Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΟ Μπιλ φτάνει στο «συνοικισμό»
Το γήπεδο είναι σε συνοικισμό, στη Νέα Ιωνία, εδώ δεν υπάρχουν πολυκατοικίες, τα σπίτια παλιά και χαμηλά, τα βράδια βγάζουν καρέκλες στα κατώφλια, γύρω μικρομάγαζα, μηχανουργεία και συνεργεία. Από το διπλανό στρατόπεδο κυκλοφορούν φαντάροι και μπλέκουν παρέα με τους εργατικούς που φεύγουν ή έρχονται απ’ τις δουλειές τους. Φαντάροι και πολίτες σταματούν και χαζεύουν τα νέα παιδιά που γυμνάζονται. Τις Κυριακές πάνε και τους βλέπουνε.
«Σκύψε», λέει στον Μπιλ ο αριστερός εξτρέμ, ο Ριμπάς, ένας ψηλός, μελαχρινός με σκούρα φανέλα, «και πιάσε τις πατούσες σου».
Ο Καπάτος καρφωμένος στον πάγκο παρακολουθεί, παρέα του ο σύνδεσμος του Μπιλ με την ομάδα, ο άνθρωπος με το μουστάκι. Κάθεται σιωπηλός, τυλιγμένος σ’ ένα διαφανές αδιάβροχο και κρατά ένα καρνέ στο χέρι. Αυτός ποτέ του δε μιλά.
Καθισμένος στο χορτάρι, ο Μπιλ σκύβει και με τ’ αριστερό χέρι πιάνει το δεξί πόδι, ύστερα κάνει τ’ ανάποδο. Η μέση λυγίζει σαν να του έχουν βάλει μουσική, κι οι μυώνες του φουσκωμένοι γυαλίζουν στον ήλιο, θαρρείς αλειμμένοι λάδι.
«Πιο αργά», του κάνει ο Ριμπάς. «Περισσότερο ρυθμό. Προσέχεις;»
Είναι κάπου εικοσιεφτάρης, τα μαλλιά του έχουν αραιώσει, οπωσδήποτε πρέπει να ’ταν ωραίο παιδί μικρός, όμως ο Μπιλ σκέφτεται ότι το κάνει πολύ άσχημα κι ας έχει την πείρα. Ρίχνει μια ματιά στον Καπάτο, που από το κουβούκλιο αμίλητος, επιδοκιμάζει με τα μάτια. Λες και βλέπει τηλεόραση.
Ο Μπιλ σουτάρει την μπάλα όσο γίνεται ψηλότερα, κάνει μια στροφή γύρω στον άξονά του κι απλώνοντας το πόδι σε υπερέκταση, στοπάρει την μπάλα πάνω που εκείνη ακουμπά στο γρασίδι.
«Ξανά», φωνάζει ο Καπάτος. «Ριμπά, δείξε στον Σερέτη».
Ο Μπιλ κάνει μούτρα στον Ριμπά και πεισματωμένος κάθεται χάμω. Ο Ριμπάς γυρνά να κοιτάξει τον Καπάτο. Περίεργο, εκείνος γελά. Μόνο ο άνθρωπος με το μουστάκι, τυλιγμένος στο αδιάβροχό του, παίζει το καρνέ στο χέρι του μονότονα.
«Αύριο πάλι», φωνάζει ο Καπάτος και σηκώνεται από την κερκίδα, λες και το πρόγραμμα στην τηλεόραση έχει τελειώσει.
Ο Μπιλ κάνει ένα ντους, το νερό γλιστρώντας πάνω του μοιάζει να του αφαιρεί και το τελευταίο ίχνος κούρασης. Χαιρετά τον έφορο, τον ταμία, με το θυρωρό κοντοστέκεται και πετά κάνα αστείο και με την τσάντα της προπόνησης στον ώμο, πηδά στο λεωφορείο για το ξενοδοχείο του.
Κουμανταρέας Μένης, Η φανέλα με το εννιά, Κέδρος, Αθήνα 1986 (7η), σ. 75-76.