Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΠροετοιμάζοντας τον
Αφροδίτη Τζώρτζη
(μαρτυρία)Και γινόνταν οι γάμοι, άρχιζαν όλη την εβδομάδα, ας υποθέσουμε. Θε να πλυθεί η προίκα μπροστά. Λοιπόν θε ν’ αρχίσει η προίκα να πλύνεται, την πλένανε. Ερχούνταν φιληνάδες, τα κορίτσια μες στο σπίτι. Δεν είχανε τότε ούτε πλυντήρια ούτε τίποτα. Μες στο σπίτι ήτανε. Ανάβαμε καζάνια με ξύλα, ζεσταίναμε νερό και πλένανε τις προίκες δηλαδή. Τα κάνουνε όλα και μετά, όταν στεγνώνανε δηλαδή, φωνάζανε, ερχούνταν οι φιληνάδες των κοριτσιών δηλαδή, της νύφης, ας υποθέσουμε, και παίρνανε ρούχα και τα σιδερώνανε. Μετά που θε να σιδερώσουν όλα, θε να τα κρεμάσουνε, τα κρεμούσανε. Βάζανε γύρω, γύρω σκοινιά μέσα στα δωμάτια, στο χώρο του σπιτιού δηλαδή, όσο χώρο δηλαδή και αν είχε και κρεμούσανε όλη την προίκα, οτιδήποτε έστω τα εσώρουχα, έστω άλλα αντικείμενα, ας υποθέσουμε.
Και μετά απ’ αυτό την Παρασκευή, θε να μαζέψουνε ύστερα την προίκα. Όταν θα τα έκαναν αυτά, θα τα έγραφαν. Εν τω μεταξύ τα κατέγραφαν όλα. Ερχούνταν ο παπάς του χωριού και εν τω μεταξύ και ο πρόεδρος της κοινότητας, γιατί κοινότητα βέβαια είχε, ερχούνταν της κοινότητας και τα καταγράφουν με κάτι μάρτυρες, δηλαδή τι ήταν και από κει πέρα τα μαζεύανε όλα και τα πηγαίνανε να πάνε στο γαμπρό. Αν ήταν απ’ αλλού ο γαμπρός ή σώγαμπρος, […] θα καθούντανε μέσα τα προικιά, θε να μείνουν μέσα δηλαδή στη νύφη στο σπίτι. Αν όμως δεν ήταν και ήταν να πάνε στου γαμπρού το σπίτι η νύφη, θα παίρναν τα προικιά πάλι με τα όργανα, τα μάζευαν όλα δηλαδή και τα πήγαιναν στου γαμπρού. Από κει και πέρα μετά άρχιζαν. Τα πήγαιναν από την Παρασκευή, το Σάββατο γίνονταν αυτά.
Το Σάββατο γλεντούσαν πάλε, ο γαμπρός με το σόι το δικό του, στο σπίτι το δικό του. Και η νύφη πάλι γλεντούσε, πάλε με το δικό της, με τραγούδια, με γραμμόφωνα, δεν είχε τότε και πολλά πράγματα και γλεντούσαν εκεί.
Και την Κυριακή, τι ώρα βέβαια όριζε ο γάμος, θε να πάει ο γαμπρός, προτού να ντυθεί ο γαμπρός πηγαίνανε και παίρνανε τον κουμπάρο με τα όργανα. Απ’ του κουμπάρου το σπίτι θε να φύγουν να πάνε στου γαμπρού το σπίτι και εκεί στόλιζαν το γαμπρό. Άλλοι τον βάζανε, τον επηγαίναν τον κάμνουν διάφορα πράγματα, δηλαδή να σιάξουν τα μαλλιά του, να τον χτενίσουν, οι άλλοι τον χαλούσαν τα μαλλιά του, γινόταν εκεί και γω δεν ξέρω βέβαια. Και εν τω μεταξύ το μαχαίρι. Βάζανε το γαμπρό, το βάζανε μέσα σ’ ένα ταψί και πατούσε. Τι ήτανε τώρα αυτό το ταψί δεν ξέρω. […] Και αρχίζανε τον γαμπρό και τον τραγουδούσανε βέβαια. Εν τω μεταξύ τελείωνε ο γαμπρός και θε να πάρουνε το γαμπρό, ο κουμπάρος που είπαμε, ο γαμπρός θε να πάνε στη νύφη.
Τη νύφη εν τω μεταξύ τη στολίζανε κορίτσια. Οικογένεια ε, αυτά, οικογένειες πρωτοστέφανες, αυτό ήτανε. Δεν είχανε δηλαδή να πάνε χήρες κι αυτό δηλαδή στο γάμο τότε. Δεν ήτανε, δεν πηγαίνανε. Και πηγαίνανε να πάρουνε τη νύφη. Πάλε με τα όργανα τη νύφη, από κει θε να την πάρουνε τη νύφη με τα όργανα, να την πάνε όλοι μαζί στην εκκλησία. Ναι τη στολίζανε τη νύφη με τρέδες, τότες είχε τρέδες, ενώ τώρα δεν έχει τίποτα τέτοια πράγματα. […] θυμάμαι που με κρεμάσανε μπρος πίσω τρέδες. Κοιτάξτε, ήτανε κάτι κλωστές, απ’ τις κλωστές πιο χοντρές κάθε μια, όπως είναι ψαράδικη κλωστή αλλά με τη διαφορά ότι ήτανε χρυσή. Χρυσή δηλαδή θα ήτανε δηλαδή το χρώμα της. Άλλες ήτανε χρυσές, άλλες ήτανε άσπρες, δηλαδή έτσι ψιλές, ψιλές και πιο πολύ δηλαδή. Μια τούφα ολόκληρη μπορώ να σου πω ότι ήτανε 25-30 αυτά δηλαδή κρεμασμένα απ’ αυτά. Τις δένανε και μετά τις καρφώνανε με φουρκέτες απάνω στο πέπλο της νύφης. Και απ’ εδώ και απ’ εκεί δηλαδή και από πίσω και μπρος όπως σας είπα στο πέπλο της νύφης. Και μετά ύστερα ήταν η φιλενάδα της νύφης, […].