Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΜια πεταλούδα στο Μπιτ Παζάρ
«Μια πεταλούδα στο Μπιτ Παζάρ»
Δεν έχει φέξει καλά καλά στη Σαλονίκη και στη μικρή πλατεία του Μπιτ Παζάρ. Γύρω, όλα, παράθυρα, καρέκλες, τζάμια, πλακόστρωτο, ταμπέλες, ανυπεράσπιστα, σκεβρώνουν από την υγρασία. Στη στοά απέναντι μια γυναικεία φιγούρα. Κοντά στα σαράντα πέντε. Μ’ ένα τσεμπέρι που αφήνει δυο τούφες γκρίζα μαλλιά να πετάγονται από τη μια κι από την άλλη. Κακοζωισμένη δείχνει… Ένα ζευγάρι λαστέξ παπούτσια χιλιοφορεμένα, καφέ κάλτσα κι από πάνω δύο χοντρά μαύρα σοσόνια. Σκούρο δέρμα με δύο βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο να φεύγουν από το ακρόματο και να φτάνουν ως κάτω στο ακρόχειλο. Μια αγριάδα στη θωριά. Έτοιμη να χυμήξει στο τίποτα και στο πουθενά. Σέρνει ένα παιδικό καρότσι σαράβαλο. Μέσα είναι μια σφουγγαρίστρα, άζαξ για τα τζάμια, σφουγγαρόπανο κι ο κουβάς.
«Καλημέρα, Νάρνιν» (που θα πει απαλότητα στα κούρδικα), καλωσορίζει ο Τσίχλας ο καφετζής.
Η Νάρνιν κουνάει το κεφάλι… Σταματάει έξω από το καφενείο… Κατεβάζει με αργές κινήσεις τα συμπράγκαλα… Δε μιλάει… Δεν κοιτάζει… Λες κι οι κατάμαυρες κόρες στα άψογα αμυγδαλωτά μάτια είναι γυάλινες. Σαν να μη βλέπει τίποτα γύρω της. Κι οι κινήσεις της το ίδιο. Σαν να υπαγορεύονται από ένα μηχανισμό προγραμματισμένο άπαξ δια παντός. Καθαρίζει τους χώρους με κάθε λεπτομέρεια και τακτοποιεί τις καρέκλες με επιμέλεια… Σκουπίζει τα πεζοδρόμια, σφουγγαρίζει δάπεδα, γυαλίζει τα τζάμια… Όταν τελειώνει, κάθεται έξω από το καφενείο του Τσίχλα… Εκείνος της φέρνει ό,τι έχει. Λίγο παστουρμά, ψωμάκι φρέσκο, φέτα, καμιά ελιά και μπίρα. Τσιμπάει και πίνει. Τότε αρχίζει ένα παραλήρημα στη γλώσσα της. Στα κούρδικα. Άλλες στιγμές αγριεύει και άλλες γλυκαίνει το πρόσωπό της. Κάνει μια κίνηση λες και θέλει να τσακώσει κάτι που πετά πάνω από το κεφάλι… Ανοίγει την παλάμη… Τίποτα… Κάτι μουρμουρίζει απογοητευμένη… Πίνει μπίρα. Ξανά την ίδια κίνηση. Σαν κάτι που περίμενε να πιάσει, μα της ξέφυγε.
Εικόνες… Κοιτάζει προς τη στοά… Ένας οικισμός ξανοίγεται μπρος της. Βουνά άγρια… Κατάλευκα βουνά… Βράχια, χιόνι και κρύο. Εκεί ψηλά, μια παράγκα από λάσπη και χόρτα. Στα σύνορα Ιράκ-Τουρκίας. Εδώ ζούνε σκόρπιες καμιά δεκαριά φαμίλιες Κούρδων. Σε απόσταση η μια από την άλλη. Όπου βρήκε πλάτωμα έκανε καθένας τη στέγη του… Ένα δωμάτιο όλο κι όλο η παράγκα κι εκεί μαζεμένοι όλοι. Μια γωνιά για τη φωτιά… Πολλές κουβέρτες και χράμια τριγύρω. Ένα δάπεδο υπερυψωμένο για κρεβάτι. Η γιαγιά, η μεγαλύτερη αδελφή, η Λάνα, κι ο πατέρας. Η μάνα πέθανε στη δεύτερη γέννα από αιμορραγία. Δεν τη γνώρισε η Νάρνιν. Ο πατέρας πηγαινοέρχεται στα σύνορα… Όλοι τους εδώ ζουν από το ψιλολαθρεμπόριο… Κάθε φορά η Νάρνιν φοβάται πως δε θα γυρίσει ο πατέρας.. Οι φρουροί βαράνε στο ψαχνό. Εκείνος, κάθε που έρχεται ύστερα από απουσία ημερών –η Νάρνιν θαρρεί πως ξανάρθε από τον άλλο κόσμο– της φέρνει ζαχαρωτά… Σε κάθε ταξίδι του κουβαλάει λίγο χοιρομέρι, ασπιρίνες, φασόλια, ζάχαρη και καφέ. Τα λεφτά τα δίνει στη γιαγιά, που τα φυλάει σε μια κρύπτη στον τοίχο.
Η γιαγιά παίρνει τα βράδια κοντά της τη Νάρνιν. Είναι η αγαπημένη της. Της λέει κάθε λογής ιστορίες. Μια όμως της αρέσει. Εκείνη που περιγράφει το όνειρο σαν μια πεταλούδα.
«Έτσι να κάμεις, κόρη μου, μπορεί να το πιάσεις. Γιατί τα όνειρα είναι γύρω μας σαν τις πεταλούδες. Άλλοι τα πιάνουν κι άλλοι τα χάνουν».
Έτσι περνούσαν οι χειμώνες και τα καλοκαίρια. Η Νάρνιν μεγαλώνει, η γιαγιά βαραίνει, η Λάνα μεστώνει κι όλο γίνεται πιο όμορφη. Τα στήθια της δύο ατίθασα αγριμάκια, έτοιμα να ορμήσουν έξω, να γητέψουν και να κατακτήσουν. Να υποταχτούν σ’ όποιον τα δαμάσει.
Μια μέρα ήρθαν από τον πέρα οικισμό να ζητήσουν τη Λάνα σε γάμο. Να την πάρουν κοντά τους. Τα κανόνισαν ο πατέρας της νύφης και του γαμπρού.
Η Λάνα λάμπει. Θα γίνει αφέντρα του δικού της σπιτιού. Την έντυσε και τη στόλισε η γιαγιά. Της έβαλε και στεφάνι από αγριολούλουδα. Έτσι θα ’ναι οι πριγκίπισσες, σκέφτηκε η Νάρνιν καθώς καμάρωνε τη μεγάλη αδελφή.
Σχηματίστηκε η πομπή. Μπροστά τα νταούλια, πίσω η νύφη με τον πατέρα και τη γιαγιά καβάλα στα μουλάρια και ακολουθούν οι άλλοι με τα πόδια. Τρεις ώρες δρόμος. Ανεβαίνεις βράχια, κατεβαίνεις βράχια. Τα πόδια της Νάρνιν έχουν ματώσει, αλλά η ευτυχία δεν αφήνει τόπο για τον πόνο. Στο βάθος ακούγονται εκρήξεις. Ένας μαύρος καπνός σκεπάζει τον ουρανό. Ο πόλεμος. Μέχρι τώρα η Νάρνιν τον πόλεμο τον ακούει. Δεν τον έχει δει…
Φτάσανε στο χωριό του γαμπρού… Στην είσοδο τους υποδέχονται χωριανοί. Γυναίκες του χωριού ρίχνουν ροδοπέταλα στη νύφη με ιαχές που μοιάζουν γάργαρο νερό που στροβιλίζεται κι ύστερα ξεχύνεται με ορμή. Τα νταούλια δυναμώνουν κι οι άντρες χορεύουν με τα χέρια ψηλά, να φτάσουν ως εκεί που δεν έχει παραπέρα… Οι γυναίκες ένας κύκλος, στεφάνι στη χαρά. Η ζωή στα πάνω της, χαρίεσσα στο ζευγάρωμα που υπόσχεται τη συνέχειά της.
Θυμάται η Νάρνιν… Πρώτα μια λάμψη… Έκλεισε τα μάτια… Η έκρηξη… Ύστερα σκοτάδι… Άνοιξε τα μάτια κι έκαμε να διώξει τον κουρνιαχτό από μπροστά της… Φωνάζει τον πατέρα… Τη γιαγιά… Τη Λάνα… Μούγκα. Θάνατος παντού… Η Λάνα πλακωμένη από ένα δοκάρι, με μάτια ορθάνοιχτα. Πιο κει το στεφάνι. Άθικτο.
Μια έξυπνη βόμβα είχε χάσει το δρόμο της. Ένα μωρό στα ερείπια. Δεν του περισσεύει άλλο κλάμα. Η Νάρνιν το πήρε στην αγκαλιά της.
«Είσαι ο Άζαντ (που θα πει ελευθερία) κι είσαι ο γιος μου». Τους άφησε κει. Άθαφτους. Τρεις ώρες ξανά πίσω με τον Άζαντ στην αγκαλιά κι ένα υγρό παραπέτασμα στα μάτια. Έφτασε στην παράγκα. Μπήκε και πήρε από την κρύπτη το κομπόδεμα. Το ’χωσε στο βρακί της. Μισεί αυτό το σπίτι. Ακούμπησε τον Άζαντ σε μια σκάφη και πήρε την αξίνα από τη γωνιά. Δε θυμάται πόση ώρα γκρέμιζε. Ούρλιαζε και γκρέμιζε. Είχε δύναμη ο θυμός να σωριάσει πολλές τέτοιες παράγκες. Ένας σωρός όλα. Πήρε τον Άζαντ στην αγκαλιά της… Μια τελευταία ματιά κι ύστερα…
«Πάμε στο όνειρο, αγάπη μου…»
Πέρασε βουνά, ποτάμια, δάση άγρια και χωριά, όπου οι κάτοικοι την περιεργάζονταν με βλέμμα παράξενο. Τα βράδια έβρισκε ένα απάγκειο κι εκεί νανούριζε τον Άζαντ με τα παραμύθια της γιαγιάς…
«Το όνειρο, μικρό μου, είναι σαν μια πεταλουδίτσα…
Τσακ θα κάνουμε και την πιάσαμε».
[…]
Τα χρόνια περνούσαν σ’ έναν τόπο που νόμιζε πως ήταν μια εικόνα από παιδικό όνειρο. Ήταν μια χώρα φωτεινή με πράσινο και βουνά πράα. Μια πατρίδα ευλογημένη με κάθε λογής χρώματα. Κει που έπιανε η μπόρα, μεμιάς ένας ήλιος ολόλαμπρος έκανε τα σύννεφα στην μπάντα θερμαίνοντας με στοργή τη φρεσκολουσμένη φύση. Δεν μπορούσε να μην αγαπήσει την Ελλάδα, αν κι ένα κομμάτι της ψυχής της είχε για πάντα ακουμπήσει σ’ ό,τι μισούσε. Σ’ εκείνη την γκρεμισμένη παράγκα.
Δούλευε από δω κι από κει μεροκάματο. Έμενε σ’ ένα δωμάτιο στον Δενδροπόταμο, στη Σαλονίκη. Πιο κει έστηναν τα τσαντίρια τους οι τσιγγάνοι. Παρότι μικρό το μεροκάματο, όλο και κάτι έβαζε στο κομπόδεμα «για τον Άζαντ». Στερημένη ζωή. Με τα μεγάλα κρύα άναβε ένα μαγκάλι κι έβαζε πάνω ασημόχαρτο να διατηρεί τη χόβολη. Μ’ όλα αυτά ένιωθε βασίλισσα κάθε που έπαιρνε τον Άζαντ στην αγκαλιά της. Ο Άζαντ τη λάτρευε. Κι ίσως γι’ αυτό ποτέ του δεν τη ρώτησε ποιος ήταν ο πατέρας του. Για κείνον η Νάρνιν ήταν και τα δύο.
Παλληκαρόπουλο έγινε ο Άζαντ. Τέλειωνε μια τεχνική σχολή. Υδραυλικός ήθελε να γίνει. Η Νάρνιν ούτε που διανοήθηκε να βρει άντρα να φτιάξει τη ζωή της. Της έφτανε ο Άζαντ. Τέσσερις μήνες ήθελε να πάρει το χαρτί του.
«Ύστερα, μάνα, ένα τσαφ και πιάσαμε την πεταλούδα… Θα πάμε σε πιο μεγάλο σπίτι κι εσύ τέρμα τη δουλειά. Θα σου πάρω και μια πολυθρόνα που είδα στη βιτρίνα, από κείνες που ξαπλώνεις και σου κάνουν μασάζ».
Ήταν ένα απόγιομα. Αποκαμωμένη γύριζε στο σπίτι. Είδε απόξω κόσμο μαζεμένο… Μια θλίψη στα πρόσωπά τους… Κάτι σαν μέγγενη της τραβάει τα σωθικά… Πλησιάζει βουβή… Δύο πατριώτισσές της της πιάνουν το χέρι…
«Είναι νεκρός… Ο Άζαντ… Τον πυροβόλησε ένας που λένε πως είναι τρελός…»
Μια κραυγή… Ηφαίστειο και κατάρα… Έπεσε… Όταν συνήλθε, ήταν στο δωμάτιο. Σε μια κουρελού κάτω ο Άζαντ, κάτωχρος, ντυμένος μ’ ένα τζιν κι ένα φτηνό μπουφάν. Στεφανωμένος με λουλούδια. Ένας κύκλος οι γυναίκες, σ' ένα μοιρολόι μονότονο… Εκείνη δε μιλάει. Σκύβει πάνω του… Ακουμπάει το μάγουλο στο πρόσωπό του, έτσι όπως όταν ήτανε μικρός… Να τον ζεστάνει… Πάλι ο κύκλος με τις γυναίκες και το στεφάνι… Όπως τότε. Αγριεύει. Σαν κάποιον να μαλώνει… Ακατάληπτα λόγια… Ύστερα χαϊδεύει τον Άζαντ και γλυκαίνει… Με τ’ άλλο χέρι πασχίζει να πιάσει κάτι που πετά… Η πεταλουδίτσα… Την έπιασε και την ακούμπησε στο μέτωπο του Άζαντ.
Έμεινε δέκα χρόνια στο ψυχιατρείο… Βγήκε αγνώριστη… Γριά. Οι μαγαζάτορες του Μπιτ Παζάρ την περιμάζεψαν. Της έδωσαν μια γωνιά να κοιμάται. Κατά κει πάει τώρα σέρνοντας αργά το καρότσι. Κάθε τόσο σταματάει. Κοιτάζει πάνω τον ουρανό… Η ίδια κίνηση… Να πιάσει την πεταλουδίτσα. Κοιτά την άδεια παλάμη. Και βρίζει…