Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΑπό την κουπαστή του καραβιού
Τρεις αιώνες Μια ζωή. Γιαγιά Φιλιώ η Μικρασιάτισσα
(απόσπασμα)Γύρισα πάλι στο πλοίο. Επόμενος σταθμός η Χίος. Ίδιες εικόνες, ίδιος πόνος.
Συνεχίζουμε και φτάνουμε στη Θεσσαλονίκη. Κι εκεί επικρατούσε η ίδια κατάσταση. Χιλιάδες κόσμος στην παραλία. Στο λιμάνι ήταν κι άλλα τέσσερα-πέντε πλοία γεμάτα κόσμο, αλλά δεν άφηναν κανέναν να κατεβεί. Έτσι όπως καθόμουν στην κουπαστή και προσπαθούσα να διακρίνω κάποιον γνωστό μέσα στο πλήθος, βλέπω το μικρό μου αδελφό, τον Αντώνη, μαζί με άλλα τέσσερα-πέντε γειτονάκια μας, που έψαχναν κι αυτοί να βρουν τις οικογένειές τους ανάμεσα στους καινούργιους που είχαν φέρει τα καράβια.
«Μαμά, ο Αντώνης!» φωνάζω. «Αντώνη! Αντώνη! Εδώ! Εδώ είμαστε!» ουρλιάζω με όλη τη δύναμη που μπόρεσα να συγκεντρώσω. Ο Αντώνης γυρνάει και με βλέπει. Πρέπει να με γνώρισε μόνο από τη φωνή, γιατί ήμουν πραγματικά αγνώριστη. Φορούσα μια φούστα που μου είχε βρει μια γυναίκα μέσα στο πλοίο, γιατί τα δικά μου ρούχα είχαν γίνει κουρέλια προ πολλού.
«Φιλιώ, πού είναι ο Γιωργής μας; Πού είναι ο πατέρας;»
«Ο Γιωργής μας δεν ξέρω πού βρίσκεται• τον πήραν…
Όσο για τον μπαμπά μας, τον σκότωσαν, Αντώνη μου!»
«Μη φοβάσαι, Φιλιώ! Δε θα σας αφήσουν να κατεβείτε εδώ, αλλά εγώ θα πάω να παρακαλέσω το λιμενάρχη να μ’ αφήσει ν’ ανεβώ στο πλοίο μαζί με τον Βασίλη, τον Στέλιο και τ’ άλλα παιδιά».
Ο Αντώνης ήταν τότε δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρονών και μικροκαμωμένος, γι’ αυτό γλίτωσε από τους Τούρκους. Κούτσαινε, όμως, γιατί τον είχαν χτυπήσει με ξιφολόγχη στο γόνατο. Τον είχαμε χάσει απ’ τις πρώτες ώρες της Καταστροφής. Κι εκείνος μας έψαχνε, αλλά βρέθηκε με κάποιο μπουλούκι προσφύγων στη Σμύρνη. Εκεί μάζεψαν όλα τα παιδιά και τα έβαλαν σ’ ένα στρατώνα. Εκείνος έξυσε τα χέρια του και τα μάτωσε και άρχισε να δείχνει τις πληγές του σ’ έναν Αμερικανό. Ο Αμερικανός το λυπήθηκε το παιδί κι έπεισε τον Τούρκο φρουρό να το αφήσει να φύγει. Μπήκε λοιπόν ο Αντώνης σ’ ένα πλοίο, όπου εκεί βρήκε και τα γειτονόπουλά μας, κι από τη Σμύρνη βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και τον συναντήσαμε.
Πράγματι, ο Αντώνης παρακάλεσε το λιμενάρχη και τον πλοίαρχο να τον αφήσουν να ’ρθει μαζί μας. «Είδα τη μαμά και την αδελφή μου μέσα στο πλοίο! Αφήστε με να πάω μαζί τους να βρούμε τον μπαμπά μας. Πού να πάμε, μικρά παιδιά, μόνα μας; Αφήστε μας να φύγουμε μαζί τους!» Ανέβηκε, λοιπόν, ο Αντώνης στο πλοίο και μάλιστα μας έφερε λίγο ψωμί και τυρί που του είχε δώσει κάποιος. Ποιος να πρωτοφάει όμως με τόσους πεινασμένους σ’ εκείνο το πλοίο;