Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

«Γέλια»

Ο μπαμπάς του ήταν ψηλός, όμορφος και καλός, έτσι όπως θα ’θελα να ’μαι κι εγώ κι όπως θα ’θελαν να ’ναι όλοι οι άνθρωποι, εκτός από το γιο του. Ήταν και γενναίος, γι’ αυτό και τον έλεγαν Λεωνίδα. Αν δεν ήταν γενναίος, μπορεί ο θείος Άρης να μη ζούσε σήμερα, ούτε κι ο μπαμπάς μου με τα δυο του αδέλφια. Ίσως ούτε κι εγώ. Μπορεί να ζούσε όμως ο θείος Λεωνίδας. Ο μπαμπάς του μπαμπά μου και ο θείος Λεωνίδας ήταν αδέλφια κι όταν έσφαξαν τους παππούδες μου στη Σμύρνη, ο θείος Λεωνίδας ντύθηκε γυναίκα, πήρε το γιο του και τ’ ανίψια του αγκαλιά κι αφού ξεγέλασε τους Τούρκους, μπήκε με τις άλλες γυναίκες στο καΐκι κι ήρθαν στη Θεσσαλονίκη. Διάλεξε αυτή την πόλη επειδή του θύμιζε τη Σμύρνη, έλεγε. Ήταν όμορφη όπως εκείνη, γι’ αυτό και θέλαν να την αρπάξουν Τούρκοι, Βούλγαροι, Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Γερμανοί. Έκανε όλες τις δουλειές και στο τέλος γύριζε τις γειτονιές μ’ ένα κασελάκι κρεμασμένο στο λαιμό του και πουλούσε τσιγάρα, μανταλάκια, φουρκέτες, κουβαρίστρες, τέτοια πράγματα. Με το κασελάκι στο λαιμό τον σκότωσαν, την ώρα που έβγαινε από το σπίτι μας. Κάθε φορά που περνούσε από τη Μουσών, έμπαινε να πει «καλημέρα», να μας δει και να πιει τον καφέ του. Τον βλέπαμε κι εμείς. Εγώ τον χαιρόμουν, όχι μόνο για το τι είχε κάνει τότε, αλλά και γι’ αυτό που έκανε τώρα. Δεν είχα δει άνθρωπο με πιο μικρό μαγαζί, να πουλάει τα πιο μικρά πράματα και να έχει τόσο μεγάλη χαρά. Όλοι οι πραματευτάδες που περνούσαν από το δρόμο μας τα μαγαζιά πάνω τους τα κουβαλούσαν, αυτό δεν ήταν παράξενο. Μετά πήραν τα γαϊδούρια. Ο ψαράς το πανέρι στο κεφάλι, ο γαλατάς κι ο παγωτατζής τα γκιούμια στα μπράτσα, ο μανάβης το καφάσι στην πλάτη, ο γιαουρτσής τις τσανάκες περασμένες στο κοντάρι πάνω στους ώμους κι ο θείος Λεωνίδας το ψιλικατζήδικο κρεμασμένο στο λαιμό του. Τον σκότωσαν με το πιστόλι, τη στιγμή που σήκωνε το χέρι να μας πει «αντίο», όπως έκανε κάθε φορά όταν έβγαινε από την πόρτα μας. Αυτή τη φορά δεν πρόλαβε να το πει, μόνο το χέρι σήκωσε, αλλά εμείς προλάβαμε να του το πούμε. Έπεσε μαζί με το μαγαζί του κι εκείνοι του το τράβηξαν από το λαιμό, το αναποδογύρισαν κι έβγαλαν από τον πάτο του ένα μάτσο χαρτιά. Αυτά θέλανε, τα πήραν και φύγανε χωρίς να πούνε τίποτα, τον θείο Λεωνίδα τον άφησαν εκεί. Στην κηδεία του ήρθε κόσμος απ’ όλες τις γειτονιές που περνούσε κι ένας ξένος είπε στον μπαμπά μου πως ο θείος του δεν ήταν μόνο ψιλικατζής, ήταν και ταχυδρόμος. Εμάς δε μας είχε φέρει ποτέ κανένα γράμμα, όμως έτσι κι αλλιώς οι συγγενείς στη Σμύρνη ήταν όλοι σφαγμένοι και οι άλλοι που φύλαγαν πρόβατα στα βουνά δεν ξέρανε γράμματα. Ο θείος Άρης ήταν ο μόνος που δεν ήρθε στην κηδεία του μπαμπά του. Μπορεί όμως και να μην ήταν αληθινός του γιος, γιατί σε τίποτα δε μοιάζανε. «Τον δικό μου γιο εγώ τον είπα Αριστείδη για να γίνει σωστός και τίμιος, τούτον εδώ τον λένε Άρη σαν το θεό του πολέμου», έλεγε και γελούσε. «Δεν μπορεί να ’ναι δικό μου παιδί, κανενού Τούρκου θα ’ναι». Κι εμένα ο θείος Λεωνίδας νοιάστηκε να μου δώσουν το όνομα του σφαγμένου του αδελφού, αλλιώς θα με είχαν πει Ταρζάν, όπως ήθελε ο νονός μου, και μπορεί τώρα να ζούσα μονάχος στη ζούγκλα από ντροπή. Αλλά το «τρελός νονός σε βάφτισε» δεν το γλύτωσα, μου το κοπανάνε μέχρι σήμερα και μέσα κι έξω από το σπίτι.

Σουρούνης Αντώνης, «Γέλια» στο (επιμ.) Σταύρος Κασιώτης, Ο δρόμος για την Ομόνοια, Καστανιώτη, Αθήνα 2005, σελ. 64-68.