Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ψυχή μπλε και κόκκινη

(απόσπασμα)

Απ' όλα τα πράγματα του σπιτιού μας στο Τόπαλτι εκείνο που αγαπούσα περισσότερο ήταν το γραμμόφωνο, που είχε αγοράσει ο πατέρας μου με τα ρέστα της προίκας. Μόλις έφευγαν όλοι από το σπίτι, η γιαγιά Αγγελική γύριζε τη μανιβέλα του, το κούρδιζε, άλλαζε τη σκληρή μεταλλική βελόνα κι έπαιζε δίσκους των εβδομήντα οχτώ στροφών με τραγούδια της εποχής ή κάνα δυο δίσκους με τούρκικα τραγούδια, που τους είχε αγοράσει ο θείος Ηρακλής για να θυμάται η γιαγιά την πατρίδα της. Μ' έπαιρνε τότε αγκαλιά και χορεύαμε άλλοτε τανγκό και βαλς, κι όταν έπαιζε τα τούρκικα, καρσιλαμά. Νομίζω ότι αυτές υπήρξαν οι ευτυχέστερες στιγμές της γιαγιάς μου αλλά και οι δικές μου, γι' αυτό έκανα κατάχρηση της καλοσύνης της κι όλο ζητούσα να βάζει πλάκες στο γραμμόφωνο και να χορεύουμε, κι επειδή μικρός δεν μπορούσα να προφέρω τη λέξη «γραμμόφωνο», που ανήκει στις μακριές γαϊδούρες του λεξιλογίου μας, φώναζα «Γιαγιά, τσιτ-τσιτ» κι εκείνη καταλάβαινε κι έτρεχε ξανά στη μανιβέλα. Αυτή η κρυφή τρυφερή μας σχέση ήταν που έκανε τη γιαγιά να με νιώθει σαν το παιδί της που περισσότερο αγάπησε, το στερνοπαίδι της όπως έλεγε, και δεν άφηνε κανέναν ν' αναλάβει τη φροντίδα μου. Όταν μετοικήσαμε στου Χαριλάου, η γιαγιά μελαγχόλησε, παρόλο που την επισκεπτόμασταν συχνά, μια και δυο φορές την εβδομάδα, διότι η μάνα μου μέχρι το θάνατο της γιαγιάς το 1960 είχε πολύ στενούς δεσμούς με το σόι της. Με το που φτάναμε στο Τόπαλτι, η γιαγιά με περίμενε έχοντας σοκολάτες ή καραμέλες στις τσέπες της, μ' έπαιρνε στην αγκαλιά της, με φίλευε, και το βράδυ, όταν φεύγαμε, μου έβαζε κρυφά χρήματα στο χέρι, που τα εξοικονομούσε ειδικά για μένα κάνοντας τσιγκουνιές στα ψώνια της εβδομάδας. Με το που απομακρυνόμασταν με τα πόδια από το σπίτι, η μάνα μου, που συχνά έκοβε την κίνηση, με ρωτούσε «Πόσα σου έδωσε η γιαγιά;» κι εγώ μουδιασμένος της έλεγα το ποσόν κι αμέσως της παρέδιδα -με απαίτησή της- τα λεφτά, να τα φυλάξει στην τσάντα της, μην τύχει και τα χάσω στο δρόμο, κι ας γνώριζα ότι τα χρήματα αυτά δεν επρόκειτο να τα ξαναδώ, να μαζέψω κι άλλα ν' αγοράσω κάνα παιχνίδι, αφού η μάνα, που έφερνε κι αυτή δύσκολα βόλτα το νοικοκυριό μας, τα παρακρατούσε ως συμπλήρωμα.

Το γραμμόφωνο αυτό εκτός από χαρές μου έδωσε και λύπες, όπως το καθετί που αγάπησα στη ζωή. Στο Τόπαλτι οι περισσότεροι πρόσφυγες δεν ήξεραν καλά ελληνικά ή δεν τα μιλούσαν καθόλου, γι' αυτό τα τούρκικα βρίσκονταν σε ημερήσια διάταξη. Επίσης όλη η γειτονιά μύριζε παστρουμά, παρόλο που η κατανάλωσή του ήταν μικρή, αφού είχε τιμή αλμυρή, έτσι αντί για παστρουμά έτρωγαν όλοι ψωμί με τσιμένι και διαποτίζονταν από τη μυρωδιά του. Τα δυο αυτά πράγματα δεν μπόρεσε να τα χωνέψει ποτέ ο παλιοελλαδίτης πατέρας μου, που είχε ρητά δηλώσει: «Δε θέλω ο γιος μου ούτε τούρκικα να μάθει ούτε να βρωμάει παστρουμά!» Κάποιο βράδυ που γύρισε απρόσμενα νωρίς στο σπίτι, την ώρα που η γιαγιά κι εγώ είχαμε μερακλώσει και τρώγοντας ψωμί με τσιμένι ακούγαμε από το γραμμόφωνο έναν τούρκικο αμανέ που πολύ μου άρεσε, γι' αυτό και επαναλάμβανα μαζί με τη γιαγιά το σκοπό και τα λόγια της τραγουδίστριας, με το που μας είδε έγινε έξαλλος από θυμό ο πατέρας μου κι αρπάζοντας το δίσκο του γραμμοφώνου τον έσπασε πάνω στο γόνατό του. Η γιαγιά μάζεψε καρτερικά τα σκορπισμένα στο πάτωμα κομμάτια, εγώ έκλαιγα, «Δεν είναι τίποτα, τζιγέρι μου», είπε, «Πήγαινε να ζητήσεις συγγνώμη απ' τον πατέρα σου». Πήγα και στάθηκα μπροστά του χωρίς να μιλώ, μόνο προσπαθούσα να συγκρατήσω τ' αναφιλητά μου, κι εκείνος, που μ' όση ευκολία φούντωνε, μ' άλλη τόση ημέρευε, «Κλαίνε, βρε, οι άντρες;» με πείραξε, κι ύστερα, «Αν ξαναφάς τσιμένι ή μιλήσεις τούρκικα, θα πετάξω το γραμμόφωνο απ' το παράθυρο». Το γραμμόφωνο βέβαια δεν το πέταξε, αλλά το Φεβρουάριο του 1943, στη μεγάλη πείνα, το φόρτωσε μαζί με τις πλάκες στη σχάρα ενός ποδηλάτου που νοίκιασε από τον Τζώρτζη, τον ανάπηρο ποδηλατά της γειτονιάς μας, και πήγε μ' αυτό στα Βασιλικά, όπου το έδωσε για ένα σακί στάρι, που το βράζαμε και το τρώγαμε σαν κόλλυβα δίχως ζάχαρη.

Σφυρίδης Περικλής, Ψυχή μπλε και κόκκινη, Καστανιώτη, Αθήνα 1995, σελ. 40 - 42.