Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΑπό τον Καύκασο στην Αρετσού
Τοπάλ Οσμάν
(απόσπασμα)Το φορτηγό ελληνικό πλοίο, «Αλέξανδρος Καλουτάς», το ζοφερό εκείνο πρωινό της αναστατώσεως του ελληνισμού, έφθασε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, χωρίς να «δέσει». Κόσμος περίεργος γέμισε την περιοχή της προκυμαίας –τη λεγόμενη τότε λεωφόρο Νίκης με τα τραμ της– και κοίταζε περίεργα. Καμιά εκδήλωση συμπάθειας, κανένας χαιρετισμός.
‒ Πρόσφυγες; έλεγαν οι περίεργοι. Αλίμονό μας, θα μας φέρουν αρρώστιες.
Και το πλοίο σε λίγο σαλπάρισε για να κατευθυνθεί στο Μικρό Καραμπουρνού, στον ορμίσκο εκείνον όπου σήμερα νομίζω ότι βρίσκεται η Αρετσού. Και εκεί άρχισε η εκφόρτωση και μεταφορά με μαούνες του δυστυχισμένου και ταλαιπωρημένου κόσμου στην έρημη από σπίτια τότε ακτή. Μια παράγκα ήταν στημένη, που χρησίμευε για «λουτρό» και μια μικρή δύναμη στρατιωτών για την «τάξη». Ένας στρατιώτης με την ποδοκίνητη κουρευτική μηχανή των μουλαριών κούρευε άντρες και γυναίκες και δύο κλίβανοι παρελάμβαναν τα ρούχα των εισερχομένων στο «λουτρό».
Οι δυστυχισμένοι και τσακισμένοι άνθρωποι έτρεχαν, μετά το κούρεμα, στο «λουτρό», για να καθαριστούν ύστερα από μήνες και μήνες απλυσιάς και παρέδιναν πρόθυμα τα ρούχα τους στον κλίβανο. Αλλά ποια ήταν η απογοήτευσή τους! Το νερό ήταν παγωμένο. Οι άνθρωποι, που έμπαιναν μέσα αγεληδόν –μια φουρνιά άντρες, μια γυναίκες– τουρτούριζαν από το κρύο και έτρεχαν αμέσως από την άλλη πόρτα της εξόδου να παραλάβουν τα ρούχα τους από τον κλίβανο. Αλλά και εκεί τους περίμενε άλλη απογοήτευση: ο κλίβανος είχε κάψει τα παπούτσια τους, τις ζώνες τους, τα πέτσινα κασκέτα τους.
Άλλοι έκλαιγαν, άλλοι βλαστημούσαν και φώναζαν και οι στρατιώτες των κλιβάνων γελούσαν, ξεκαρδιζόταν για την δυστυχία των άλλων. Ήταν τόσο κωμική η τραγωδία τους!
Από την περιοχή των κλιβάνων οι πρόσφυγες μεταφέρονταν με στρατιωτικά καμιόνια στους θαλάμους της Καλαμαριάς, όπου άλλοτε στέγαζαν συμμαχικά στρατεύματα. Πάνω στο λοφίσκο, μέσα στην τότε ερημιά, ήταν περίπου 90 – 100 μακρόστενοι θάλαμοι, μέσα στους οποίους στοιβάζονταν οι καραβιές των προσφύγων. Όλη η περιοχή ήταν συρματοπλεγμένη και φρουρούνταν αυστηρά από στρατιώτες.
Η πόλη της Θεσσαλονίκης φάνταζε σαν κάτι μαγικό μέσα στη νύχτα με τα φώτα της, αλλά τόσο μακρινή την ημέρα. Παιδιά τότε πεντάχρονα βλέπαμε πίσω από τα συρματοπλέγματα τη θάλασσα εκεί κοντά μας, χωρίς να μπορούμε να την αγκαλιάσουμε, την πολιτεία κάτω, πέρα από το Ντεπό, που τη νύχτα παρακολουθούσαμε τα τραμ που κινούνταν τότε στη λεγόμενη λεωφόρο Νίκης, μια απόμακρη βουή, ακαθόριστη, που έδειχνε όμως ότι εκεί κάτω υπάρχει ζωή, υπάρχει κίνηση, υπάρχει χαρά, ενώ εδώ μέσα στα σύρματα, μέσα στους θαλάμους σαν καμίνια το καλοκαίρι και ψυγεία το χειμώνα, υπήρχε μόνο θάνατος και θλίψη.
Από το ύψωμα της Καλαμαριάς, όπου ήσαν οι στρατιωτικοί θάλαμοι συρματοπλεγμένοι, με τους πρόσφυγες, ως το Ντεπό και το υπάρχον τότε στρατιωτικό Νοσοκομείο, με τη συστάδα των δένδρων, δεν υπήρχε ούτε ένα σπίτι. Χωράφια, χωράφια ως τη σημερινή Πυλαία (Καπουτσήδες).
Σε λίγο η Καλαμαριά έφθασε να έχει 50.000 – 60.000 πρόσφυγες που άρχισαν να πεθαίνουν.
Η ελονοσία –μια άγνωστη αρρώστια για τους πρόσφυγες– είχε προσβάλει όλους τους δυστυχισμένους, κατατσακισμένους και εξουθενωμένους από τις κακουχίες πρόσφυγες.
Ένα δυνατό ρίγος, που δεν έπαυε ούτε με δυο παπλώματα μήνα Ιούλιο, και ύστερα ένας πυρετός υψηλός, που τάραζε τον ασθενή και σε μερικές ημέρες τον οδηγούσε στο θάνατο μέσα σ’ ένα ξέφρενο παραλήρημα.
Κάθε απόγευμα περνούσαν δυο «νοσοκόμοι» με δυο κουβάδες διαλυμένο κινίνο και με ένα κουτάλι της σούπας έδιναν σε κάθε πρόσφυγα μια κουταλιά από το κατάπικρο αυτό υγρό. Την πρώτη φορά τρέξαμε κι’ εμείς τα μικρά, ανύποπτα, να δοκιμάσουμε απ’ αυτό το «γιατρικό». Αλλά τι ήταν αυτό που δοκιμάσαμε; Κλαίγαμε, ζητούσαμε κάτι να φύγει η πικρίλα, να μας πλύνουν το στόμα, να μας δώσουν λίγη ζάχαρη, που σπάνια βρισκόταν. Από τότε, μόλις παρουσιαζόταν οι «νοσοκόμοι» με τους κουβάδες το κινίνο, προσπαθούσαμε να χωθούμε κάτω από κουβέρτες, παπλώματα, κιλίμια για να μη μας βρουν. Σε λίγο διάστημα, σταμάτησαν οι κουβάδες και μας έδιναν τα «ζαχαρόπηκτα κινίνα», τα «δισκία».
Το νοσοκομείο της Καλαμαριάς –δυο θάλαμοι με 120 κρεβάτια για εξήντα χιλιάδες πρόσφυγες– ήταν συνεχώς γεμάτο. Οι άλλοι άρρωστοι πέθαιναν μέσα στους θαλάμους, μπροστά στους δικούς τους, που δεν μπορούσαν να τους προσφέρουν βοήθεια και που κι αυτοί σε λίγες ημέρες θα είχαν την ίδια τύχη.
Πενήντα ως εξήντα οι θάνατοι καθημερινά μέσα στο Νοσοκομείο και στους θαλάμους. Οι νεκροί μεταφέρονταν σ’ έναν οικίσκο, στην άκρια του συρματοπλέγματος, όπου εναποτίθονταν εκεί για να φορτωθούν σε λίγο σε κάρα και να μεταφερθούν να ταφούν σε κοινούς τάφους, άγνωστους ως σήμερα.
Μικρές συνοδείες, πένθιμες, χωρίς όμως κλάματα πια –είχαν στερέψει τα δάκρυα και σκλήρυνε η καρδιά– όδευαν όλη την ημέρα προς τον οικίσκο για να εναποθέσουν έναν δικό τους που έσβησε πάνω στο χώμα της πατρίδος χωρίς να νιώσει την ελευθερία ακόμη.
Λαμψίδης Γιώργος, Τοπάλ Οσμάν, Ελληνική Φωνή, Αθήνα 1969-1971.