Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΟι γυναίκες βγαίνουν στο Κατώφλι
Λαϊκές αφηγήσεις για την προσφυγιά
(απόσπασμα)Όλοι, όσοι έχουμε κάποια ηλικία, πρέπει να θυμόμαστε ότι οι πρόσφυγες και ιδίως οι γυναίκες, οι προσφυγίνες, μιλούσαν πολύ συχνά για τις μακρινές πατρίδες τους, για τον τρόπο που διώχτηκαν από αυτές, για το τι και τι είδαν τα μάτια τους, για τις σφαγές, τις κακουχίες, τους εξευτελισμούς, αλλά καμιά φορά και για τις καλές μέρες.
[…]
Έχω την εντύπωση ότι οι αφηγήσεις αυτές φούντωσαν στις λαϊκές γειτονιές της Θεσσαλονίκης ‒εμάς για τη Θεσσαλονίκη, κυρίως, και για τους πρόσφυγές της μας ενδιαφέρει εδώ‒ φούντωσαν μέχρι που κηρύχθηκε ο πόλεμος του Σαράντα. Τα τελευταία καλοκαίρια μάλιστα ολοένα και περισσότερο.
Και λέω καλοκαίρια, γιατί στις εξώπορτες των σπιτιών λεγόντουσαν κυρίως αυτά. Και τι ειρωνεία! Στις πόρτες των τούρκικων σπιτιών, εκεί που πριν από δεκαπέντε δεκάξι χρόνια κατοικούσαν τούρκικες οικογένειες που έφυγαν με την ανταλλαγή. Πιθανότατα, το ίδιο να έκαναν κι αυτοί στην Τουρκία. Να καθόντουσαν στις πόρτες των ελληνικών σπιτιών και να μιλούσαν με νοσταλγία για τα ήμερα μέρη που αναγκάστηκαν να αφήσουν. Αποκλείεται όμως να μιλούσαν για σφαγές και αγριότητες, γιατί οι Έλληνες τίποτε από αυτά, τουλάχιστον εδώ στη Μακεδονία, δε διέπραξαν.
Ο τρόπος, λοιπόν, της ζωής στη νέα πατρίδα και η βαθιά ψυχική ανάγκη για ανακοίνωση και ξαλάφρωμα έβγαλαν στο φως, ή μάλλον στο μισοσκόταδο της εξώπορτας, διηγήσεις πολύτιμες από κάθε άποψη, που άφησαν μέσα μας μόνο κάτι το συγκεχυμένο.
Ήταν το κατώφλι, αλλά ήταν και τα σκαμνάκια. Μόλις έπαιρνε να νυχτώνει, έβγαιναν σιγά-σιγά στην εξώπορτα με τα καθίσματά τους οι συγκάτοικες. Άντρες σπάνια ήταν, κι αν υπήρχαν ήταν γέροι, που κάθονταν παράμερα και δεν μιλούσαν, μόνο έπαιζαν το κεχριμπαρένιο κομπολόϊ.
Βέβαια, έλεγαν και για το φαγητό που μαγείρεψαν και για τις αταξίες των παιδιών και για τα ξεπορτίσματα της γειτόνισσας, αλλά και για τα πολιτικά. Ο πόλεμος ζύγωνε και η φοβία ήταν μεγάλη. Όλοι οι λαϊκοί άνθρωποι φοβόντουσαν πως θα ξαναγίνουν τα ίδια, οι φόνοι, οι σφαγές, οι πείνες, οι διωγμοί. Κι έτσι παίρνοντας αφορμή από τα «πολιτικά», που κατά κωμικό τρόπο ξέρανε, έλεγαν ιστορίες παλιές, για παραμονές και ξεσπάσματα διωγμών, για όνειρα και προμηνύματα, για τρεξίματα, πορείες και θαλασσοταραχές, για μαχαίρια, τουφέκια και σπαθιά, που έσφαξαν ή και που δεν μπόρεσαν να σφάξουν, γιατί κάποια αόρατη δύναμη, κάποιος άγιος ή και ο Θεός εισάκουσε επιτέλους τις κραυγές τους και τους έσωσε.
Ήταν μεγάλες, ως επί το πλείστον, οι γυναίκες αυτές που διηγόντουσαν. Από γριές έως μεσήλικες. Οι νεότερες δεν λάβαιναν και τόσο μέρος, ίσως γιατί δεν τα ήξεραν καλά, ίσως όμως γιατί δεν ήθελαν να δείξουν ότι θυμούνται, πράγμα χαρακτηριστικό των νέων ανθρώπων. Άλλωστε οι ελεύθερες από τις νέες, πιασμένες αλαμπρατσέτο στεκόντουσαν στη γωνία του δρόμου ή βολτάριζαν στα σταυροδρόμια που είχε φως και κίνηση, για να δούνε κάτι το πιο ευχάριστο. Οι άντρες, οι νεαροί ήταν στο καφενείο ή στην ταβέρνα, και οι μεγαλύτεροι όλοι σχεδόν στην ταβέρνα. Και συνήθως στην ταβέρνα της γειτονιάς. Όταν ζύγωνε η ώρα να κοιμηθούν τραβούσαν για το σπίτι και τότε διαλύονταν η σύναξη των γυναικών στην πόρτα.
Οι μεγάλες γυναίκες φορούσαν σκούρα ρούχα, γι’ αυτό και οι εξώπορτες μαυρολογούσαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι προσφυγίνες που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη δεν φορούσαν τις πατροπαράδοτες ενδυμασίες του τόπου τους, αλλά τα λεγόμενα «ευρωπαϊκά». Ελάχιστες, εξαιρετικά ελάχιστες, ήταν εκείνες που επιμέναν στην παλιά ενδυμασία και ανήκαν, κυρίως, στις Θρακιώτισσες, που είχαν φέρει τον ρουχισμό τους. Πέρα όμως από τους οικονομικούς λόγους, η ευκολία με την οποία απαρνήθηκαν τις στολές ήταν απόλυτη. Καμία νοσταλγία. Μιλάω, βέβαια, για τους επαρχιώτες πρόσφυγες και όχι γι’ αυτούς που ήρθαν από μεγάλες πολιτείες, γιατί αυτοί ήταν ντυμένοι και «εξευγενισμένοι», όπως έλεγαν, πολύ καλύτερα από τους Θεσσαλονικιούς.
Αυτές, λοιπόν, οι σκουροντυμένες με τα φτηνά υφάσματα γυναίκες, που οι γεροντότερές τους είχαν δεμένο στο κεφάλι τους κι από κανένα «φακιόλι», άρχιζαν μία μία, όταν δινόταν η αφορμή, να διηγούνται τα βάσανά τους και τις τυράγνιες τους. Από παντού ξεπρόβαλαν οι Τούρκοι, άγριοι και παράλογοι, γεμάτοι ανελέητο μίσος για τους χριστιανούς. Κι από παντού πάλι ξεμύτιζαν οι Τούρκοι γειτόνοι, γλυκομίλητοι και αρκετά καταδεχτικοί, όσο ήταν ήσυχα τα πράγματα, και απρόσιτοι ή ελάχιστα και μετά βίας εξυπηρετικοί, όταν πλάκωνε η αγριότητα της φυλής τους. Ένας λαός μυστήριος, αντιφατικός και κυκλοθυμικός.
Η μια τελείωνε και η άλλη άρχιζε. «Εμείς στην πατρίδα…». Και λέγανε «στην πατρίδα» γιατί συνήθως ήταν άγνωστα στις άλλες τα μέρη τους, εκτός βέβαια, από τις μεγάλες πολιτείες. Αλλά αυτές από τις μεγάλες πολιτείες δεν καθόντουσαν στις πόρτες να λένε ιστορίες για την προσφυγιά.
Κάθε μια που μιλούσε προσπαθούσε να τα πει στα απλά ελληνικά, στην κοινή νεοελληνική, όπως θα λέγαμε, για να την καταλάβουν, αλλά αυτό λίγες το κατάφερναν και ιδίως αυτές από τα μέρη της Θράκης, οι άλλες κατέφευγαν σε πλήθος από ιδιωματισμούς και τουρκισμούς. Μερικές διηγήσεις γινόντουσαν στα ελληνοτουρκικά, όπου η τουρκική ήταν η σωστή, ενώ η ελληνική τούς προκαλούσε ακόμη και το γέλιο.
Δεν ήταν σπάνια περίπτωση το ξέσπασμα σε γέλια, όταν ιδιαίτερα τραγικές περιπτώσεις, ελέγοντο σε κωμικά ελληνικά, με μπέρδεμα των γενών και των χρόνων. Ιδίως γελούσαν τα παιδιά, που όπως συνήθως, δεν αισθάνονταν και θεωρούσαν αυτά τα πράγματα ως πολύ μακρινά, αν όχι και παραμύθια. Ο άνθρωπος ό,τι είναι πέρα από τη γέννησή του το θεωρεί στην πρώτη φάση της ζωή του πολύ μακρινό.
Οι διηγήσεις αυτές και η φρασεολογία αυτή και οι κινήσεις και οι τόνοι χάθηκαν ανεπιστρεπτί, όχι μονάχα γιατί δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα για να αποτυπωθούν επακριβώς, αλλά γιατί δεν υπήρχαν άνθρωποι, φιλογενείς και μερακλήδες, για να τις συγκεντρώσουν. Τι ευκαιρίες χαμένες για αποθησαυρισμό, αλλά και για εθνική προσφορά και δόξα!
Ιωάννου Γιώργος, Λαϊκές αφηγήσεις για την προσφυγιά, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1988.