Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Από τα διώροφα σπίτια στα πλίθινα καταλύματα

Γεώργιος Ματσάγκος

(μαρτυρία)

Το βαπόρι μάς έβγαλε εδώ στον άμμο και μας άφησε. Με τα καϊκάκια μάς βγάζανε έξω, ό,τι είχαμε μαζί μας. Ύστερα μας φέραν αντίσκηνα. Ήρθαν και μας είπανε: “Τι κάθεστε; Θα ζυμώσετε τη λάσπη και θα κάνετε πλιθιά. Τούβλα δεν έχει εδώ, τέτοια που θέλουμε. Θα κάνετε εσείς τούβλα”. Σκάψαμε τα παιδιά, οι άντροι κι οι γυναίκες και πατούσαμε το χώμα. Ένα πηγάδι είχε δω νερό. Να πιούμε ή λάσπη να κάνουμε. Παίρναμε θάλασσα και πατούσαμε από βραδύς τη λάσπη. Το πρωί τη κάναμε καλούπι για τούβλα να πούμε, πλιθιά τα λέγανε. Δυο, τρεις μέρες να τα γυρίσουμε, να τα μαζέψουμε. Έπρεπε χίλια την ημέρα να κάνουμε για να μπορέσουμε να κτίσουμε κάτι παράγκες. Ντουβάρια να βάλουμε, κάνανε. Σηκώνονταν οι γονείς μας το πρωί και λέγανε: “Σηκωθείτε παιδιά, ήρθε η ώρα να πα να κάνουμε τη λάσπη, να μη ξεραθεί”. Βρέχαμε ξανά τη λάσπη, την πατούσαμε και κάναμε, κάναμε ντεσκερέδες. Ο ένας να φτυαρίσει, ο άλλος να τα κάνει καλούπια, δυο τρεις μέρες, να τα γυρίσουμε, να τα μαζέψουμε, να τα κάνουμε, να κάνουμε 1000 τούβλα την ημέρα, 1000 καλούπια ο καθένας. Γιατί άμα θα κάνουμε πέντε δέκα δε βγαίνει το σπίτι. Πρέπει να κάνουμε πολλά. Μας σήκωνε κάθε μέρα και έπρεπε και να φάμε. Πηγαίναμε και κάνα δυο ώρες, φύγαν οι γύφτοι και αφήσανε μισομαζαμένα τα σιτάρια και τ’ αυτά, μαζεύαμε και λίγο μπασάκι. Μπασάκι ξέρεις τι είναι; Μαζεύαμε λίγο μπασάκι να τα κοπανίσουμε, να βράσουμε να κάνουμε πλιγούρι. Η πρώτη ζωή μας ήταν πολύ βασανιστική. Φοβόμασταν, δεν είχαμε ούτε κρεβάτια, ούτε καρέκλες, ούτε τραπέζια. Καταής θε να στρώσουμε, να κοιμηθούμε. … Κοιτάζαμε να κάνουμε ξύλα, να κάνουμε λίγο πιο ψηλά, να στρώνουμε να μη κοιμόμαστε χάμω. Στη γη φοβόμασταν να έχει και πράματα και τσιμπούσανε και γινότανε πολλά. Όταν μας φέρανε τα ξύλα: “Α να τώρα θα κάνουμε απάν σε τραπέζια, να καθόμαστε”. Όχι τραπέζια να καθόμαστε, να κοιμόμαστε θέλαμε. Γιατί στη γης φοβάσαι να κοιμηθείς. Είχε πολλά φίδια τότε που ήρθαμε δω, μεγάλα όχι μικρά. Κι έλεγαν: “καταγής να μη κοιμηθεί κανείς, να μη σας τσιμπήσει. Γιατί δεν έχουμε γιατροί και φάρμακα εδώ”. Όλες κοιτάξανε να βάλουνε λίγο αψηλό κάτι. “Πριόνια πάντε φέρτε”, να κόψουμε άγριες αχλαδιές, να κάνουμε ξύλα, να κάνουμε κάτι αψηλό να κοιμόμαστε. Τις πλίνθ’ς, τα τούβλα ξεραθήκανε. Να βάλουμε και ξύλα απάνω για να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι να καθόμαστε αψηλά. Να μην είμαστε κάτω και κοιμόμαστε. Ένα καλοκαίρι αυτό γινότανε. Πλιθιά να κόψουμε, ξύλα. Αγριοαχλαδιές όπου είχε τις κόψανε να κάνουμε ξύλα. Ύστερα πέρασε λίγος καιρός, μας φέρανε ξύλα απ’ τη Θεσσαλονίκη, λάτες. “Α, τώρα είναι καλά”, όχι να κάνουμε τις αχλαδιές. Μας μοιράσανε. Όπου ήτανε πολλά άτομα δώσανε πιο πολλές. Όπου ήτανε ένα δύο, είχε σπίτια που χτίσανε Α και Β. Εμείς που πέσαμε πολλά άτομα μας δώκανε Β. Κείνους που ήτανε δυο άτομα, τρία τους δώκανε το Α τον αριθμό. Εμάς μας δώσανε κάτω στη θάλασσα και λέει ο μπαμπάς μας λέει: “Τι θα κάνομε μεις, ψαράδες θα γίνομε. Εμείς είμαστε γεωργοί. Να μας πάτε απάνω, πιο απάνω”, γιατί ήμασταν γεωργοί, δεν ήμασταν ψαράδες. Μας πήγανε ένα τελευταίο σπίτι που ήτανε μεγάλο, γιατί ήμασταν οχτώ άτομα εμείς, παιδιά γονείς είχαμε τις γιαγιές μαζί μας κι αυτά, οχτώ άτομα.

Ματσάγκος Γεώργιος, Απομαγνητοφωνημένη μαρτυρία στο Νέα Μηχανιώνα. Από τις «χαμένες πατρίδες» στην πατρίδα του σήμερα, Ποτηρόπουλος Παρασκευάς, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 164.