Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

«Η Θεσσαλονίκη της ψυχής μου»

Μια πόλη, μια κοσμόπολη σαν τη Θεσσαλονίκη, μοιάζει με μωσαϊκό. Η κάθε ψηφίδα του έχει άλλο χρώμα, άλλο σχήμα, άλλη προέλευση: προέρχεται από μια διαφορετική εποχή ή από μια διαφορετική παράδοση. Όλες αυτές οι ψηφίδες μαζί, ετερόκλητες, φτιάχνουν μια πολύπλοκη σύνθεση που έχει, ωστόσο, τη λογική της.

Το κέντρο της Θεσσαλονίκης, η λεγόμενη πυρίκαυστη ζώνη, εκφράζει -με το πολεοδομικό της σχέδιο που ενέκρινε η κυβέρνηση Βενιζέλου αμέσως μετά την πυρκαγιά του 1917- την ελληνική φυσιογνωμία της πόλης: ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σύγχρονου αστικού σχεδιασμού και συνάμα χρωματίζεται έντονα από τις μνήμες της βυζαντινής κληρονομιάς.

[…]

Η παλιά πόλη, η Άνω Πόλη, διατηρεί τη δική της, παραδοσιακή λογική. Η ρυμοτομία της υπακούει στις ανάγκες άλλων, παλιότερων εποχών. Οι δρόμοι της ακολουθούν τις κλίσεις του εδάφους και διακλαδίζονται σε σχέση με τα κυρίαρχα σημεία αναφοράς: τις εκκλησίες ή τα τζαμιά, τα τείχη, το νερό.

Το νοτιοανατολικό μέρος της πόλης, παράλληλα προς τη θάλασσα, μαρτυρεί τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της στα τέλη του 19ου αιώνα. Στους Πύργους κατοικούσαν οι μεγαλοαστοί, ανεξάρτητα από θρησκευτικές ή εθνικές διακρίσεις: Τούρκοι, Εβραίοι, Έλληνες και Φράγκοι, με κοινό χαρακτηριστικό τους τη μεγάλη περιουσία και το κοινωνικό κύρος.

Σήμερα οι Πύργοι δεν υπάρχουν πια. Στη θέση τους χτίστηκαν οι πολυκατοικίες που στέγασαν τους εσωτερικούς μετανάστες της μεταπολεμικής περιόδου και έδωσαν στη Θεσσαλονίκη τη σημερινή της φυσιογνωμία: ενός μεγάλου αστικού κέντρου, ασφυκτικά δομημένου, μικρόψυχα σχεδιασμένου, με μόνη διέξοδο της φαντασίας τη θάλασσα και τα καταπράσινα πάρκα κατά μήκος της Νέας Παραλίας.

[…]

Η παραπάνω εικόνα της Θεσσαλονίκης δεν είναι πλήρης. Είναι η μνήμη μιας Θεσσαλονικιάς που γεννήθηκε δίπλα στην πλατεία της Αγίας Σοφίας, στην οδό Πρασακάκη 12, και μεγάλωσε στη συνοικία της Αγίας Τριάδας, δίπλα στον κινηματογράφο Πατέ και στο αγίασμα της Αγίας Σολωμονής. Πολύ αργότερα, στην ωριμότητά μου και ανεξάρτητα από τον σημερινό τόπο κατοικίας μου, ανακάλυψα τις δυο φτερούγες της πόλης μας, τις ανατολικές και τις δυτικές συνοικίες της (τώρα δήμους ξεχωριστούς) - τις ανακάλυψα και τις ενσωμάτωσα στη Θεσσαλονίκη της ψυχής μου, στη νοητή εικόνα της πατρίδας μου που κουβαλώ πάντοτε μαζί μου, όταν έμαθα την ιστορία των ανθρώπων τους: των προσφύγων του 1922.

Στο σχολείο δεν έμαθα τίποτε για τους πρόσφυγες. Ούτε στο Πανεπιστήμιο. Κι όταν άρχισα να διδάσκω Ιστορία στο Γυμνάσιο, στο εγχειρίδιο της εποχής η Μικρασιατική καταστροφή αναφερόταν ως ένα ατυχές πολεμικό γεγονός με δράστες τους στρατιωτικούς γι' αυτό και αναγράφονταν με πολλή προσοχή όλα τα ονόματα, θυμάμαι, των διοικητών των μεραρχιών κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία. Ούτε λέξη για το διωγμό και την προσφυγική εμπειρία. Πώς να ξέρω ότι οι πρόσφυγες ήταν δίπλα μου; ότι η Θεσσαλονίκη, εκτός από ελληνιστική και βυζαντινή πόλη και μεγάλο βαλκανικό και μεσογειακό λιμάνι ήταν, επίσης, και η «μητέρα των προσφύγων», όπως την ονόμασε ο αλησμόνητος Γιώργος Ιωάννου;

Στην είσοδο της πόλης από τα ανατολικά υπάρχει μια πινακίδα που γράφει: «Οι Θεσσαλονικείς σας καλωσορίζουν». Κάθε φορά που την προσπερνώ αναρωτιέμαι: -Ποιοι είναι οι Θεσσαλονικείς; Και ποια είναι η σχέση τους με το περιβάλλον της πόλης, το φυσικό και το ιστορικό; Το αισθάνονται σαν «πατρίδα» ή απλώς το κατοικούν κι έχουν τα μάτια τους στραμμένα αλλού, εκεί όπου βρίσκεται το νήμα της παράδοσής τους; Οι πρόσφυγες, οι εσωτερικοί μετανάστες αισθάνονται, αλήθεια Θεσσαλονικείς;

Το ερώτημα της «συνείδησης», της «ταυτότητας» των ανθρώπων βρίσκεται από χρόνια στο κέντρο της μελέτης των κοινωνικών επιστημών. Χρόνια τώρα κι εγώ προσπαθώ να καταλάβω το συναφές φαινόμενο της προσαρμογής: πώς βολεύονται οι άνθρωποι στο ξένο περιβάλλον όπου τους έριξε η μοίρα τους; Πώς οι ξεριζωμένοι δημιουργούν καινούργιες ρίζες και πώς αλλάζει, στο πέρασμα του χρόνου, ο τρόπος και η συνείδηση του κοινωνικού συνόλου κάτω από την επίδραση των νεόφερτων;

Τα ερωτήματα αυτά με οδήγησαν στη μελέτη των προσφύγων. Μελετάμε, με τους φοιτητές μου, την προσφυγική εμπειρία του 1922, στη μεγάλη της διάρκεια: από την πρώτη γενιά, που έζησε το διωγμό, στη δεύτερη, που έζησε την καταφρόνια (τα «προσφυγάκια» ήταν, στο σχολείο και τη γειτονιά, δακτυλοδεικτούμενα) ως την τρίτη γενιά, που δίκαια περηφανεύεται για την προσφυγική της καταγωγή. Το επίσημο ελληνικό κράτος μόλις πριν από ένα χρόνο, το 1986, καθιέρωσε ως «εθνική ημέρα μνήμης» την 14η Σεπτεμβρίου, ημέρα της καταστροφής της Σμύρνης και ορόσημο του διωγμού.

[…] Η πόλη μας, σαν μεγάλο λιμάνι, ήταν πάντοτε ένα μωσαϊκό φυλών και παραδόσεων που, μολονότι συνυπήρχαν στον ίδιο χώρο, ζούσαν τη δική τους, ξεχωριστή ζωή μέσα στις κλειστές τους κοινότητες - όπως το επέβαλλε το διοικητικό σύστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με τους πρόσφυγες δεν έγινε το ίδιο πράγμα: μέσα σε μια Θεσσαλονίκη ελληνική, οι διαφορές τους με τον ντόπιο πληθυσμό δεν ήταν τόσο μεγάλες ώστε να εμποδίσουν την ενσωμάτωσή τους. Αντίθετα, πιστεύω, τον ευνόησαν, και θα εξηγήσω το γιατί.

Η ιδεολογία του εθνικού κράτους, έτσι όπως διαμορφώθηκε το 19ο αιώνα, απαιτούσε τη δημιουργία μιας ενιαίας «εθνικής» συνείδησης, που ανέλαβε να την καλλιεργήσει το σχολείο. Στο όνομα της ομοιομορφίας της «εθνικής»αυτής συνείδησης ισοπεδώθηκαν όλες οι πατροπαράδοτες «τοπικές» παραδόσεις και έσβησε εκείνη η θαυμαστή πολυμορφία του πολιτισμού - από την οποίαν γεννήθηκε, ωστόσο, το εθνικό κράτος. Ίσως να ήταν αδήριτη πολιτική ανάγκη η θυσία της τοπικής πολυμορφίας στο βωμό της εθνικής ενότητας, ίσως και να μην ήταν. Άργησαν πάντως πολύ οι κοινωνικές επιστήμες να παραδεχτούν, στο θεωρητικό επίπεδο, ότι οι διαφορές στους κόλπους μιας κοινωνίας συντείνουν στην ανάπτυξη - και όχι στην κρίση και την αποδιοργάνωση του πολιτισμού της.

Η προσαρμογή των δικών μας προσφύγων του 1922 στον εθνικό κορμό δεν έγινε στο όνομα της αφομοίωσης και της ισοπέδωσης, αλλά της ιδιαιτερότητας. «Εμείς οι Πόντοι», «Εμείς οι Μικρασιάτες», «Εμείς οι Αϊβαλιώτες»…

Οι πρόσφυγες δεν θέλησαν να ξεχάσουν τις παραδόσεις τους.

Οι δεκάδες προσφυγικοί σύλλογοι της Θεσσαλονίκης το πιστοποιούν.

Κυριακίδου - Νέστορος Άλκη, "Η Θεσσαλονίκη της ψυχής μου" στο (επιμ.) Σερέφας Σάκης, Μια πόλη στη Λογοτεχνία - Θεσσαλονίκη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2006/2002, σελ. 135-138.