Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ξεριζωμένη γενιά.Το χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη

(απόσπασμα)

Μια μέρα ήρθε στον Αϊ-Μηνά ο Γιάγκος, άλλοτε παραγιός του Χατζηνάσου στη Σμύρνη.
‒ Αφεντικό, λέω να χτίσεις φούρνο.
‒ Φούρνο εδώ; γιατί; Και ποιος θα τον δουλέψει;
‒ Εγώ. Οι φούρνοι φέρνουν παρά με την ουρά. Αν είχα δικαίωμα να χτίσω, θα γινόμουνα πλούσιος.
‒ Τι δικαίωμα;
‒ Εδώ το επάγγελμα είναι κατοχυρωμένο. Έτσι άκουσα να λένε.
‒ Δηλαδή;
‒ Να, μονάχα όσοι είχαν φούρνο στα μέρη μας, έχουν δικαίωμα άδειας για να χτίσουν. Εσύ είχες δυο.
‒ Μα άλλοι τούς δούλευαν
‒ Δεν έχει σημασία. Δικοί σου ήταν. Εσένα σου δίνουν άδεια. Εμένα όχι.

[…]

Στην αψάδα της ανάγκης πάρθηκε η απόφαση. Βρέθηκε το οικόπεδο πλάι σ’ ένα τζαμί στη γωνιά της οδού Κασσάνδρου και Δημητρίου του Πολιορκητού. Μπήκε μπρος το γιαπί. Ρίχτηκαν τα θεμέλια. Υψώθηκαν δυο μέτρα τα ντουβάρια. Οι παράδες λιγόστεψαν.
‒ Πού πας; Παλάτι θα χτίσεις; Το γιαπί δε χωρατεύει. Θέλει λεφτά και λεφτά να τελειώσει, προειδοποιούν γνωστοί και φίλοι.
Δε χαμπαρίζει ο Θανάσης.
‒ Δε γίνεται φούρνος με μπαγδατί, με ξυλόπηχες, ούτε με καλαμωτή. Μ’ ένα τίποτα αρπάει φωτιά και καίεται σα λαμπάδα. Ύστερα, πώς ν’ αντέξει άλλο πάτωμα;
‒ Και τι το θες το πάτωμα;
‒ Πού θα καθίσουμε εμείς;

Τα λεφτά τέλειωσαν. Το γιαπί έμεινε στη μέση. Ούτε μπρος, ούτε πίσω.
Βρέθηκε στο δρόμο τους ο Νικολάκης ο Καϊσερλής, που μυρίστηκε κέρδη.
‒ Πόσα χρειάζονται να τελειώσει το γιαπί; Τόσα; Μη σας νοιάζει. Εγώ είμαι εδώ. Μονάχα θέλω το πάνω πάτωμα να καθίσω με τη φαμίλια μου. Ώσπου να με ξεπληρώσετε, θα μου δίνετε σαράντα τοις εκατό τόκο. Έγινε;
Μαγκωμένος ο Θανάσης στα δόκανα της ανάγκης, είπε το ναι. Η δικιά του οικογένεια, δε θα κατοικήσει πάνω απ’ το φούρνο, που ήτανε το σχέδιο. Θα βολευότανε πλάι. Αντί για μαγαζί, θα χτίζανε δυο κάμαρες.
‒ Κι άκουσε, λέει ο Νικολάκης, τα λεφτά εγώ θα τα διαχειρίζομαι ώσπου να τελειώσει το γιαπί.
«Δε μου έχει εμπιστοσύνη». Τσεκουριές τα λόγια του για το Θανάση.
‒ Και κάτι άλλο. Το υπόλοιπο σπίτι θα γίνει μπαγδατί. Σημερινοί είμαστε στη Θεσσαλονίκη αυριανοί δεν είμαστε.
Το κατάπιε κι αυτό.

Χρυσοχόου Ιφιγένεια, Ξεριζωμένη γενιά. Το χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη, Φιλιππότη, Αθήνα 1981, σελ. 32-34.