12-14 την ημέρα, με ίδιες συνθήκες εργασίας αλλά αμείβονταν πάντα με ποσό κάτω του μισού ή του τρίτου του ανδρικού μεροκάματου. Οι ευρύτερες κοινωνικές αντιλήψεις για την ανισότητα των φύλων είχαν άμεση αντανάκλαση και στις εργασιακές σχέσεις. Όσο καιρό δε κι αν δούλευαν δεν αποκτούσαν ειδικότητα, διότι η πολιτική ηγεσία δεν ενδιαφερόταν να ρυθμίσει νομοθετικά τις συνθήκες και τους όρους εργασίας τους. Θα χρειαστεί να προχωρήσει ο 20ός αιώνας, για να αναπτύξουν μια στοιχειώδη συνείδηση εργαζόμενης και να συμμετάσχουν σε συνδικαλιστικές δραστηριότητες και διεκδικήσεις. Έτσι το εξαντλητικό ωράριο εργασίας, οι ελλιπέστατοι όροι υγιεινής, οι αρρώστιες (φυματίωση, κλπ.), η ανεπαρκής διατροφή και γενικότερα οι κακές συνθήκες διαβίωσης εξαιτίας των μεροκάματων πείνας προσέβαλλαν την υγεία των εργατριών, ιδίως των μικρών κοριτσιών, που ήταν σε ανάπτυξη, με αποτέλεσμα να υπάρχει επίπτωση στην αναπαραγωγική τους ικανότητα. Επίσης οι εργάτριες, εκτός από την εργασία τους, έπρεπε να κάνουν και όλες τις δουλειές του σπιτιού, γεγονός που τις οδηγούσε στην υπερκόπωση και τις αρρώστιες.
«Οι εργάτες και οι εργάτριες [στο Βόλο] δούλευαν μέσα σε μπουντρούμια. Το μεροκάματο άρχιζε με την ανατολή του ηλίου και τέλειωνε με τη δύση. Δουλειά εξαντλητική και αδιάκοπη. Πολλοί εργάτες και εργάτριες γίνονταν φθισικοί», γράφει ο Ηλίας Λεφούσης. Και ακόμα: «Η φυματίωση θέριζε στην κυριολεξία, ιδιαίτερα τα λαϊκά αυτά στρώματα που υποσιτίζονταν […]. Τους φυματικούς εργάτες και τις εργάτριες τους βοήθαγαν με φάρμακα που αγόραζαν με εράνους. Κάθε μέρα πέθαιναν οι φυματικοί εργάτες και ιδιαίτερα οι καπνεργάτες και οι καπνεργάτριες. Τους νεκρούς φόρτωναν στα κάρα, χωρίς καφάσια, τυλιγμένους σε κουρελούδες ή σακιά. Συχνά οι κηδείες αυτές εξελίσσονταν σε συλλαλητήρια, με κραυγές και θρήνους. Μανάδες του χαμού, αδελφάδες, συνάδελφοι και σύντροφοι της δουλειάς και της φιλίας, δεδομένου ότι συχνότατα οι νεκροί ήταν νέοι».
Η κατάσταση αυτή απασχόλησε τις φεμινίστριες και τους λίγους αστούς μεταρρυθμιστές της εποχής. Η Καλλιρρόη Παρρέν έγραφε στην «Εφημερίδα των Κυριών» άρθρα με σκοπό να ληφθούν μέτρα προστασίας των εργατριών.
Παρ' όλα αυτά η συμμετοχή των γυναικών στη μισθωτή εργασία άρχισε να διευρύνεται σημαντικά στο Βόλο στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Όμως και μ' αυτούς τους όρους η εργασία επέτρεψε για πρώτη φορά στις γυναίκες ν' ανατρέψουν την απόλυτη οικονομική εξάρτησή τους από τον άνδρα αφέντη και ν' αυτονομηθούν.
[…]
Εργασία λοιπόν ζητούσαν οι Ελληνίδες και βέβαια οι Βολιώτισσες, για να ζήσουν και να λυτρωθούν οι ίδιες αλλά και τα αδέλφια τους, τα αγόρια της οικογένειας, που η πατροπαράδοτη ελληνική αξιοπρέπεια δεν τ' άφηνε να παντρευτούν, όσο είχαν αδελφές ανύπαντρες. Ένα έθιμο που στο Βόλο τουλάχιστον «κράτησε γερά» μέχρι περίπου και τη δεκαετία του 1960. Έτσι ίσως εξηγείται και η παρατήρηση ενός συντάκτη της εφημ. «Η Θεσσαλία» με το ψευδώνυμο «ΔΑΤis», ο οποίος έγραφε για ένα υπαρκτό πρόβλημα της κοινωνίας την εποχή εκείνη, ότι δηλαδή τα περισσότερα αγορά της πόλης έμεναν γεροντοπαλίκαρα.
Η ίδρυση και λειτουργία στο Βόλο πολλών βιομηχανικών, όπως η καπνοβιομηχανία Ματσάγγου το 1890, το εργοστάσιο Γκλαβάνη - Καζάζη του 1896, το υφαντουργείο Παπαγεωργίου το 1905, το εργοστάσιο Μουρτζούκου το 1908 και αργότερα το Μεταξουργείο Ετμεκτζόλγου, το πλινθοκεραμοποιείο Τσαλαπάτα κ.ά., είχαν ανάγκη από εργατικό δυναμικό, το οποίο τελικά βρέθηκε ανάμεσα στους πολλούς Πηλιορείτες και άλλους Θεσσαλούς που έρχονταν στην πόλη κυρίως ως βιομηχανικοί εργάτες. «Ανάμεσα σ' αυτούς και πολλές γυναίκες», γράφει ο Χ. Χαρίτος. Και ο Ηλίας Λεφούσης σημειώνει: «Γύρω στα 1900-1908 έχουμε στο Βόλο μια σειρά εργοστάσια. Και έναν κόσμο που μπαινοβγαίνει σ' αυτά: οι εργάτες και οι αργατίνες».
[…]
Ο Φιλαδελφεύς εξήρε το γεγονός της ύπαρξης φθηνών γυναικείων εργατικών χεριών και κυρίως ανήλικων κοριτσιών, που προσφέρονται να δουλέψουν για ένα κομμάτι ψωμί. Η εκμετάλλευσή τους δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Η γυναίκα ήταν «ον υποδεέστερον», για το οποίο δεν άξιζε τον κόπο να ασχοληθεί ή να προβληματιστεί κανείς.
[…]
Στο Βόλο την εποχή εκείνη υπήρχαν και αρκετοί κουκουλέμποροι, οι οποίοι προμηθεύονταν τα κουκούλια από τον Τύρναβο, την Αγιά και τα χωριά του Πηλίου και ύστερα από προσεκτική διαλογή, που γινόταν σε ειδικές αποθήκες, τα εξήγαγαν στην Ευρώπη. «Στη διαλογή αυτή», γράφει ο Γάτσος, «ηργάζοντο μόνο γυναίκες και ιδίως κορίτσια, οι κουκουλούδισσες. Κατά τον μήνα της διαλογής απησχολούντο εις την εργασίαν αυτή πλέον των τριακοσίων εργατριών, κυρίως εξ Άνω Βόλου και εν μέρει από το Διμήνι και τα Μελισσιάτικα. Ήρχοντο πρωί πρωί και επέστρεφον όλαι μαζί το βράδυ. Το οκτάωρον δεν είχε θεσπιστεί εισέτι. Ήσαν δε τόσον εργατικαί και σεμναί, ώστε κατερχόμεναι έπλεκον βαδίζουσαι τα λεγόμενα τσουράπια, πωλούμενα υπό των γεροντοτέρων την Τετάρτην και το Σάββατον».
Είναι απίστευτο το γεγονός ότι οι μικρές εκείνες εργάτριες όχι μόνο δούλευαν δεκατέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο αλλά στο δρόμο για τη δουλειά τους «έπλεκον βαδίζουσαι».
Τα ενήλικα εκείνα κορίτσια των οκτώ και δέκα ετών, αντί να πηγαίνουν στο σχολείο ή να παίζουν, δούλευαν καθημερινά και δεν γνώριζαν τι είναι ελεύθερος χρόνος, διακοπές, αργίες, άδειες, σωστό ωράριο, σωστό ημερομίσθιο, κλπ. Δείγματα των κοινωνικών προκαταλήψεων και της αδιαφορίας της πολιτείας με χαμηλότατο επίπεδο μόρφωσης, τις περισσότερες φορές αναλφάβητα, δούλευαν σε συνθήκες πλήρους άγνοιας και εξάρτησης, θύματα μιας άγριας εκμετάλλευσης, που όχι μόνο άφηνε ασυγκίνητους τους κρατούντες, αλλά αντίθετα «η πρόσληψή τους από τον εργοδότη προβάλλονταν ως πράξη φιλανθρωπίας που έπρεπε να επαινεθεί».