Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ξεριζωμένη γενιά. Το χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη

(απόσπασμα)

Στριμωχτήκανε μια φουρνιά πρόσφυγες στο τζαμί της οδού Κασσάνδρου, ανάμεσα στη Δραγούμη και Δημητρίου του Πολιορκητού. Σχεδόν μόνο γυναίκες και παιδιά. Προφτάσανε οι καπάτσες και κάνανε κατοχή τα κελιά των χοτζάδων, που κοιτάγανε στο χαγιάτι της αυλής. Οι άλλες στριμώχτηκαν στο τέμενος. Οι καθυστερημένες, αναγκαστήκανε να μείνουν στα υπόστεγα του τζαμιού. Κρεμάσανε κουβέρτες και τσούλια μπροστά και στα πλάγια, για να προφυλαχτούν απ’ το κρύο κι απ’ τ’ αδιάκριτα μάτια.
Στο τζαμί είχανε κουρνιάσει απ’ όλα τα μέρη της Μικρασίας. Ήτανε όμως και λιγοστές Θρακιώτισσες. Δυο τρεις Πολίτισσες και κάνα δυο Πόντιες.
Η εγκατάσταση εδώ ήταν πιο μόνιμη. Όμως πόσο θα μείνουνε στον ξένο τόπο; Κι οι άντρες τους… Πότε θα γυρίσουν; Κι αν δε γυρίσουν;
Οι κλάψες δεν ωφελούν. Αν οι άντρες μείνανε στη Μικρασία, ήρθαν τα παιδιά. Αυτά πρέπει να ζήσουν και να μεγαλώσουν. Και ξαμολύθηκαν όλες για δουλειά. Χτύπησαν πόρτες. Πέρασαν από διπλοκοπιές. Παρακάλεσαν, προσκύνησαν, πρόσπεσαν, ταπεινώθηκαν, φίλησαν ποδιές κατουρημένες. Καμιά τους δεν το ’βαζε κάτω.
Πολλές που ξέρανε γράμματα και δεν είχαν υποχρεώσεις, κατάφεραν και μπήκανε σε γραφεία, σε καταστήματα, σε επιχειρήσεις. Οι νοικοκυρές γίνανε παραδουλεύτρες, πλύστρες, υπηρέτριες, εργάτριες. Τ’ αγόρια, απ’ τα δέκα τους χρόνια πήγανε τσιράκια, παραγιοί, βοηθοί σε μαγαζιά, σε αργαστήρια. Κάνανε δουλειές του ποδαριού, πουλούσαν τσιγάρα, κουλούρια, σπόρια, φυστίκια. Γίνανε λουστράκια. Πολλά κοριτσάκια μπήκανε δουλάκια. Άλλα πήγανε σε εργοστάσια, σε καταστήματα, σ’ όποια δουλειά. Οι μωρομάνες, που δεν είχανε κανένα ν’ αφήσουν τα παιδιά τους, πήρανε μια σκάφη και ξενοπλένανε. Σταματημό δεν είχε αυτή η δουλειά. Ούτε οι σκάφες στεγνώσανε, ούτε τα σκοινιά μένανε άδεια.

[…]

Το πρώτο που σκέφτηκαν όλες ήταν να πάρουνε βαμβάκι και πανί. Να ράψουν κάνα στρώμα, κάνα πάπλωμα. Πόσον καιρό θα κοιμούνται στις ψάθες και στις κουρελούδες; Ένας Ανατολίτης παπλωματάς, ο μπάρμπα Γιάννης, που καθόταν στην οδό Δημητρίου του Πολιορκητού, κατέβαινε κάθε πρωί με το δοξάρι περασμένο στον ώμο, κι άρχιζε μπροστά στο τζαμί με την ανατολίτικη προφορά του.
‒ Παμπάκι τινάζουμεεε… Παπλώματα ράβουμεεε…
Κάθε μέρα τον φωνάζανε οι γυναίκες κάτι να τους κάνει. Οι δουλειές πλήθαιναν. Η προσφυγιά απ’ τις παράγκες, τα τούρκικα σπίτια, όλο καινούργιες παραγγελίες. Δεν πρόφταινε μονάχος. Άνοιξε ένα παπλωματάδικο στη Βενιζέλου κοντά στην Εγνατία. Πήρε και τα δυο του αγόρια βοηθούς.

Κάθε λίγο και λιγάκι κι άνοιγαν καινούργια μαγαζάκια. Άρχισαν οι πρόσφυγες να καταπιάνονται με δικές τους δουλειές. Η Ελπίδα, η χήρα απ’ την Καισάρεια, έστησε ένα αργαλειό στην παραγκούλα της, αντίκρυ στο Διοικητήριο, κι άρχισε να υφαίνει χαλιά. Η Καλλιόπη απ’ τα Άδανα πήρε μια πλεκτομηχανή. Πολλές αγοράσανε με δόσεις ραπτομηχανές Σίγγερ με πόδια κι όλη μέρα κεντούσαν. Η Νάσαινα αποτέλειωσε το σπίτι. Έκανε κι ένα καμαράκι στην αυλή και το νοίκιαζε. Τίποτ’ άλλο. Πέντε παιδιά σπουδάζουν. Δεν είναι μικρό πράγμα.
Πολλά μπακάλικα, μανάβικα, ψιλικατζίδικα ανοίξανε τελευταία.
Απ’ το 1922 είχαν αρχίσει τα τρία αδέλφια απ’ τον Πόντο να κάνουν κουλούρια και μπισκότα σ’ ένα παραγκάκι κολλητά στης Νάσαινας. Η μυρουδιά απ’ τα μπισκότα γαργαλούσε τη μύτη στο τζαμί και στη γειτονιά. Μαζεύονταν τα φτωχόπαιδα μπροστά στο παραγκάκι και περιμένανε να τους δώσουν τίποτα τρίμματα.

Χρυσοχόου Ιφιγένεια, Ξεριζωμένη γενιά. Το χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη, Φιλιππότη, Αθήνα 1981, σ. 56.