Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΣτο σπίτι στο Επταπύργιο
«Στο σπίτι στο Επταπύργιο και ο Λωτρέκ : Μια “μαρτυρία”»
Το σπίτι ήταν πολύ παλιό, χτισμένο με το τούρκικο αρχιτεκτονικό σχέδιο: είχε μια μικρή αυλή όπου φύτρωνε μια συκιά, αριστερά ένα δωματιάκι και δεξιά την κουζίνα και το μπάνιο. Πάνω από το μικρό δωμάτιο υπήρχε ένας διάδρομος κι ένα μεγάλο δωμάτιο μ’ ένα παράθυρο στο δρόμο.
Μαζί μ’ όσα ήσαν γύρω του και πίσω του έφραζε το δρόμο και μόνο ένα μονοπάτι ανάμεσά τους συνεχιζόταν προς τα πάνω ‒ εκεί στο Επταπύργιο. Και σ’ αυτό το παλιό τούρκικο σπίτι κατέφυγε ό,τι απέμεινε από την οικογένεια του γιατρού Αντωνιάδη από το Νέβσεχιρ της Καππαδοκίας στα 1923.
Όταν άρχισε η ανάπλαση της περιοχής, επειδή το σπίτι κατέρρεε τόσα χρόνια κλειστό κι ήταν πια επικίνδυνο, αποφασίστηκε από το Δήμο Θεσσαλονίκης να το κατεδαφίσουν• ως το τέλος οι φοιτητές της Αρχιτεκτονικής ανέβαιναν ωστόσο και μελετούσαν τη γραμμή του.
Στη θέση του έγινε αργότερα ένα παρκάκι και σ’ έναν εναπομείναντα τοίχο του σπιτιού μπορεί να δεις και σήμερα ακόμα τη ζωγραφική που κάποιος έφτιαξε.
Είναι ίσως ενδιαφέρον πως το σπίτι φανέρωσε τη σχέση του με τη ζωγραφική διατηρώντας την και μετά το θάνατό του, όπως ακριβώς τόσα χρόνια σχετιζόταν μαζί της κι ας την έκρυβε κάτω, στο σομιέ ενός κρεβατιού, αδιάφορη για όλους, απαρατήρητη απ’ όλους, άνευ αξίας, άνευ σημασίας, ένα «κάτι» που κανείς δεν τόλμησε να πετάξει, που σώθηκε κι απ’ την Καταστροφή, που άντεξε στην Ανταλλαγή, μεταφέρθηκε, έφτασε ως το σπίτι του Επταπυργίου και έμεινε εκεί• το καναβάτσο διπλωμένο στα τέσσερα και στη γωνία κάτω η υπογραφή: Τουλούζ Λωτρέκ.
Θα πρέπει τώρα να γυρίσω στο γιατρό Αντωνιάδη, πριν γίνει ζωγραφιά, για να δούμε στη μαρτυρία αυτήν τη ροή της ιστορίας του και πώς έστω και ως πορτραίτο χωρίς κορνίζα, ταπεινά διπλωμένος στα τέσσερα κατοίκησε, ενοίκησε το Επταπύργιο, έγινε μια κρυφή μαρτυρία όπως όλα είναι ή μπορούν να είναι ίσως στην απώτατή τους διύλιση: μαρτύρια. Μαρτυριάτικα μιας βάπτισης της ιστορίας, της κάθε ιστορίας μέσα σε κάτι που την υπερβαίνει αποκαθιστώντας την εν τούτοις και ενώνοντάς την (αποπειρώμενο τουλάχιστον να την ενώσει) με ό,τι δεν είναι μόνο Ιστορία αλλά η ίδια η Σωτηρία της Ιστορίας, η αναγωγή της σε μιαν άλλη σύνθεση των πραγμάτων. Στη Μεταμόρφωσή τους.
[…]
Ο Γεώργιος Αντωνιάδης λοιπόν ήταν ένα ορφανό παιδί στην Καππαδοκία και, επειδή ήταν γερός μαθητής, ο επίσκοπος του Ικονίου Παρθένιος ανέλαβε τα έξοδα των σπουδών του. Έτσι ο νεαρός Αντωνιάδης ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στη σχολή της Ιατρικής. Ατυχώς ο επίσκοπος πέθανε, όταν ο Γεώργιος βρισκόταν ακόμα στο τρίτο έτος της Ιατρικής, πράγμα που ανάγκασε το νεαρό φοιτητή να επιστρέψει στην Καισάρεια σε κατάσταση απόγνωσης.
[…]
Έτσι λοιπόν ο Γεώργιος μπόρεσε να συμπληρώσει τις σπουδές του στην Αθήνα, γύρισε στο Νέβσεχιρ και άσκησε την Ιατρική με ζήλο, κερδίζοντας σε φήμη, σεβασμό και εκτίμηση, ιδίως μετά από μια εγχείρηση ματιού που έκανε. Ίσως ήταν μια επέμβαση καταρράκτη, γι’ αυτό όμως καμιά άλλη πληροφορία δεν υπάρχει• μόνο πως έλεγαν για τον γιατρό ότι μπορούσε να δώσει ακόμα και σε τυφλό το φως του.
Αργότερα ένας Πασάς ευγνώμων για τη βοήθεια και τις υπηρεσίες του τού απένειμε ένα χρυσό μετάλλιο που ο γιατρός δεν αποχωριζόταν ποτέ στη ζωή του και ιδιαίτερα επέμενε να το φορά τις γιορτινές μέρες. Η μεγάλη του κόρη θυμήθηκε να το πάρει μαζί της κατά την Ανταλλαγή και τα παιδιά της μαρτυρούν πως τους το έδειχνε όταν ήσαν πολύ μικρά. Αργότερα, στη γερμανική κατοχή, είχε κι αυτό τη γνωστή και κοινή τύχη πολλών ενθυμημάτων ή πολύτιμων πραγμάτων: πουλήθηκε για δυο φραντζόλες ψωμί κι έτσι όλη η συμπυκνωμένη πάνω του χαρά και περηφάνια της ψυχής του γιατρού Αντωνιάδη εξανεμίστηκε στα χέρια κάποιου άγνωστου αγοραστή, ανακουφίζοντας ωστόσο για λίγο, αν όχι θρέφοντας, τα εγγόνια που ο ίδιος ποτέ δεν είδε.
[…]
Ο γιατρός πέθανε στην Ανατολή με το όνειρο και την ελπίδα πως κάπου ακούμπησε τις τρεις γυναίκες, ενώ αυτές το κύμα της Ανταλλαγής τις πέταξε αρχικά στην Αθήνα• τελικά βρήκαν απάγκιο στο σπίτι που τους παραχώρησε το Ελληνικό Κράτος στο Επταπύργιο. Η Ανδρομάχη δούλεψε τότε ταμίας στα χαμάμ Ι. Χριστοφορίδη της Θεσσαλονίκης, ώσπου με τον Πόλεμο κατέβηκε με τη μητέρα της στην Αθήνα και εκεί η κυρία Ολυμπία πέθανε μέσα στην πείνα του 1941. Ο γιατρός Δημήτρης Ωραιόπουλος πρόσφατα μου διηγήθηκε τι σκαρφιζόταν την ώρα του συσσιτίου για να κρύψει κάτι και να το πάει της γιαγιάς του, που δεχόταν με μεγάλη ευγνωμοσύνη το ψιχίο.
Είχαν αφήσει το σπίτι στη Θεσσαλονίκη τακτικό και πεντακάθαρο κι αργότερα η Ανδρομάχη ξαναγύρισε κι έμεινε εκεί όσον καιρό δούλευε κοντά στον Ηγούμενο της Μονής Βλατάδων. Κι αυτή όμως κατέληξε στης αδελφής της στην Αθήνα και το σπίτι έμεινε και πάλι ακατοίκητο, εκτός κι αν η ζωγραφιά αποτελούσε έναν κρυφό ένοικο, πολύτιμο όχι για την αξία ή την ομορφιά ή για την υπογραφή που έφερε, αλλά γιατί επέμενε να υπάρχει… για έναν λόγο μπροστά στον οποίο η γνώση μένει βουβή κι αμήχανη: για έναν άγνωστο ά λ λ ο λ ό γ ο.
Τα εγγόνια του γιατρού Αντωνιάδη έγιναν κυρίως γιατροί και μηχανικοί. Το Μακεδονία Παλλάς χρωστά τα μηχανολογικά και τον κλιματισμό του σ’ έναν απ’ αυτούς. Μέσα από περιπέτειες, βάσανα, ακόμα και πείνα, όλα σχετικά και ανάλογα με τις περιπέτειες του βίου της Ελλάδας στα αντίστοιχα χρόνια από το 1923 ως τα σήμερα πάνω κάτω, πρόκοψαν σπούδασαν, στάθηκαν εφευρετικοί, δημιουργικοί, πείσμονες, αξιόλογοι, καθένας με τον τρόπο του πριν οι περισσότεροί τους πουν αντίο στο βίο με τη σειρά τους.
Πάντως, κάπου εκεί στα μέσα του ’70, ανέβηκαν ως το σπίτι και το άνοιξαν. Δεν ξέρω γιατί τότε, ας πούμε… «καιρός παντί πράγματι»• και πράγματι οι γείτονες τους δώσαν τα κλειδιά που τόσα χρόνια κρατούσαν, για να το βρουν όπως το άφησε η «κυρία Ολυμπία» και η δεσποινίς Ανδρομάχη Αντωνιάδου.
Όλα μέσα ήσαν ανέπαφα, τακτικά, στη θέση που τους είχε ορίσει η αντίληψη των δύο γυναικών για την ευπρέπεια και τη νοικοκυροσύνη.
Τι έκαναν; Πώς το είδαν; Ήταν γι’ αυτούς πια κάτι ξένο κι άσχετο με τη ζωή τους; Αν και μεγάλοι στην ηλικία, επαγγελματίες δεινοί, ένιωσαν συγκίνηση και την έπνιξαν; Μήπως ξαφνικά κάτι, ένα παραπέτασμα τραβήχτηκε και στο τρεμουλιαστό φως βρήκαν το κουκούλι μιας βαθιάς λαχτάρας, το α ν τ ί κ ρ ι σ μ α που ποθούσε κι η δικιά τους ύπαρξη όπως κι αυτή των προγόνων; Ή για μια στιγμή αντιλήφθηκαν πως πατούν την κοίτη της Ιστορίας λίγο πριν η παλίρροιά της αποσύρει το ίχνος από το παμπάλαιο σπίτι του Επταπυργίου που στέγασε, ανάμεσα σε τόσους πρόσφυγες της Θεσσαλονίκης, και τη δικιά τους φύτρα;
Το σπίτι ωστόσο, όπως ήδη ειπώθηκε, κρατούσε ένα μυστικό και η ώρα μπορεί να ήταν του τέλους του, αλλά και της αποκάλυψής του επίσης. Έτσι ανάμεσα στο στρώμα και το σομιέ ενός κρεβατιού βρέθηκε το καναβάτσο διπλωμένο στα τέσσερα και ο γιατρός Γεώργιος Αντωνιάδης φανερώθηκε σ’ όλη του την αρχοντιά απεικονισμένος, κατά την υπογραφή, από τον Λωτρέκ.
Ακόμα δεν είναι σίγουρο το γνήσιον της υπογραφής, αλλά το σίγουρο της σύνθεσης είναι περισσότερο από βέβαιο. Και η σύνθεση (κατά την αντίληψή μου, που μπορεί να είναι πολύ περιορισμένη, μιας και με τα οικογενειακά πράγματα γίνεται κανείς περισσότερο προκατειλημμένος απ’ όσο συνήθως) κι η σύνθεση λοιπόν στρώνει ένα ψηφιδωτό όπου: ο Επίσκοπος Παρθένιος και ο ζωγράφος Λωτρέκ ή ψευδοΛωτρέκ, ο καλός και πιστός ανώνυμος Διάκος, το γνήσιο και το ψευδές, τα γεγονότα της Ιστορίας και η ιστορία του γιατρού Αντωνιάδη συναντώνται στο Επταπύργιο σ’ ένα σπίτι που δεν υπάρχει πια και λάμπουν αινιγματικά για τα τυφλά μάτια, μέσα όμως στο Γλυκύτατο Φως που τα γνωρίζει όχι όπως οι άνθρωποι και τα φανερώνει με μια τέχνη ασύγκριτη, όχι όπως οι ζωγράφοι ούτε άλλος κανείς.