Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΑξέχαστη Καλή Μεριά
Καλαμαριά μου αξέχαστη
(απόσπασμα)Η Καλαμαριά, προτού έρθουν οι γονείς μας, ήταν η εξοχή της Θεσσαλονίκης. Η περισσότερη γη ήταν ιδιοκτησία Τούρκου Αγά. Τα πράγματα άλλαξαν λίγο μετά το 1912, όταν η χώρα έγινε ελληνική. Οι ανάγκες των Συμμάχων κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετέτρεψαν την Καλαμαριά, από χώρο εξοχής, σε χώρο στρατοπέδων. Οι σύμμαχοι, για τις ανάγκες τους, έκτισαν ξύλινες μακρόστενες παράγκες, σε στυλ στρατιωτικών θαλάμων και μέσα εκεί στρατοπέδευαν τα στρατεύματά τους, που ήσαν διερχόμενα από την Θεσσαλονίκη για το μέτωπο. Σ’ αυτές τις παράγκες έλαχε ο λαχνός να καταλήξουν οι γονείς μας, σαν πρόσφυγες, από έναν ξεριζωμό που όμοιό του δεν ξανάζησε ο Ελληνισμός. Και χωρίς δικό τους φταίξιμο!
Όλη η προσφυγιά πέρασε από την καραντίνα, που βρισκόταν κάτω στην παραλία του Κατιρλί και όποιος επέζησε προωθήθηκε στα διάφορα χωριά της Μακεδονίας, στη νέα πατρίδα. Αυτή η καραντίνα δεν προδίδεται με τίποτε, με τις εγκαταστάσεις που σήμερα κοσμούν τον χώρο. Συρματοπλέγματα φύλαγαν, μην τυχόν φύγουν οι πρόσφυγες και βάλουν σε κίνδυνο τους Θεσσαλονικείς. Και κανείς δεν ερχόταν προς τους πρόσφυγες, προς τον πόνο και την αθλιότητα. Μόνο μερικοί κουλουράδες από τη Σαλονίκη πλησίαζαν τα συρματοπλέγματα, για να πουλήσουν κανένα κουλούρι στους άμοιρους και δυστυχείς πρόσφυγες της Ανατολής. Ίσως γι’ αυτό τον λόγο και υποσυνείδητα για κάθε Καλαμαριώτη υπάρχει μια ενδόμυχη συμπάθεια στους κουλουράδες.
Αφού θάφτηκαν ομαδικά σε λάκκους οι νεκροί και τακτοποιήθηκαν οι ζωντανοί στην Μακεδονία, ένα μέρος από τους πρόσφυγες, εγκαταστάθηκε στην Καλαμαριά, στις παράγκες που είχαν εγκαταλείψει οι νικητές του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και σύμμαχοί μας!!! Εμείς τα παιδιά δεχτήκαμε τον πόνο του ομαδικού χαμού μέσα από το τραγούδι:
“Καλαμαριά, Καλαμαριά, τριίλ τριίλ ταφία, ανοίξτεν και τερέστετα, όλα Καρσλή παιδία.”
(Καλαμαριά Καλαμαριά, γύρω γύρω τάφοι, ανοίξτε και κοιτάξτε τους, όλα παληκάρια από το Καρς.)
Μια μεγάλη πυρκαγιά στους θαλάμους και η κήρυξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου είναι τα επόμενα ζωντανά γεγονότα που συγκρατεί η παιδική μου μνήμη. Πώς τα θυμάμαι αυτά;
Οι πυρκαγιές ήσαν συνηθισμένο πράγμα στις παράγκες. Οι περισσότεροι είχαν μαγκάλια για θέρμανση. Βάζαν τα πόδια τους πάνω στο μαγκάλι για να ζεσταθούν καλύτερα. Ξεχνούσαν, σήκωναν το ένα πόδι τους και να, αναποδογύριζε το μαγκάλι και έπαιρνε φωτιά η παράγκα. Βαρέθηκα να ακούω, στην τάδε γειτονιά εκουπίεν το μαγκάλ, δηλαδή αναποδογύρισε το μαγκάλι.
Αυτή η φωτιά ήταν πολύ μεγάλη και έγινε βράδυ. Φυσούσε και δυνατός Βαρδάρης. Από το παράθυρο της δικής μας παράγκας παρακολουθούσαμε τις φλόγες που με το δυνατόν Βαρδάρη έρχονταν και φαινόταν σαν να προσπαθούν να μας αγγίξουν. Ανάμεσα σε εμάς και την πυρκαγιά μεσολαβούσε μια αλάνα, η μόνη μας σωτηρία. Θυμάμαι την αγωνία όλων μας, που αδύναμοι, από το παράθυρο παρακολουθούσαμε την μοίρα μας. Τώρα θα πείτε γιατί αυτός ο κόσμος καθόταν με σταυρωμένα χέρια και δεν έτρεχε με νερό να σβήσει την φωτιά. Ποιο νερό;
Νερό η Καλαμαριά δεν είχε. Κάθε σπίτι είχε μερικές στάμνες, κουκούμια και κουβάδες. Καθιερωμένο και ένα βαρέλι για κάθε σπίτι, μέσα στο οποίο μάζευαν το βροχόνερο. Το βροχόνερο ήταν για τις πλύσεις των ρούχων. Το άλλο ήταν για να πιούμε και να πλυθούμε. Τι μεγάλη διαδικασία οι πλύσεις. Σταχτόνερα, λουλάκια και καζάνια να βράζουν. Το νερό αυτό φρόντιζαν και το έφερναν στο σπίτι οι μανάδες μας από αποστάσεις.
Το κράτος έβαλε σε κάθε γειτονιά και μια δημόσια βρύση απ’ όπου καθορισμένες ώρες έπαιρναν νερό τα νοικοκυριά. Στο γέμισμα κρατούσαν σειρά, για να προλάβουν όλοι. Πολύ συχνά όμως οι βρύσες δεν έτρεχαν. Τότε άρχιζε η αγωνία. Στο τάδε μέρος η βρύση τρέχει. Έτρεχαν όλες οι γυναίκες προς τα εκεί. Αλλά προτεραιότητα είχαν τα νοικοκυριά εκείνης της γειτονιάς. Τότε άρχιζαν και καυγάδες ανάμεσα στις πιο ζωηρές γυναίκες. Η τελευταία λύση, να πάνε στο Πάτ Πάτ. Εκεί υπήρχε μια μηχανή που τραβούσε νερό και πάντα υπήρχε. Αυτό το Πάτ Πάτ βρίσκεται περίπου στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται ο Άγιος Ιωάννης.
Πόσες φορές πήγε η άμοιρη μάνα μου στο Πάτ Πάτ για νερό και πόσες φορές την συνόδευα για να την βοηθήσω. Και ένα σκεύος επιπλέον νερό ήταν κέρδος.
Η φωτιά όμως εκείνο το βράδυ, με τον δυνατό άνεμο, είχε θεριέψει τόσο που οι κουβάδες και οι στάμνες ήσαν αστεία υπόθεση για σβήσιμο.
Τώρα που μίλησα για τις βρύσες, ήρθε στο νου μου, η δική μας βρύση. Άλλοι, από άλλη γειτονιά, δεν είχαν λόγο στη δική μας βρύση. Με πόση όμως τάξη και δικαιοσύνη κρατούσαμε τις σειρές μας και φροντίζαμε, στον χρόνο παροχής νερού, να πάρουν όλοι εξ ίσου. Τέτοια άσκηση στο πνεύμα της ισότητας, δεν έχω ξαναζήσει στην ζωή μου. Και όμως άφησε γερά τις ρίζες στην ψυχή του καθένα μας και στην έκφραση αλληλεγγύης μεταξύ μας.