Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΤο ραντεβού της Θεσσαλονίκης
(απόσπασμα)Ένας δρόμος παγίδα, με μικρά τοιχία από μπετόν, χωρίς καμία λογική, κι ακανόνιστες πλάκες –ένα διαβολικό συνονθύλευμα για να σκοντάφτουν φυγάδες σαν του λόγου μου. Τρέχω στα τυφλά. Μια κατηφορική λεωφόρος κλείνει τον δρόμο, στρίβω αριστερά. Ενστικτωδώς.
Το κύμα των αυτοκινήτων με καθησυχάζει, επιτέλους είμαι και πάλι μόνος. Εδώ, στην άκρη αυτού του βρώμικου δρόμου, έχω την εντύπωση ότι ξαναβρίσκω τον εαυτό μου. Χώνομαι σʾ ένα σουπερμάρκετ. Περιδιαβαίνω ανάμεσα στα υπερμεγέθη ράφια όπου η Ελλάδα μαθαίνει να ξεχνάει τα γεμάτα μυρωδιές και καρυκεύματα μικρομάγαζά της. Ψηλαφίζω μερικά πράσινα μήλα. Άγουρα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, σʾ όλο της το μεγαλείο. Αγοράζω ένα ζευγάρι κάλτσες.
Ανασαίνω επιτέλους. Σύντομη ανάπαυλα. Ξαναβρίσκω το Βλόρα στο στρογγυλό τραπεζάκι του Φλοκαφέ. Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα το ξανάβλεπα. Σίγουρα όχι στην είσοδο αυτού του σουπερμάρκετ, με τον αναμαλλιασμένο σερβιτόρο που παίζει με το σκουλαρίκι της γλώσσας του ενώ μου χρεώνει ένα ριστρέτο. Κι όμως το πλοίο είναι όντως εδώ, αναγνωρίζω το σκαρί που ανασηκώνεται στο μπροστινό μέρος, το χρώμα της σκουριάς. Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί απʾ τη μεριά της θάλασσας. Η εκτύπωση καταλαμβάνει όλο το πλάτος του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας που είναι παρατημένη στο ψεύτικο μάρμαρο, ανάμεσα στα απομεινάρια μιας πίτας.
– Τα καθάρματα, τους έβαζαν στʾ αμπάρια για να τους στείλουν στην Ιταλία…
Έψαχνα για μεταφραστή. Βρήκα έναν ένθερμο σχολιαστή. Ο τύπος που κάθεται στο διπλανό μου τραπέζι ζωηρεύει ξαφνικά
– Λένε ότι η αστυνομία εξάρθρωσε ένα δίκτυο. Το καράβι μετέφερε λαθρομετανάστες, Πακιστανούς και Κούρδους, που έρχονταν απʾ την Αλβανία. Δυο χρόνια αυτή η ιστορία. Αλλά τώρα τέρμα, συνέλαβαν τον καπετάνιο, έναν Έλληνα αλβανικής καταγωγής. Δεν εκπλήσσομαι δα!
Καταλαβαίνω καλύτερα γιατί τη μέρα που βγήκα απʾ το πλοίο η αστυνομία είχε βαλθεί να αποκλείσει την πρόσβαση στο Βλόρα.
Ζαλίζομαι. Υφίσταμαι όλη την εξιστόρηση της σύλληψης των λαθρομεταφορέων, με διαλείμματα από τσιγαρόβηχα κι αναφωνητά εναντίον των Αλβανών, όλοι τους κλέφτες και λαθρέμποροι παιδιών. Αλλά εκείνο που με αναστατώνει κυρίως είναι η ανάμνηση της παραίσθησής μου. Πώς ένα μυαλό τόσο ορθολογικό σαν το δικό μου μπόρεσε να αντιληφθεί τόσο καθαρά το δράμα που παιζόταν στην αποβάθρα της Ηγουμενίτσας; Και τι απέγιναν οι λαθρομετανάστες του φορτηγού; Κι αν ήταν να επιβιβαστούν ακριβώς στο Βλόρα;
– Όχι, δεν βρήκαν λαθρομετανάστες. Έψαξαν το πλοίο όσο ήταν ακόμα στο λιμάνι. Έτσι ανακάλυψαν ότι τα αμπάρια ήταν φίσκα σε υπολείμματα φαγητού, εμετούς και περιττώματα. Λαθρέμποροι, γουρούνια!
Ο μεταφραστής μου διαβάζει τώρα ενώπιον κοινού. Όλο το Φλοκαφέ συμμετέχει στα σχόλιά του• ακόμη κι ο σερβιτόρος με το σκουλαρίκι, που θεωρεί ότι αυτούς τους λαθρομετανάστες θα έπρεπε να τους αφήναμε να μας αδειάσουν τη γωνιά.
– Διαφορετικά, θα εγκατασταθούν στην Ελλάδα κι έχουμε πήξει ήδη στους ξένους.
Δεν αντέχω άλλο, αυτή η αηδιαστική ιστορία με ακολουθεί μέχρι τα προάστια της Θεσσαλονίκης.
Ευχαριστώ τους μεταφραστές μου που έχουν γίνει τώρα πια πέντε και φιλονικούν για την ερμηνεία της εφημερίδας. Μαζεύω τελικά κι όλους τους λογαριασμούς και τους πληρώνω στον αχτένιστο υπάλληλο, που θα αποτελούσε ιδανικό νεοσύλλεκτο για τον Μεταξά, τον Έλληνα δικτάτορα της δεκαετίας του τριάντα.
Με το που βγαίνω έξω, αφήνω να ξεσπάσει η οργή που δεν θα ήθελα για τίποτα στον κόσμο να μοιραστώ με την πελατεία του Φλοκαφέ.
Βρίζοντας, αναθεματίζοντας ενάντια σʾ ολόκληρη την Ελλάδα και τα πολυκαταστήματά της, κλωτσώντας πλαστικά μπουκάλια που ξεχύνονται από κάδους σκουπιδιών, ρίχνω το φταίξιμο στον Θέμη. […]