Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Θεσσαλονίκης Τοπιογραφία

(απόσπασμα)

Η οδός Λαγκαδά είναι ο συλλεκτικός αγωγός της προσφυγιάς και της μακεδονικής εσωτερικής μετανάστευσης που εκβράζει μέσω της πλατείας Βαρδαρίου στην εντός των τειχών πόλη, τον ομφαλό της απλωμένης Θεσσαλονίκης.
Νέα Βάρνα, Νέα Μενεμένη, Νέος Κουτλουτζάς, Νέα Τρωάδα, Νέο Κορδελιό, Καρά Ισίν, Λεμπέτ, Χαρμάνκιοϊ, προσφυγικοί πυρήνες από ξεριζωμένους πληθυσμούς της Ιωνίας, του Πόντου και της Θράκης, παραγκοσυνοικισμοί που ανδρώθηκαν σε περιφερειακές πόλεις με τα νέα ονόματά τους, τους δήμους Νεάπολης, Σταυρούπολης, Πολίχνης, Ελευθερίου-Κορδελιού, Αμπελοκήπων, Συκεών, Ευόσμου και Μενεμένης.
Από την ίδια οδό κατεβαίνουν αστικοποιημένοι Τσιγγάνοι, Δυτικομακεδόνες, Θρακιώτες, Λαζογερμανοί, μέτοικοι από Κιλκίς μεριά, Βυρώνεια και Σιδηρόκαστρο, εμέσεις της εμφύλιας σύρραξης και της μεταπολεμικής μιζέριας από τη μακεδονική επαρχία, επαναπατρισθέντες μετανάστες των ερημωμένων χωριών από τη Γερμανία και τα ανθρακωρυχεία του Βελγίου που κόλλησαν στις παρυφές της πόλης, εργατικά χέρια στα πολυεθνικά εργοστάσια ‒ «ευλογία» της μετεμφυλιακής δεξιάς ‒ «ΕΣΣΟ-Πάπας», «ΕΘΥΛ», «ΣΙΓΚ», «ΤΕΚΟΣΑ» και τις ντόπιες μικρότερες βιομηχανίες και βιοτεχνίες που εισχωρούν και συμπλέκονται με τις εργατοσυνοικίες. Όλοι πρωταγωνιστές πολεοδομικών συγκρούσεων με τα τσιμεντόλιθα αυθαίρετα σπίτια, γραφειοκρατικών διενέξεων με τις υπηρεσίες του Εποικισμού, δικαστικών αγώνων με τους ευκαιριτζήδες εργολάβους της αντιπαροχής, πρωτοπόροι της νυχτερινής αρχιτεκτονικής και της αναγνωρισμένης από τις αρχές δόμησης των νεοελληνικών δορυφόρων πόλεων.
Η οδός Λαγκαδά, βασικός μεταφορικός άξονας κηπευτικών από το σεισμογενή κάμπο του Λαγκαδά, γιαούρτης Δορκάδος, άλλων εμπορευμάτων και επισκεπτών από το Κιλκίς, την ανατολική Μακεδονία και Θράκη, αποτελεί το πολεοδομικό όριο ανάμεσα στις υποβαθμισμένες δυτικές συνοικίες και τις ανθρώπινες περιοχές του κέντρου και της ανατολικής Θεσσαλονίκης. Οι αστοί πρόσφυγες επιδίωξαν αστική αποκατάσταση και οι αστοί επαρχιώτες προτιμούσαν νεόδμητα διαμερίσματα εντός των τειχών και στην ευάερη Καλαμαριά.

[…]

Τα προπολεμικά αραιά ισόγεια σπίτια του Εποικισμού, «της ηρωικής αυτής υπηρεσίας της απελπισίας», κατά το Γιώργο Ιωάννου, με τους περιποιημένους κήπους έγιναν πολυκατοικίες μετά τον πόλεμο για να στεγάσουν τα παιδιά της δεύτερης γενιάς των προσφύγων.
Η πολεοδομία των δυτικών συνοικιών υπαγορεύτηκε από την αδήριτη ανάγκη στέγασης των προσφύγων και από την τάση των τοπικών αρχών να προσελκύσουν ξένους δημότες για να γίνουν ανεξάρτητες κοινότητες και δήμοι. Έτσι από το 1934 αποσπάζονται αλυσιδωτά από το δήμο Θεσσαλονίκης, του οποίου αποτελούσαν συνοικίες του, όλοι οι σημερινοί ανθηροί δήμοι εκατέρωθεν της οδού Λαγκαδά.
Στο χωνευτήρι πολιτισμών και περιοχών άνθισαν στους δυτικούς δήμους της Θεσσαλονίκης πολιτιστικά κέντρα, θέατρα και βιβλιοθήκες με πρωτοβουλία των δημοτικών αρχών. Τα παιδιά της τρίτης γενιάς των προσφύγων και της πρώτης γενιάς των εσωτερικών μετοίκων είναι πια γεννήματα της μεγάλης πολιτείας της Σαλονίκης, ζουν τη συνοικία και το κέντρο της, αγοράζουν πολυεθνικά ρούχα από καταστήματα της περιοχής και της οδού Τσιμισκή, παρακολουθούν αναβαθμισμένα φροντιστήρια εντός των τειχών και χορεύουν με τους άλλους μπαγιάτηδες, τους παλιούς Σαλονικιούς, στις ίδιες ντίσκο της πόλης.
Κρατούν όμως ζωντανή την καταγωγή τους με τους χορούς και τα έθιμά τους και παραβγαίνουν στις τοπικές παρελάσεις και εκδηλώσεις παιδιά από την Ιωνία, τον Πόντο, τη Θράκη, Σαρακατσάνοι και Βλάχοι, Τσιγγάνοι και Δυτικομακεδόνες, απ’ όλους τους τόπους του ελληνισμού. Και με κεμεντζέδες και κλαρίνα πνίγουν την απωθημένη νοσταλγία, τον ύπουλο καημό των πατρίδων τους στα γλέντια, μετά τη συμβατική διασκέδαση με χορούς και τραγούδια του συρμού στα κοσμικά κέντρα και τα νεανικά στέκια, με τα ποντιακά ονόματα «Κορτσόπον», «Λεμόνα», «Ξενιτέας», που συντηρούν πλούσιες δισκοθήκες μουσικής των χαμένων και των πρώτων πατρίδων.

[…]

Βορειότερα, επί της ιδίας οδού, το δημόσιο ψυχιατρείο διασώζει ακόμη το όνομα «Λεμπέτ», από τους μεγάλους στάβλους του συμμαχικού ιππικού του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, που αργότερα στέγασαν με παρόμοιες προς τα άλογα συνθήκες Θρακιώτες και Μικρασιάτες πρόσφυγες.

[…]

Η μονή καλογραιών του τάγματος του Αγίου Βικεντίου του Παύλου που είχε την έδρα στην οδό St. Lazare του Παρισιού, εξού και Λαζαριστές, χτίστηκε το 1862 και είκοσι χρόνια αργότερα ανοικοδομήθηκε το γειτονικό ιεροσπουδαστήριο των μοναχών, που κάλυψε κυρίως τη μόρφωση των Βουλγάρων καθολικών ιερωμένων ως την πρώτη δεκαετία του αιώνα. Το ιεροσπουδαστήριο, που έγινε και έδρα της Αντάντ στον πρώτο πόλεμο και κέντρο διαλογής των προσφύγων, λειτούργησε ως την κατοχή, όταν τα τελευταία είκοσι παιδιά μεταφέρθηκαν στο Παρθεναγωγείο της αποστολής, το γνωστό Καλαμαρί, στην ανατολική Θεσσαλονίκη.

Ζαφείρης Χρίστος, Θεσσαλονίκης Τοπιογραφία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 43-44, 46-50.