Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τα πρώτα χρόνια στην Άνω Τούμπα

Η κοκάλινη οπτασία

(απόσπασμα)

Ήρτε και το εικοσ’τέσσερα και μπήκε ο Ιούλης γιομάτος ήλιο και ζέστη. Καιρός γι’ αναχώρηση! Η Ευανθία είχε μαζώξει τα λιγοστά τους πράματα σε δυο μποχτσάδες και κίνησε για το βαπόρι της μεγάλης φυγής μαζί με τις δυο της κόρες και την εγγόνα της.
Παρόλο που πλερώσανε μπόλικο παρά για τα τραβαγιάτικά τους, το εν λόγω σκάφος ‒ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ το ’χανε βαφτίσει‒ ήτανε σκυλοπνίχτης της κακιάς ώρας. Κανένας δεν έμπαινε μέσα σε τέτοιο σαράβαλο και, για να γιομίσει, έκαμε τέσσερις μέρες.
Στεναχωριόταν η Κωνσταντινιά που αργούσαν να σαλπάρουν γιατί, πίσου στο μώλο, σιγόβραζε η έχτρα στα μάτια των Νεότουρκων. Φοβόταν πως, έτσι που μαζωχτήκανε τόσοι πολλοί χριστιανοί σε μέρος περιορισμένο, η σφαγή ήτανε παιχνιδάκι. Από την άλλη μεριά, όμως, χαιρόταν που ο καπετάνιος αργούσε να σηκώσει την άγκυρα, γιατί μέσα της έτρεφε ελπίδες πως από στιγμή σε στιγμή θα επιβιβάζονταν η κοκάλινη οπτασία με τη μάνα της και ο νεαρός με τα χρυσά μαλλιά.
Παρόλ’ αυτά, οι προσδοκίες της δεν πήραν σάρκα και οστά και το σαπιοκάραβο ξεκίνησε.
«Αντίο, Τουρκιά, για πάντα! Αντίο, Πόλη με τις ομορφιές σου! Αντίο, Χώρα, πευκάρα, χελωνίτσα, κοκκινολαίμη! Αντίο, θαλασσίτσα με τα γαλάζια φύκια σου και τα μεγάλα στριφογυριστά κοχύλια! Αντίο, κοκάλινη οπτασία με το άσπρο στραπατσαρισμένο σου φόρεμα ‒σε σκισμένη βουάλ κουρτίνα‒ ή με τη θαμπή λιλά σου οργαντίνα! Αντίο, Σάββα με τα χρυσά μαλλιά και το λιμπιστικό σβέρκο!».
Ευτυχώς τους έκαμε καλό καιρό και βρήκαν και καλή παρέα στο κατάστρωμα ‒μια καθηγήτρια φιλόλογο από μεγάλο τζάκι που οι Νεότουρκοι της είχανε σκοτώσει πατέρα και μάνα. Αρχέψανε τα χωρατά και τα τραγούδια, εξόν από την Ευανθία που κάθονταν ακίνητη στην κουρελού, στο ρουφηγμένο μούτρο της σμιλεμένη η οδύνη του κόσμου. Πού και πού η Κωνσταντινιά τής χάιδευε το βαθουλωμένο της μάγουλο και της ψιθύριζε στ’ αυτί:
‒ Μη στεναχωριέσαι, μάνα! Έχει ακόμα ο Θεός!
Όταν φάνηκε η Σαλονίκη, τρέξαν όλοι στην κουπαστή με κίνδυνο ν’ αναποδογυρίσει το βαπόρι. Πολλά κτίρια της παραλίας ήτανε μαυροκαπνισμένα κι ένα αχνό γκρίζο σύννεφο κρέμονταν σαν καρμανιόλα απάνου απ’ τους μιναρέδες.
Βάλαν όλοι τα κλάματα.
‒ Τι ’ν’ αυτό το ερείπιο, καλέ; είπε μια Θεραπιανή αγκωνιάζοντας τη διπλανή της. Αυτή είναι η Σαλονίκη; Μια αράδα χαμηλά σπίτια, δυο τρία παγκάκια κι ένα τραμ στην άδεια παραλία; Πού ’ν’ τα ωραία μας τα Θεραπιά, καλέ Στάσα;
‒ Ψωρογειτονιά! είπε η Χρυσάνθη περιφρονητικά, ξεχνώντας τ’ αποκαΐδια του σπιτιού τους στη Χώρα.
‒ Μια χαρά πόλη είναι, είπε η Κωνσταντινιά και όλοι γυρίσαν και την κοιτάξανε.
‒ Σοβαρά μιλάς ή χωρατεύεις; είπε η αδελφή της, έτοιμη για καβγά.
‒ Δε χωρατεύω καθόλου, είπε ήρεμα η κοπελιά μας. Ας μην ξεχνάμε πως φύγαμε απ’ το στόμα του λύκου κι ήρταμε στη χώρα που ανήκουμε. Εδώ είναι οι ρίζες μας! Εδώ θα ζήσουμε και θα ’ποθάνουμε!
«Τι κορίτσι μ’ έδωκε ο Θεός!» σκέφτηκε η χαροκαμένη Ευανθία. «Γιομάτο καλοσύνη κι ελπίδα! Όλα τα βλέπει έμορφα σε τούτο τον άσκημο ντουνιά! Ας είναι, όμως… Όταν βλέπεις έμορφα τα πράγματα, όμορφα θε να σου ’ρθουν!».
Τους πήγαν να τους πλύνουνε ‒να τους απολυμάνουνε μάλλον‒ στην Αρετσού.
‒ Καθαροί ανθρώποι είμαστε γιε μου, είπε η Ευανθία του γιατρού. Από την Πόλη ερχόμαστε!
Το επιβεβαίωσε και η καθηγήτρια κι έτσι γλιτώσανε την καραντίνα.
Ο Κώστας ήταν στην προκυμαία από τότε που αγκυροβολήσανε, αλλά δεν ημπόρεσε να τους πλησιάσει. Τους ακολούθησε κατά πόδας ίσαμε την Αρετσού και, όταν τους αφήκαν λεύτερους, έτρεξε να τους αγκαλιάσει. Η μικρή Μάλαμα έκαμε σαν τρελή και δεν ξεκολλούσε απ’ την αγκαλιά του.
Τους πήρε όλους στο σπίτι της Σουλτάνας, στις Σαράντα Εκκλησιές, όπου κάτσανε γύρω στους τρεις μήνες. Ταλαιπωρημένοι όπως ήταν από τα βάσανα της Τουρκιάς, ο οργανισμός τους εξασθενημένος, αρρώστησαν όλοι από ελονοσία• και οι τέσσερις! Η Ευανθία, η Χρυσάνθη, η Κωνσταντινιά και η μικρή Μάλαμα! Και κοντά τους κόλλησε και ο Κώστας! Ευτυχώς που η θεία Σουλτάνα είχε ανεψιό γιατρό, τον Γιασεμίδη, και τους έφερνε κινίνο για να τους πέσει ο πυρετός.
Όταν συνήρθαν κάπως από την τρομερή μαλάρια, της μπήκε έμμονη ιδέα της Ευανθίας, ν’ αγοράσει σπίτι απάνου στο Κουλέ Καφέ. Δεν πάγαινε άλλο να βαραίνουμε πέντε νοματαίοι το σπιτικό της αδελφής της. Πού να ταϊστούνε τόσα στόματα!
Είχε κάτι μπανκανότες σ’ ένα μικρό τορβά και θα τις έδινε για ν’ αγοράσει σπίτι.
‒ Ναι, αλλά τι θα τρώμε; είπε η Χρυσάνθη, που ’χε πιο πρακτικό μυαλό.
Ο Κώστας ήταν κοντά ένα χρόνο στην Ελλάδα, αλλά δεν είχε δουλέψει καθόλου, γιατί δεν τον άφηνε η θεία Σουλτάνα.
‒ Άμα δεν έρτει η μάνα σου, του ’λεγε, δε θα δουλέψεις.
‒ Γιατί, καλέ θεία;
‒ Γιατί έτσι! Φοβάμαι!
Κανένας δεν ήξευρε τι φοβόταν! Θεός κι η ψυχή της!
Μια μέρα ήρθε ο γιατρός, ο Γιασεμίδης.
‒ Στην Άνω Τούμπα φκιάξανε ωραία σπίτια, είπε της Ευανθίας. Είναι βέβαια δίχως τζάμια ακόμα, αλλά η περιοχή είναι πολύ ωραία• σαν εξοχή!
Πήγε η Ευανθία και τα είδε. Ήτανε γύρω στα σαράντα σπίτια και πιο κάτου κάτι παραγκάκια με δυο δωμάτια, μία σαλίτσα κι ένα μικρό αποχωρητήριο.
Ο μεσίτης τους διάλεξε ένα από τα σαράντα σπίτια και πήρε πεντακόσιες δραχμές μεσιτεία. Θέλανε όμως και το διπλανό για να ’χουνε χώρο για τη Χρυσάνθη με τη μικρή Μάλαμα. Περιμένανε, λοιπόν, να φύγει κάποιος Πόντιος Παπαδόπουλος που έμνεισκε ’κεί και δούλευε στο Διοικητήριο και που είχε βρει εκεί κοντά σπίτι.
Εκπληρώθηκε κι η δεύτερη ευχή τους ‒όλα τα φέρνει βολικά ο Θεός σε ανθρώπους που είναι γιομάτοι καλοσύνη κι ελπίδα, όπως η κόρη μου η Κωνσταντινιά, σκέφτηκε η Ευανθία‒ και μνείσκαν όλοι μαζί πλάι πλάι.
Ο Κώστας βρήκε αμέσως δουλειά σ’ έναν Οβραίο ράφτη πίσου απ’ του Λουμίδη, εκεί ακριβώς που έστριβε το τραμ στο τέλος της οδού Αγίου Μηνά, και η Κωνσταντινιά έπαιρνε ξένα κεντήματα στο σπίτι. Η Χρυσάνθη έπιασε δουλειά σε μια κονσερβοποιΐα ψαριών στο Μπεχτσινάρ και η Ευανθία έμνεισκε στο σπίτι μαζί με την Κωνσταντινιά για να μαγειρεύει και να νταντεύει τη μικρή Μάλαμα.
Πήρε μιαν ανάσα η φαμίλια με τους παράδες που πέφτανε στο σπίτι και, σιγά σιγά, αρχέψαν να το επιπλώνουνε.

Πέντε χρόνια περάσαν απ’ τον ερχομό της Κωνσταντινιάς στη Σαλονίκη και την εγκατάστασή της στην Άνω Τούμπα. Πέντε ολάκερα χρόνια! Πέντε χρόνια γιομάτα μεγάλα γεγονότα και πολιτικές ζύμωσες που η ηρωίδα μας δεν πολυκαταλάβαινε, γιατί ποτέ της δεν είχε ανακατευτεί με «φιλελεύτερους» και «Λαϊκά Κόμματα», και με τους διάφορους αητονύχηδες πολιτικάντες που τελικά ρημάξανε τον έρμο τούτο τόπο.
Για την Κωνσταντινιά όλα ήταν ρόδινα, ο κόσμος ένας παράδεισος, οι ανθρώποι αγγέλοι του Θεού επί γης. Βέβαια, στραβή δεν ήτανε! Έβλεπε τη φτώχεια και την κακομοιριά των προσφύγων και την περιφρονητική στάση των ντόπιων. Έβλεπε τις τραγικές Σμυρναίικες φιγούρες, γυναίκες με σαλεμένο λογικό, νιους με μάτια απλανή και παππούδες με αρρωστημένη απάθεια σμιλεμένη στα μούτρα τους, κι έλεγε «έχει ακόμα ο Θεός!».
Και για καμπόσους από δαύτους είχε ο Θεός!…
Η Χρυσάνθη εξακολούθησε να δουλεύει στο κονσερβάδικο ‒σκληρή κι εξαντλητική δουλειά για γυναίκα‒ για να φέρνει παράδες στο σπίτι και να μεγαλώνει ανθρωπινά την κόρη της.
Ο Κώστας πάγαινε στον Οβραίο ράφτη ‒αν και, κάπου κάπου, σκεφτόντανε να νοικιάσει γωνιά δικιά του και να παίρνει καλφαλίκια αντί να είναι το παιδί για όλες τις δουλειές‒ και η Ευανθία κρατούσε το σπίτι.
Η μικρή Μάλαμα πήγαινε στο σχολείο, αντίκρυ τους ήτανε, και η ηρωίδα μας συνέχισε να κεντάει στο σπίτι ξένα καρέ και ροτόντες και σεμέν, συνδυασμένα με τέσσερα πετσετάκια και ν’ αρνιέται τα προξενιά που της πάγαιναν. Το «όχι», όμως, το ’λεγε ήρεμα, ευγενικά, με κείνο το αφοπλιστικό της χαμόγελο, το γιομάτο γλυκά χαριτωμένα λακκάκια. Δεν έκανε καπρίτσια, μήτε στραβομουτσούνιαζε σ’ αυτούς που τηνε ζητούσαν, όπως έκανε η ψηλομύτα κόρη της γειτόνισσας. Κι όλα αυτά γιατί ο νους της ήτανε στο Σάββα, το νεαρό με τα χρυσά μαλλιά και το λιμπιστικό σβέρκο. Έμαθε πως τονε λένε Μιχαήλογλου, πως ήρτε κι αυτός στη Σαλονίκη μαζί με όλη τη φαμίλια του και πως έμνεισκε στα προσφυγικά της Τούμπας.

Κερασίδης Σίμος, Η κοκάλινη οπτασία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 112-115, 119-120.