Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΟ Ματωμένος Μάης
«Ο Ματωμένος Μάης»
Πήρε τον ανήφορο. Ο κόσμος κατεβαίνει καταποδιαστά. Σκουντουφλά κάθε τόσο απάνω του. Με κόπο φτάνει στο Τσινάρι. Σταματά σ' ένα παλιό τουρκόσπιτο στην οδό Ακρίτα. Χτυπάει την ξώπορτα.
-Απ' τα ξημερώματα, βλέπω, πήρες τους δρόμους, άνοιξε η αδελφή της η Μαγδαληνή. Έλα μέσα. Κάτσε.
-Πού να κάτσω; Δε με χωράει ο τόπος.
-Να σου ετοιμάσω έναν καφέ.
-Φαρμάκι ετοίμασέ μου. Όλη νύχτα δε φάνηκε ο Βαγγέλης.
-Το ξέρω. Μου τα 'πε η κόρη μου. Εσένα τουλάχιστο είναι άντρας. Εγώ τι να πω; Τα μεσάνυχτα ήρθε σπίτι η Ευγένα. Τα χαράματα ξεπόρτισε.
-Εσύ φταις. Δεκαπέντε χρονώ και δεν μπορείς να της τραβήξεις τα γκέμια; Βυζανιάρικο το 'φερες απ' τη Μικρασία. Χωρίς πατέρα το μεγάλωσες. Απ' το Εικοσιδυό σε τρώνε οι ξένες δουλειές.
-Να τα πεις στην ίδια. Εμένα δε μ' ακούει. Πάω να της μιλήσω κι αμέσως μ' αποπαίρνει. Δοκιμάζω να τη συμβουλέψω, και να, μια γλώσσα.
-Πού ν' αντιμιλούσαμε εμείς στους γονιούς μας…
-Άστα. Παν' εκείνα τα χρόνια. Σήμερα ούτε σεβασμός, ούτε λογαριάζουν μεγαλύτερο. Παναγιά την έκανα να μην πάρει μέρος στην απεργία. Τίποτα. Την προσκύνησα να μην κατεβεί στη διαδήλωση. Χίμηξε να με φάει. «Βρε παιδί μου δε φτάνει που βρήκες μια δουλειά και βολεύτηκες στο υφαντουργείο… Τρως το ψωμί του αφεντικού σου κι από πάνω σηκώνεις και κεφάλι;». Θεριό έγινε να με φάει. «Ποιο ψωμί του; Εκείνος ρουφάει το αίμα μας. Απ' ένα αργαλειό τα 'κανε δέκα. Χώρια η σπιταρόνα στο Ντεπό. Χώρια τα μαγαζιά. Κι εμείς στο τουρκόσπιτο στα κατσάβραχα και με νοίκι». Έλεγε, έλεγε. «Θα σκάσεις καμιά φορά;» της άστραψα μια ανάποδη. «Θα την κόψω αυτή τη γλωσσίτσα». Δε βαριέσαι. Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα. Αξημέρωτα χάθηκε. Ήθελα να μάθω ποιος τη δασκαλεύει.
-Το χειρότερο με το γιο μου είναι, διακόπτει η αδελφή της, ότι δε δίνει σημασία στα λόγια μου. Ό,τι και να του πω, καμιά απάντηση. Ούτε συμβουλές, ούτε παρακαλετά, ούτε κλάματα πιάνουν. Λες κι όλα τα ξέρει εκείνος.
[…]
Χτυπημένος στο κεφάλι ο Βαγγέλης, δεν πρόφτασε να πέσει χάμω. Τον κράτησε απ' τη μέση η Μαρία. Τον βοήθησε και φτάσανε σιγά σιγά στο Διοικητήριο. Εκεί στρίψανε δεξιά. Περπάτησαν λίγο, και χώθηκαν σ' ένα παραγκάκι κοντά στον Άι Δημήτρη. Κανείς μέσα. Τον ξάπλωσε η Μαρία στο κρεβάτι και βάλθηκε να τον περιποιείται.
Πάνιασε η μάνα του μόλις τον είδε μες στα αίματα.
-Σε χτυπήσανε παιδί μου, πάτησε τα κλάματα.
-Δεν είναι τίποτα, λέει η Μαρία. Φέρε σπίρτο, οξυζενέ, ιώδιο. Ό,τι έχεις.
Του καθαρίσανε τα αίματα. Του δέσανε το κεφάλι.
-Φεύγεις, Μαρία; κάνει με παράπονο ο Βαγγέλης.
-Πάω να δω τι έγιναν οι άλλοι. Εσύ μη σηκωθείς.
Μόλις έκλεισε την πόρτα η μάνα, τρέχει στο γιο της.
-Γιατί κατέβηκες, παιδάκι μου, στην απεργία; Δε σου είπα να μην ανακατεύεσαι εσύ; Του χαϊδεύει το πρόσωπο.
-Θέλουμε καλύτερο μεροκάματο, μάνα.
-Είδα κι έπαθα να σε μεγαλώσω χωρίς πατέρα. Βοήθησε ο Θεός και γλίτωσες απ' τη σφαγή και την αιχμαλωσία των Τούρκων… Τώρα τι θες; Γιατί δεν ησυχάζεις;
-Γλίτωσα απ' τη σφαγή και την αιχμαλωσία των Τούρκων, και τώρα μας θερίζει η σφαγή κι η αιχμαλωσία της πείνας.
-Η Μαρία τα φταίει όλα. Αυτή σου πιπιλίζει το μυαλό. Πριν τη γνωρίσεις δεν είχες τέτοιες ιδέες.
-Δε φταίει η Μαρία. Όλη η εργατιά παλεύει για μια μπουκιά ψωμί. Κι ούτε αυτή η μπουκιά ολόκληρη.
-Μίλα έτσι. Γι' αυτό τα 'χουν όλοι με τους πρόσφυγες.
-Κακό τους κάνανε, βλέπεις, οι πρόσφυγες. Βρήκαν τζάμπα χέρια και μιλάνε κιόλας. Δουλεύουν αυτοί για να πλουτίζουν οι άλλοι. Ξέρεις πόσες χιλιάδες βιομηχανίες κι επιχειρήσεις άνοιξαν από τότε που ήρθαν οι πρόσφυγες; Κι οι ίδιοι πεθαίνουν απ' την πείνα, την ανέχεια, τη φθίση. Από φθίση πέθανε πέρσι κι η αδελφή της Μαρίας. Πέθανε γιατί δεν είχανε ούτε φάρμακα, ούτε φαΐ. Να στα πει η ίδια.
-Πολλά λέει η Μαρία.
-Όλο με τη Μαρία τα 'χεις.
-Δε θέλω να ανακατεύεσαι πουθενά. Τρέμω μη μου πάθεις τίποτα…
-Δεν παθαίνω. Άντε να ησυχάσεις.
[…]
Μήνες κουβαλάει στο παραγκάκι τους κι άλλους ο γιος της. Όλοι φίλοι της Μαρίας. Ο Κωνσταντής απ' τη Θράκη. Ο Αριστείδης απ' τον Πόντο. Ο Νίκος απ' την Καβάλα. Μαζεύονται εδώ και λένε, λένε. Καθώς αυτή πλέκει, κάτι μέσα άκρες αρπάνε τ' αυτιά της. Τελευταία, όλο για απεργίες μιλάνε. «Φούντωσε η απεργία σ' ολόκληρη την Ελλάδα». «Ξεσηκώθηκαν κι οι φτωχοί αγρότες». «Πολλά εργοστάσια κάνανε λοκ άουτ». Τι θα πει «λοκ άουτ»; Μοιάζει με λοκάντα. Όμως λοκάντα, δηλαδή μαγερειό, δεν κάνουν τα εργοστάσια. Κάτι άλλο είναι. Κάτι κακό. Καμιά φορά ρωτά: «Τί θα πει ο τιμάριθμος ανεβαίνει;» «Ο τιμάριθμος ανεβαίνει», θα πει, ότι η ζωή ακριβαίνει κι ο φτωχός δεν μπορεί να χορτάσει ψωμί, γιατί το μεροκάματο είναι μικρό», της εξηγούν. Μια φορά, την ώρα που άναψε η συζήτηση για τον Κονδύλη, που έφερε το βασιλιά, πετάχτηκε αυτή: «Αν ζούσε ο Βενιζέλος, ούτε βασιλιάς θα 'ρχόταν, ούτε φασαρίες θα 'χαμε». «Παράτα μας κι εσύ με το Βενιζέλο», την αποπήρε το γιος της. «Ο Βενιζέλος είναι εκείνος που έκανε το Ιδιώνυμο». «Τι θα πει Ιδιώνυμο;» ρώτησε πάλι. «Ιδιώνυμο θα πει, ένας ιδιαίτερος νόμος, για να γεμίζουν οι φυλακές και τα ξερονήσια» της εξήγησε ο Αριστείδης. Ό,τι θένε ας λένε. Ο Βενιζέλος αγαπούσε τους πρόσφυγες. Όμως γιατί να κάνει το Ιδιώνυμο; Ουφ, τι τη νοιάζει. «Τι σε νοιάζει;» Την άρπαξε ο γιος της. «Δε βλέπεις ότι εμείς τα πληρώνουμε όλα;» «Φοβάμαι, παιδί μου». «Τι να φοβηθεί ο φτωχός; Τι έχει να χάσει; Σκλάβος της δουλειάς, ζητάει να πληρώνεται ο κόπος του. Να μην πεθαίνει της πείνας». Τότε μίλησε ο Νίκος: «Ζητάς ανθρωπινό μεροκάματο, και σε χτυπάνε. Κι όμως εκατομμύρια πληρώνει στους ξένους το κράτος. Αυτοί μας καθίσανε πάλι το βασιλιά στο σβέρκο. Οι δικοί μας είναι τσιράκια τους». «Και τι με νοιάζει εμένα;» «Πάλι τι σε νοιάζει; Κι όμως θα 'πρεπε να σε νοιάζει, μητέρα. Είδες, προχτές μας ειδοποιήσανε ότι θα χτίσουνε. Και πού να πάμε;»
Αλήθεια, πού θα πάνε; Αυτό το παραγκάκι, που το στήσανε με το αίμα τους, τώρα πρέπει να πάρουνε τα παλιοσάνιδα και να φύγουνε. Κι οι συνοικισμοί γεμάτοι… Και τα νοίκια φωτιά… Κι η δουλειά στο καπνομάγαζο μονάχα τέσσερις μήνες το χρόνο… Κι η ίδια πότε βρίσκει μεροκάματο στα σπίτια, πότε όχι… Πού θα πάνε; Αλέθει αδιάκοπα το μυαλό όλη τη νύχτα.
Τα χαράματα ήρθαν η Μαρία κι ο Αριστείδης.
-Ούτε συγκοινωνία, ούτε τίποτα. Κηρύχτηκε εικοσιτετράωρη πανεργατική απεργία. Η Θεσσαλονίκη στρατοκρατείται. Από τώρα κατεβαίνουν οι απεργοί. Θα 'ρθείς;
-Όχι, δε θα πάει πουθενά, πετάχτηκε η μάνα.
-Θα 'ρθω, σηκώθηκε ο Βαγγέλης απ' το κρεβάτι.
-Δε βλέπεις, παιδί μου, τα μούτρα σου γεμάτα μελανιές! Ακόμα δεμένο το κεφάλι σου.
-Δεν είναι τίποτα, πέταξε τον κεφαλόδεσμο.
-Μην το κάνεις, παιδί μου, κλαίει εκείνη.
-Θα πάω, μητέρα.
Άδικα τον παρακαλεί. Απελπισμένη του λέει:
-Τότε θα 'ρθω κι εγώ. Να 'μαι τουλάχιστον μαζί σου.
-Έτσι, μπράβο, την αγκάλιασε και τη φιλούσε.