Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΝυχτερινή βόλτα τη δεκαετία του ’80
Ο Βόλος τους χειμώνες είναι κλειστός, μπρος ο Παγασητικός, πίσω το Πήλιο, στη μέση η πόλη μαγκωμένη. Τα βράδια πέφτει μια υγρασία που νοτίζει τους δρόμους, τα τραπέζια στις καφετέριες δείχνουν βρεγμένα κι οι πλαστικές πολυθρόνες, όσες ξέμειναν απ’ το καλοκαίρι, κολλάν στην πλάτη.
Μες στο ξενοδοχείο ο Μπιλ στριφογυρίζει στο κρεβάτι. Τούτη η αλλαγή, με τις τσαλακωμένες αθλητικές που σέρνονται στο πάτωμα παρέα με τα βρόμικα σλιπ, τ’ αποτσίγαρα και την αμερικάνικη τράπουλα σκορπισμένη στα νωπά σεντόνια, δεν έχει σχέση με την τάξη που κρατούσε στο σπίτι η Δώρα. Έξω από το παράθυρο η φωτεινή επιγραφή «Οτέλ Αίγλη» αναβοσβήνει. Το δωμάτιο κοκκινίζει και μαυρίζει εναλλάξ. Το κορμί του όμως αναπαύεται ελεύθερο και το μυαλό του είναι δοσμένο στην αυριανή συνάντηση με τον προπονητή και τους διοικούντες. Ελπίζει πολλά, κι ας έχει καμένο ένα χαρτί, θα παίξει τ’ άλλα. Εννιά μπαστούνι. Εννιά κι ο αριθμός του.
[…]
Εδώ, στο Βόλο, τα πράγματα δεν είναι παίξε γέλασε, τις νύχτες δεν υπάρχει το στέκι του Χοντρού να μπεκροπίνει. Η πόλη απλωμένη στην παραλία, απ’ τη μια τα ψαράδικα με την αγορά και τα ουζερί — όλοι πίνουνε τσίπουρο — απ’ την άλλη το χτίριο του Παπαστράτου, όλο παράθυρα με καθόλου μπαλκόνια. Στη μέση αραδιασμένες πολυκατοικίες και καφετέριες που σ’ αυτές συχνάζουν έμποροι, γιατροί και δικηγόροι. Ο Μπιλ νιώθει ξένος. Στον αμέσως πρώτο παράλληλο, στην Ιάσονος, το σκηνικό αλλάζει. Εδώ παρκάρουν μηχανές, εικοσάρηδες με μπλου τζιν και χρωματιστά μπουφάν κάθονται σε πλαστικές καρέκλες και τρώνε, κάτω από ηλεκτρικά φώτα που τυφλώνουν, χάμπουργκερ πασαλειμμένα μουστάρδες, πίνουν κόκα κόλα, νες καφέ κι ακούνε ντίσκο. Οι τηλεοράσεις παίζουν στη διαπασών κι ο δρόμος θυμίζει υπαίθριο πανηγύρι. Κι ας είναι στην ηλικία τους, ο Μπιλ σιχαίνεται τα στενά παντελόνια τους και τα μαλλιά τους κουρεμένα κοντά που αφήνουν ουρίτσα στο σβέρκο. Αυτός έχει μαλλί κανονικό, τρώει σ’ εστιατόρια μπιφτέκια στεγνά με πουρέ πατάτα κι ακούει λαϊκά. Δεν είναι πανκ αυτός. Ούτε πίνει τσίπουρο. Τα βράδια δεν έχει πού να πάει και πού να σταθεί. Μόνο πέρα, στα ψαράδικα, κάτι μαγαζιά χωμένα στα στενά αφήνουν βογκητά από λαϊκά να ξεφύγουν μέσ’ απ’ τις χαραμάδες κι ο Μπιλ φαντάζεται στις πίστες και στα πάλκα κάτι γυναίκες με πιασίματα, τακούνια και κοκκινάδια να χτυπάνε παλαμάκια. Με τα χέρια στις τσέπες φέρνει βόλτες την παραλία, η θάλασσα απλώνεται μονότονη, ένα ύφασμα πτυχωμένο, κάθε τόσο ένα φως από κάποιο αραγμένο σκαφάκι κόβει το σκοτάδι, τον παίρνει μια στιγμή ξώφαλτσα κι ύστερα υποχωρεί. Εκείνος χώνεται στο ξενοδοχείο που είναι γωνιακό, παλιό, βαμμένο με βεραμάν παράθυρα και κάγκελα στο ίδιο χρώμα. Η κόκκινη επιγραφή αναβοσβήνει κι ο ύπνος τον βρίσκει με την αμερικάνικη τράπουλα και μια αθλητική στα χέρια.
Κουμανταρέας Μένης, Η φανέλα με το εννιά, Κέδρος, Αθήνα 1986 (7η), σ. 73, 76-77.