Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΔε μοιάζετε με πρόσφυγες
«Μελένικο»
Σας βλέπω στη φωτογραφία. Όλους σας βλέπω. Είστε πολλοί. Είστε σε χώρο ανοιχτό. Μάλλον σε μια πλατεία. Μπροστά είναι τα παιδιά. Άλλα γονατιστά, κι άλλα όρθια. Πίσω τους, σε σειρές οι μεγάλοι. Όλοι όρθιοι. Σκύβω να προσέξω τις λεπτομέρειες. Φοράτε οι περισσότεροι κοστούμια με λευκά πουκάμισα, κολάρα και λαιμοδέτες. Να και δύο με γραβάτες! Μπορεί και να 'ναι φοιτητές. Σίγουρα φοιτητές είναι… Από την ηλικία, το ύφος και τη στάση τους φαίνονται. Πού να σπουδάζουν άραγε; Στη Βιέννη γιατροί, όπως είχε κάνει ο συντοπίτης τους Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ή στο Βουκουρέστι δικηγόροι; Ό,τι και να σπουδάζουν, είναι τώρα εδώ, μέσα στη φωτογραφία με τη λεζάντα: «Έλληνες πρόσφυγες από το Μελένικο», σε αυτήν που είσαι κι εσύ. Σε αυτήν που θέλω να είσαι κι εσύ. Και θέλω να είσαι εκείνος ο ευθυτενής νέος με το λεπτό, ακόμη σχεδόν εφηβικό πρόσωπο και το κομψό κοστούμι, όπως ταιριάζει σ' έναν νεαρό ελληνοδιδάσκαλο που μόλις έχει αποφοιτήσει από το Διδασκαλείον της Θεσσαλονίκης. Σε υπολογίζω γύρω στα είκοσι, αν πάρω υπόψη τη χρονολογία της φωτογραφίας: «1913». Εστιάζω το βλέμμα μου επάνω σου. Στα μάτια σου. Είναι γαλανά και θυμωμένα. Πολύ θυμωμένα. Ο θυμός σου με τρομάζει. Μη με κοιτάζεις έτσι! Δεν φταίω εγώ που βρίσκεσαι μέσα σε αυτήν τη φωτογραφία μαζί με τους άλλους πρόσφυγες από το Μελένικο. Φταίει αυτός που σας φωτογράφισε, τη στιγμή του μεγάλου θυμού. Μόλις τώρα το διαπιστώνω: είστε όλοι θυμωμένοι. Δεν φωτογραφίζουν τους ανθρώπους τόσο θυμωμένους! Δεν έβλεπε εκείνος το Γάλλος φωτογράφος ότι πίσω από τα φράγκικα ρούχα σας και τους λαιμοδέτες λυσσομανούσε ένας τρομακτικός θυμός; Πώς σας πλησίασε; Πώς σας έπεισε;
Η μέρα είναι φθινοπωρινή. Τα χρώματα στη φωτογραφία δείχνουν ότι είναι μια γλυκιά φθινοπωρινή μέρα. Ίσως τέλη Σεπτεμβρίου, αρχές Οκτωβρίου πιθανό. «Κύριοι, σας παρακαλώ», τον ακούω να σας λέει στα γαλλικά. Έχει ήδη συνεννοηθεί με τους δύο νεαρούς φοιτητές. Εσύ τον κοιτάζεις καχύποπτα. «Μια φωτογραφία, συμπατριώτες», ακούω τώρα τους φοιτητές· «να βγάλουμε μια φωτογραφία. Όλοι μαζί. Για ενθύμιο. Για να μην ξεχάσουμε». Εσύ μπαίνεις στο κάδρο, εκεί στη δεύτερη σειρά, πίσω από τα παιδιά. Από το ύφος σου όμως είναι φανερό: για την αναγκαιότητα αυτής της φωτογραφίας δεν έχεις πειστεί. Ή μήπως σ' ενοχλεί η παρέμβαση του Γάλλου; Ή ίσως η ψεύτικη πόζα που μπορεί να κρύβει αλήθειες τις οποίες εγώ, προς το παρόν, καθώς βλέπω τη φωτογραφία, δεν φαντάζομαι· πολύ περισσότερο: δεν έχω αρχίσει να τις επινοώ. Το πιο πιθανόν είναι ότι προσπαθείς να ξεχάσεις. Να στήσεις τις ημέρες σου και τα χρόνια σου από δω και πέρα.
[…]
Μελένικο, Μέλνικ· όνομα ωραίο, το προφέρεις και νομίζεις πως γλυκαίνεις τον ουρανίσκο σου με μέλι· όμως, καμιά σχέση δεν είχε με μέλι· με κρασί είχε. Γλυκόπιοτο κρασί. Κρασάδες φημισμένοι οι Μελενίκιοι. Είχαν τρυπήσει, γράφουν τα βιβλία, τους λευκούς κατακόρυφους βράχους, που επάνω τους ακουμπούσε η βυζαντινή τους πολιτεία, και φυλούσαν εκεί τα βαρέλια για να διατηρούν σε καλή θερμοκρασία τα κρασιά τους και να τα μοσχοπουλάνε σε κοντινές και μακρινές αγορές.
[…]
Σε βλέπω με το κορμί στητό στη φωτογραφία, το κεφάλι σου ελαφρά γερμένο πίσω, το βλέμμα σου περήφανο και ευγενικό συγχρόνως, το στόμα σου σφιχτό, να δείχνει αποφασιστικότητα κι εγώ να σκέφτομαι ότι έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου. Είμαι σίγουρη ότι έτσι θα σκέφτεσαι κι εσύ. Να το είχε καταλάβει, άραγε, και ο Γάλλος φωτογράφος που σας απαθανάτισε εκείνην τη γλυκιά φθινοπωρινή μέρα του 1913; Εσάς, τους Μελενίκους πρόσφυγες, που δεν μοιάζετε με άλλους πρόσφυγες, έτσι κοστουμαρισμένοι που είστε, με τους λαιμοδέτες και τις ρεμπούπλικές σας, λες και μόλις έχετε βγει από την κυριακάτικη λειτουργία και έχετε στηθεί για μια αναμνηστική φωτογραφία. Μοναδική παραφωνία τα δύο ξυπόλητα παιδάκια στην πρώτη σειρά.
Παρατηρώ ότι φοράς σκούρο κοστούμι, λευκό υποκάμισο που κλείνει ψηλά μ' έναν μαύρο λαιμοδέτη, και γιλέκο. Κοιτάς το φακό άφοβα, σχεδόν αφ' υψηλού. Το βλέμμα, θυμάμαι, είχε κάνει εντύπωση στον Γάλλο φωτογράφο, τόσο που είχε γυρίσει σ' εμένα, που ήμουν δίπλα του, και μου είχε πει: «Βλέπεις πώς κοιτάει το φακό εκείνος ο νεαρός; Δεν έχει βλέμμα πρόσφυγα. Λες κι είναι έτοιμος να πετάξει…». «Το ξέρω πολύ καλά», του είχα απαντήσει, «αφού είναι ο παππούς μου». Εσύ βέβαια δεν άκουγες, ούτε μπορούσες να με δεις να στέκομαι δίπλα στον Γάλλο φωτογράφο, αλλά είμαι σίγουρη πως από τότε προτιμούσες τις λέξεις αντί για τις εικόνες και έτσι αρκετά αργότερα θα προσπαθήσεις να βάλεις στο χαρτί εκείνο το φευγιό. Καθώς, ωστόσο, σήμερα διαβάζω τις δικές σου λέξεις για τον «εκπατρισμό» στο «Ημερολόγιόν» σου σκέφτομαι ότι προτιμώ αυτή την έγχρωμη φωτογραφία που είχε τραβήξει ο Γάλλος φωτογράφος. Γιατί τα μάτια σου λένε πολύ περισσότερα από τη στριμμένη γραφή σου, αυτήν που θα σου μάθουν στο Διδασκαλείον και θα διδάξεις για πάνω από τριάντα χρόνια στα σχολεία. Αλλά είναι ο μόνος τρόπος να γυρίσω σ' εκείνην τη ζεστή μέρα του καλοκαιριού του 1913:
«Έναν μήνα περίπου μετά την απελευθέρωσίν μας, κατά τα τέλη Ιουλίου ή αρχάς Αυγούστου του 1913, κατόπιν πολλών αμφιταλαντεύσεων, μας ανεκοίνωσαν την οριστικήν επιδίκασιν του Μελενίκου εις τους Βουλγάρους κατά την Συνθήκην του Βουκουρεστίου. Μαύρος πέπλος εκάλυψεν το εύθυμον Μελένικον, θρήνος και κλαυθμός και δάκρυα πικρά έτρεχον από τους οφθαλμούς μας και οδύνη και απελπισία κατέλαβον τους πάντας, ενώ οι ελευθερωταί μας στρατιώται μάς επαρηγόρουν και μας έδιδον θάρρος. Συγκαλεί η δημογεροντία την τελευταίαν ιστορικήν της συγκέντρωσιν εις τα γραφεία της Μητροπόλεως και κατόπιν πολυώρου συσκέψεως όλοι ενί στόματι αποφασίζουν τον οριστικόν εκπατρισμόν μας».