Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Γλυκιά καλοκαιριάτικη βραδιά

(απόσπασμα)

Όταν σε λίγες μέρες ήρθε ο όλεθρος κι η Μικρασία άδειαζε απ’ τον πανάρχαιο Ελληνισμό της, οι Καλλιπολίτες αρνούνταν να φύγουν. Τόσα απανωτά γυρίσματα της τύχης δεν τα χωρούσε ο νους τους. Και έπρεπε να στείλει τέλος Οκτώβρη ο Βενιζέλος τηλεγράφημα για την εκκένωση της χερσονήσου, ώστε να συνειδητοποιήσουν οι Έλληνες ότι ο κίνδυνος σφαγιασμού τους ήταν άμεσος.
Οι Έλληνες ναι, αλλ’ όχι ο πατέρας• που μόλις είδε τη μητέρα να ξεκρεμάει τα εικονίσματα, φούντωσε, πάτησε τις φωνές, έγινε κατακόκκινος όσο ποτέ και ξαφνικά σωριάστηκε στο πάτωμα. Τον κηδέψανε χωρίς πολλές τιμές. Στο λιμάνι είχαν ήδη καταπλεύσει ελληνικά ατμόπλοια.
Απ’ το κατάστρωμα το πλήθος παρακολουθούσε τα διεθνή αγήματα, που είχαν παραταχθεί για την υποστολή της ελληνικής σημαίας. Ο Έλληνας ναύτης έσυρε το σχοινάκι, αλλ’ η σημαία έμεινε στη θέση της. Τράβηξε, ξανατράβηξε. Κανένας χειρισμός δεν μπορούσε να μετακινήσει τη σημαία. Ώσπου στο τέλος αναγκάστηκε ν’ αναρριχηθεί στον ιστό ο ίδιος ο ναύτης και να την κατεβάσει σφίγγοντάς την στο στήθος του.
Δάκρυα βουβά μούσκευαν το καράβι ως τη στιγμή που ακούστηκαν οι αλυσίδες της άγκυρας. Τότε ξέσπασε ο μεγάλος θρήνος, όπως ακριβώς τη στιγμή που κατεβαίνει το φέρετρο στη γη και ξέρεις πια ότι αποχωρίζεσαι για πάντα τους αγαπημένους.

Μετά την καραντίνα στ’ ανοιχτά της Θεσσαλονίκης, το καράβι μπήκε στο λιμάνι με τσαμπιά ανθρώπων στην πλώρη. Έβρεχε και φυσούσε ένας κοφτερός άνεμος. Μέσ’ απ’ την καταιγίδα πρόβαλε ο «Πύργος του Αίματος», ο Λευκός Πύργος.
Τις πρώτες μέρες φιλοξενήθηκαν σ’ ένα τζαμί, ρουφώντας την κοιλιά για να περάσουν ανάμεσα στο πλήθος. Έπειτα ο Δημήτρης βρήκε ένα δωμάτιο στην Κασσάνδρου. Πρωτοχρονιά του ’26, χάρη και στην Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, σπάσαν το ρόδι στο κατώφλι και μπήκαν στη διπλοκατοικία με τις ροδοδάφνες και τη μεγάλη κορομηλιά.
Στο μεταξύ ο Παναγιώτης έστησε δικιά του επιχείρηση, η Ελένη δίδασκε γαλλικά σε παιδάκια καλών οικογενειών, ενώ ο Δημήτρης, αφού δούλεψε για λίγο στο νεκροτομείο, έγινε τελικά το δεξί χέρι του διευθυντή του Ανατόλια, που, ξεριζωμένο κι αυτό από τη Μερζιφούντα, ξαναστηνόταν εκ του μηδενός στου Χαριλάου.
Στην περιοχή αυτή βρήκαν και νοίκιασαν ένα παλιό καζίνο ανάμεσα σε εγκαταλειμμένες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, τις οποίες μετέτρεψαν σε οικοτροφείο και τραπεζαρία. Μετά από πρόταση του Δημήτρη προσλάβανε μαστόρους Καλλιπολίτες, που έρχονταν απ’ την Περαία. Εκεί τους είχε δοθεί κλήρος, μα ήταν μικρός για να θρέψει τις οικογένειες. Τον καλλιεργούσαν οι γυναίκες, που έστελναν στην πόλη με τις βάρκες πεπόνια, καρπούζια, σταφύλια. Κι οι άντρες στις οικοδομές. Δικό τους σπίτι δε χτίζανε, παραμένανε στις παράγκες. «Δεν αξίζει τον κόπο, αφού του χρόνου θα ’μαστε πίσω στην Καλλίπολη», τους άκουγε ο Δημήτρης και δεν του πήγαινε η καρδιά να τους διαψεύσει. Όλοι μεγαλύτεροί του, ήδη ένιωθε άβολα που τους επέβλεπε. Γι’ αυτό ρωτούσε τα μυστικά της τέχνης τους, δοκίμασε μια φορά κι αυτός το μυστρί. Ο διευθυντής τού συνέστησε να κρατάει κάποιες αποστάσεις, ωστόσο όχι μεγάλες. Ήταν πολύ φιλότιμοι αυτοί οι άνθρωποι.
Τέλος, το Γενάρη του ’24 το σχολείο-πρόσφυγας ξαναγεννιόταν, με δεκατρείς μαθητές σε καρέκλες και τραπεζάκια καφενείου. Ο δε Δημήτρης μετέφραζε για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα τους κανονισμούς ενός νέου αθλήματος: της καλαθόσφαιρας. Ο μαραγκός που πήρε την παραγγελία για τα ταμπλό τούς θεώρησε μισότρελους να ζητούν μια τέτοια κατασκευή για να βιδώσουν επάνω της ένα τρύπιο δίχτυ!
Η καλαθόσφαιρα κέρδισε αμέσως τ’ αγόρια. Στο χωμάτινο γήπεδο προπονούνταν καθημερινά. Ωστόσο η ελονοσία άρχισε να γεμίζει τις τάξεις με απουσίες. Η Θεσσαλονίκη ήταν μια ανθυγιεινή πόλη. Το σχολείο έπρεπε ν’ αναζητήσει άλλον τόπο.
Με αφορμή τη νέα μετακίνηση, ο Δημήτρης βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει για τη σφαγή της Μερζιφούντας. «Να ’ξερες μόνο τι τράβηξε το Ανατόλια», είπε ο Αμερικανός. Δεν ήθελε να μπει σε λεπτομέρειες. Επί τέσσερις μέρες τα στίφη του Τοπάλ Οσμάν κατέσφαζαν Έλληνες και Αρμένιους. Κατόπιν πυρπόλησαν τις γειτονιές τους. Κάθε μέρα έξω απ’ την πύλη του σχολείου έβρισκαν μωρά εγκαταλειμμένα. Αυτά ήταν οι μόνοι χριστιανοί που επέζησαν. Ο αμαξάς του σχολείου, ένας Τούρκος, αγαθός άνθρωπος, του έδειξε την άλλη μέρα με περηφάνια τα χέρια του. Αυτά, του είπε, όταν πάει στους ουρανούς, θα γίνουν πράσινα, επειδή σκότωσαν τους εχθρούς της πατρίδας του. Και μεγαλύτερη τιμή για ένα μουσουλμάνο από τα πράσινα χέρια δεν υπάρχει.
Τελικά, μετά από λίγο καιρό βρέθηκε ένας λόφος κοντινός, με προστατευτικό υψόμετρο. Τελείως γυμνός, μα με υπέροχη θέα στον Θερμαϊκό. Πριν καν ξεκινήσουν οι οικοδομικές εργασίες, οι μαθητές έκαναν την πρώτη δενδροφύτευση. Καθένας τους ήταν υποχρεωμένος να φυτεύει τουλάχιστον ένα δέντρο το χρόνο. Ο Δημήτρης θαύμαζε τις κατευθύνσεις που έδινε ο διευθυντής. Έπαιρνε απ’ αυτόν μαθήματα πώς να προσεγγίζει τα παιδιά, πώς να αξιοποιεί τον καλύτερο εαυτό τους.
Όσο προχωρούσε η κατασκευή των κτηρίων, τόσο πρασίνιζε ο έρημος τόπος. Ήταν εύκολο πια να φανταστεί κανείς το μελλοντικό άλσος.

Mεγάλου – Σεφεριάδη Λία, Γλυκιά καλοκαιριάτικη βραδιά, Καστανιώτη, Αθήνα 2002 / 1999, σελ. 19-22.