Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ξεριζωμένη γενιά

(απόσπασμα)

Πλάι στου κτηματομεσίτη είναι ο καφενές του κυρ Αναστάση.
Η ξαφνικιά βροχή ανάγκασε τον κόσμο να σταματήσει κάτω απ’ τα υπόστεγα, μπροστά στις πόρτες. Κάμποσοι χώθηκαν στον καφενέ, αντίκρυ στο Διοικητήριο. Δεν πρόφταινε ο κυρ Αναστάσης να ετοιμάζει καφέδες και τσάγια.
Η βροχή χαλνάει κόσμο. Χτυπάει τις παράγκες. Βρύσες χύνεται το νερό απ’ τις στέγες. Γίνεται ποτάμι στο δρόμο. Κατηφορίζει τη Δραγούμη, τη Βενιζέλου. Πλημμυρίζει στην Εγνατία και τρέχει στη θάλασσα.

Όταν πήρε να ξεθυμαίνει, ξεχύθηκαν οι άνθρωποι στους δρόμους και το βάλανε για τα σπίτια τους. Άρχισε να σκοτεινιάζει. Έρημος σε λίγο ο τόπος. Ένα αγοράκι γύρω στα δέκα δεν το κουνά απ’ τη θέση του. Με τα μούτρα κολλημένα στα θαμπωμένα τζάμια του καφενέ, κοιτάει μέσα. Τα παγωμένα νερά τρέχουν απ’ τα μπατζάκια του. Κολυμπούν τα πόδια στα χιλιοτρυπημένα παπούτσια. Τσούζουν τα δάχτυλα απ’ το κρύο. Το κρύο τρύπησε τα κόκαλα, έφτασε στο μεδούλι. Χτυπούν τα δόντια. Τρέμει ολόκληρο το παιδί.
Ένας από μέσα άνοιξε την πόρτα του καφενέ.
Δοκιμάζει να μπει τ’ αγόρι.
– Όξω, μπάσταρδε, αγρίεψε ο καφετζής.
– Άστο. Έλα, κάνει νόημα στο παιδί ένας πελάτης.
– Τι το θες; Ζητιανάκι θα ’ναι.
– Δεν είμαι ζητιανάκι. Προσφυγάκι είμαι, ξεσπά στα κλάματα το παιδί.
«Τι ζητιανάκι, τι προσφυγάκι», μουρμουρίζει ο καφετζής.
– Έλα, κάτσε κοντά μου, του λέει ο πελάτης. Φέρε ένα ζεστό τσάι και δυο παξιμάδια, φωνάζει στον καφετζή.
– Τον κακομαθαίνεις, τρίζει αυτός τα δόντια.
– Λοιπόν, πώς σε λένε; ρωτάει ο πελάτης το προσφυγάκι.
– Μιχάλη.
– Και γιατί βγήκες μ’ αυτόν τον καιρό, Μιχάλη;
– Πέθανε η νενέ μου και φοβάμαι να μείνω μονάχος στο υπογάκι.
– Πώς πέθανε;
– Δεν ξέρω.
– Κι η μαμά σου; Πού είν’ η μαμά σου;
– Δεν έχω μαμά ούτε μπαμπά. Τους σφάξανε οι Τούρκοι στο Αξάρι.
– Στο Αξάρι είπες; Δηλαδή είμαστε συμπατριώτες.
– Είσαι κι εσύ απ’ τ’ Αξάρι;
– Απ’ εκεί κοντά. Εσύ πώς γλίτωσες;
– Ήμουνα με το θειο μου και τη νενέ μου στη Σμύρνη. Τώρα που πέθανε η νενέ… Πού θα πάω; Τι θα γίνω; κλαίει το παιδί. Τι θα κάνω; Πού θα πάω; Καταπίνει το τσάι με τα δάκρυα.
– Έλα, μην κλαις. Πιες το τσάι σου και θα κρυώσει. Για έλα εδώ, κυρ Αναστάση, φωνάζει τον καφετζή.
– Στους ορισμούς σου, κυρ Αργύρη.
– Εσύ δεν είπες ότι χρειάζεσαι τσιράκι να πηγαίνει τους καφέδες στα τριγυρινά μαγαζιά, όταν πλακώνει η πελατεία;
– Είπα.
– Και γιατί δεν κρατάς αυτό τ’ αγοράκι που δεν έχει κανένα; Θα κάνεις και ψυχικό.
– Τι, αυτό το ξενηστικωμένο κολλητήρι;
– Μη μιλάς έτσι κι είναι αμαρτία.
– Δεν χρειάζομαι τσιράκι.
– Εσύ όλο παραπονιέσαι ότι δεν τα προφταίνεις όλα μοναχός σου.
– Ε, και;
– Για δοκίμασέ το. Το κρατάς δυο τρεις μέρες κι αν δεν σου κάνει, το διώχνεις. Θα κοιμάται σε μια κόχη. Έτσι θα σου φυλάει και το μαγαζί. Δοκίμασέ το, σου λέω.
– Τι να το δοκιμάσω; ρίχνει μια ματιά στο παιδί. Σήκω απάνω, ρε…
Πασκίζει να σταθεί εκείνο όρθιο.
Δυο καλαμένια πόδια που στηρίζουν ένα λειψό κορμάκι. Στο ρουφηγμένο μούτρο ξεχωρίζουν δυο πελώρια μάτια. Δυο μάτια καστανά που καθρεφτίζεται ο φόβος, το παράπονο, ο πόνος.
– Για το χατίρι σου θα το κρατήσω. Όμως με δοκιμή.

Δεν μπόρεσε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα το παιδί. Έτρεμε απ’ το φόβο. Έτρεμε απ’ το κρύο. Κουβαριασμένο κάτω απ’ τα παλιοτσούβαλα, όλο και ζαρώνει πιο πολύ. Η νενέ δε φεύγει απ’ το νου του. Ούτε στιγμή το άφησε από τότε που γίνανε πρόσφυγες. Πάντα κοντά της πλάγιαζε. Κι όταν, τελευταία, καιόταν αυτή απ’ την ελονοσία, πάλι μαζί της κοιμόταν. Μονάχα χτες τη νύχτα, μια παγωνιά πλάι του τον ξύπνησε. Στις φωνές του, τρέξανε οι γυναίκες απ’ τ’ άλλα καμαράκια και τη βρήκανε πεθαμένη. Κι όταν ήρθε ο παπάς και τη σηκώσανε, πήρε κι αυτό τους δρόμους. Τώρα, πώς θα ζήσει χωρίς τη νενέ; Με ποιον θα κοιμάται; Ποιος θα τον νοιάζεται; Ποιος θα τον λούζει; Ποιος θα του πλένει τα ρούχα; Πώς τον αγαπούσε η νενέ του… Το περασμένο καλοκαίρι ήρθε και πέρασε μαζί τους στο Αξάρι. «Να ξέρετε, πιο πολύ για το Μιχαλάκη ήρθα», έλεγε στη μαμά. Ύστερα τον πήρε μαζί της στη Σμύρνη. Του αγόρασε καινούργια ρούχα, παπούτσια, φύλαγγα για το σκολειό. Με τις ντουζίνες τού πήρε τετράδια και μολυβδοκόνδυλα.
Δεν πέρασαν δυο βδομάδες, κι άρχισε το κακό. Πιάσανε οι Τούρκοι το θειο. Η νενέ δεν άφησε ούτε στιγμή το Μιχαλάκη. Στη Θεσσαλονίκη μάθανε ότι σφάξανε τη μαμά, τον μπαμπά κι ολόκληρο το Αξάρι. Πώς τον αγαπούσε η νενέ! Ξενόπλενε για να τον ζήσει. «Έννοια σου, και σκολειό θα πας και γράμματα θα μάθεις», του ’λεγε και του ξανάλεγε. Τώρα που πέθανε; Τι θα γίνει ο Μιχαλάκης; Παιδεύεται το παιδικό μυαλό να βρει λύση. Ξέχασε το φόβο. Ξέχασε το κρύο. Νιώθει να βουλιάζει, να γκρεμίζεται σ’ ένα χάος. Τα ξημερώματα τον πήρε ο ύπνος.
Όταν άνοιξε ο καφετζής, τον βρήκε κοιμισμένο.
‒ Έτσι ε… Θα σε ξυπνάμε κιόλας, του δίνει μια κλωτσιά. Δυο μέρες ακόμη και παίρνεις πόδι. Κι ας λέει ο κυρ Αργύρης…
Τινάχτηκε το παιδί απάνω. Έβαλε τα δυνατά του να αρέσει στο αφεντικό.

Μήνα στον καφενέ ο Μιχάλης κι έμαθε τη δουλειά στην εντέλεια. Τα πρόφταινε όλα. Και τους πελάτες του καφενέ και τις παραγγελίες απ’ τα τριγυρινά μαγαζιά και τα γραφεία καρσί στο Διοικητήριο. Μονάχα με τον κρεμαστό δίσκο πολύ δυσκολευότανε. Όσο και να πάσκιζε να κρατήσει ισορροπία, πάντα κάτι γινόταν και χυνόταν ο καφές. Στο δρόμο ακόμα πιο δύσκολα. Κάποιος θα σε σκουντήσει, χωρίς να το θέλει. Κάποιος βιαστικός θα πέσει απάνω σου. Βλέπεις ένα αυτοκίνητο, πας να τρέξεις, και χύθηκε ο καφές. Καλά, να είναι βολικός ο πελάτης. Άμα είναι όμως κάνας γρουσούζης, σαν κι εκείνον το γέρο; «Πίσω τον καφέ. Καϊμακλίδικο τον θέλω». «Καϊμακλίδικος είναι, κύριε». «Πού είναι το καϊμάκι;». «Χύθηκε λίγο». «Να φέρεις άλλον».
Θεριό έγινε το αφεντικό, μόλις είδε πίσω τον καφέ. «Πανάθεμά σε, χαραμοφάη. Δεν πρόσεχες, βρε; Πού είχες το μυαλό σου; Εγώ φταίω που σε κράτησα», και δος του να τον χτυπάει.
Κάθε φορά που έχυνε τον καφέ, τα ίδια και τα ίδια. Άσε, σαν έσπαε κάνα ποτήρι, κάνα φλιτζάνι… Εκτός απ’ το ξύλο, τον άφηνε και νηστικό. Κι όλο να τον απειλεί ότι θα τον διώξει.

Το ’βαλε πια στο μυαλό του ο Μιχάλης να μην ξαναχυθεί ο καφές. Σηκωνόταν ξημερώματα, πολύ πριν έρθει τ’ αφεντικό. Αφού συγύριζε και σκούπιζε το μαγαζί, γέμιζε τα ποτήρια και τα φλιτζάνια νερό. Τα ’βαζε στον κρεμαστό δίσκο και δοκίμαζε να κρατάει ισορροπία. Έτρεχε ολόγυρα. Ανέβαινε τις καρέκλες, στα τραπέζια. Πηδούσε κάτω, καθόταν, σηκωνόταν απότομα. Στριφογύριζε στο ίδιο μέρος. Όλο και πήγαινε καλύτερα. Όλο και λιγότερο νερό χυνόταν.
Μια μέρα τον τσάκωσε τ’ αφεντικό να πηδάει πάνω στο τραπέζι με το δίσκο στο χέρι. Γούρλωσε τα μάτια.
‒ Τι κάνεις αυτού; Σαλτιμπάγκος πας να γίνεις; Χιμάει να τον αρπάξει. Αναποδογύρισε το τραπέζι. Πρόφτασε να πηδήξει ο Μιχάλης. Ο δίσκος στα χέρια του να στέκεται ολόισια. Κι ούτε στάλα νερό να χυθεί.
‒ Ποιον κοροϊδεύεις, βρε; φρένιασε ο καφετζής. Και δος του ξύλο και βρισιές. Ούτε τον ένοιαξε το Μιχάλη. Όλο χαρά ανοίγει τα κεπέγκια. Ετοιμάζει τα τραπέζια. Κατάφερε να μη χυθεί ούτε στάλα νερό απ’ τα ποτήρια. Ούτε στάλα απ’ τα φλιτζάνια. Τώρα δε θα χύνει τους καφέδες. Δε θα θυμώνουν οι πελάτες.

Ο Βαρδάρης πάγωσε το χιόνι της νύχτας. Κρουσταλλιασμένοι οι δρόμοι. Δύσκολο να μη γλιστρήσεις. Κάθε τόσο πέφτουν οι διαβάτες. Πολλοί σηκώνονται με στραμπουλισμένα πόδια, με σπασμένα κόκαλα.
Ο Μιχάλης τέλειωσε τις παραγγελίες με τα πλαϊνά μαγαζιά. Τώρα ετοιμάζει το δίσκο με τους πρωινούς καφέδες για τα γραφεία καρσί στο Διοικητήριο. Τρεις καφέδες, δυο τσάγια, ένα λουκούμι, τέσσερα νερά. Δύσκολα χώρεσαν στον κρεμαστό δίσκο. Κολλητά τα ποτήρια, κολλητά τα φλιτζάνια, σκουντάει το ένα τ’ άλλο. Το πιατάκι με το λουκούμι πάνω στο ποτήρι. Κι ο κυρ Αναστάσης σήμερα στις κακές του. Απ’ την ώρα που ήρθε, βλαστημάει. Όλα τού φταίνε. Καλά πού είναι κι ο Μιχάλης και ξεθυμαίνει σ’ αυτόν.
‒ Τρέχα, μπάσταρδε. Μη χασομεράς στο δρόμο. Τρέχα, είπα.

Ο Βαρδάρης σφυρίζει άγρια. Βιτσίζει τον παγωμένο δρόμο. Βιτσίζει τα μούτρα, τα κορμιά. Αρπάει καπέλα. Σηκώνει παλτά. Αγωνίζεται ο κόσμος να προφυλαχτεί απ’ το Βαρδάρη. Αγωνίζεται να μη γλιστρήσει. Αγωνίζεται κι ο Μιχάλης να κρατήσει ισορροπία. Ισορροπία στα πόδια, στα χέρια, στο κορμί, στο δίσκο. Το μάτι καρφωμένο στους καφέδες. Μη σαλέψει το καϊμάκι. Μην ταραχτεί ο καφές. Πώς γλιστράει ο δρόμος! Πώς φυσάει ο Βαρδάρης! Θα τον σηκώσει ψηλά ο Βαρδάρης… Θα του αρπάξει το δίσκο… Χάθηκε, αν πέσει. Χάθηκε, αν του ξεφύγει ο δίσκος. Χάθηκε, αν του χυθούν οι καφέδες. Να, κοντεύει στη μέση του δρόμου. Ένας αραμπάς κατεβαίνει. Γκριτσανίζει ο παγωμένος δρόμος κάτω απ’ τα κατρακυλέκια. Πρέπει να βιαστεί ο Μιχάλης. Τρέμει μη χυθεί ο καφές και θυμώσει ο πελάτης, κι αγριέψει τ’ αφεντικό, και τον διώξει απ’ τη δουλειά του. Πώς γλιστράει ο δρόμος! Πώς φυσάει ο Βαρδάρης! Πώς τσούζει το κρύο! Πόσο βαρύς είναι ο δίσκος! Πόσο ξυλιασμένα είναι τα δάχτυλα! Κι ο αραμπάς κατεβαίνει. Τι γρήγορα που τρέχει το άλογο…
Σηκώθηκε ο αραμπατζής. Φωνάζει.
‒ Φύγε, φύγε από μπροστά. Εσένα μιλάω. Φύγε σου λέω, τραβάει τα γκέμια.
Πώς να φύγει; Κι αν χυθεί ο καφές; Ο αραμπάς όλο και πλησιάζει. Να, να. Θα πέσει απάνω του… Φωνάζει ο αραμπατζής. Φωνάζει ο κόσμος. Δυο δρασκελιές, κι έφθασε ο Μιχάλης στο πεζοδρόμιο. Ο δίσκος σφιχτά στα χέρια. Ούτε κουνήθηκε ο καφές. Ούτε τραντάχτηκε το καϊμάκι.
‒ Τραβήξου, φύγε, ξεφωνίζει ο αραμπατζής.
Του ξεφεύγουν τα γκέμια, Φρένιασε το άλογο.
‒ Τρέχα, τρέχα, φωνάζει ο κόσμος.
Όχι, δε θα τρέξει. Έφτασε πια. Ο καφές δε χύθηκε. Το καϊμάκι δεν τρεμούλιασε. Ακούνητα και τα νερά στα ποτήρια. Τα κατάφερε ο Μιχάλης. Δε γλίστρησε. Να, να, πατά στο πεζοδρόμιο…
Δε γλίστρησε ο Μιχάλης. Γλίστρησε τ’ άλογο. Μπερδεύτηκε στα πόδια του αλόγου ο Μιχάλης με το δίσκο. Σέρνεται το παιδί κάτω απ’ τα κατρακυλέκια. Σπάσανε τα ποτήρια. Τινάχτηκαν τα νερά. Σπάσανε τα φλιτζάνια. Χυθήκανε οι καφέδες. Μαύροι λεκέδες στο γλιστερό παγωμένο δρόμο.
Σέρνει για λίγο ο αραμπάς το κορμί του παιδιού στην κατηφόρα. Ζεστό αίμα αυλάκωσε τον πάγο.
Τρέχει ο κόσμος.
‒ Τι είναι; Τι είναι;
‒ Ένα παιδί σκοτώθηκε.
‒ Ποιο είναι; Ποιανού είναι; Και κρατάει ένα κρεμαστό δίσκο στο χέρι, ρωτάνε οι περίεργοι.
‒ Α, ένα προσφυγάκι, πληροφορεί τ’ αφεντικό, που τα παρακολούθησε όλα απ’ την πόρτα του μαγαζιού. «Να πάρει ο διάολος, τώρα βρήκε να σκοτωθεί. Τώρα που είχε μάθει τόσο καλά τη δουλειά…» μουρμουρίζει ανάμεσα στα δόντια του.

Χρυσοχόου Ιφιγένεια, Ξεριζωμένη γενιά. Το χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη, Φιλιππότη, Αθήνα 1981, σελ. 59-64.