Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων«Πρόσφυγες του Ρωσοτουρκικού πολέμου στη Θεσσαλονίκη (1878)»
Η Θεσσαλονίκη, ως μεγάλο αστικό κέντρο, αποτέλεσε συχνά τόπο άφιξης των προσφύγων, ακόμη και πριν την έλευση αυτών που αποτέλεσαν την αιτία για να τη χαρακτηρίσει πρωτεύουσά τους ο Γιώργος Ιωάννου. Έτσι στις 20.1.1878 (π.η.) διαβάζουμε στον Ερμή: «Η Δημαρχία συγκαταθέσει των ιδιοκτητών διέθεσε χάριν των προσφύγων πλείστα εξοχικά οικήματα, τα καλούμενα "Πύργους", ως ενδιαιτήματα των προσφύγων». Ποιοι είναι όμως οι συγκεκριμένοι πρόσφυγες; Γράφει πάλι ο Ερμής, μια βδομάδα νωρίτερα: «Από πολλών ημερών ήρξαντο αφικνούμενοι ενταύθα κατά εκατοντάδας πρόσφυγες, ιδίως γυναικόπαιδα οθωμανών και ιουδαίων, πολλοί των οποίων διατελούν εν αξιοθρηνήτω καταστάσει».
Βρισκόμαστε στην κορύφωση της κρίσης του Ανατολικού Ζητήματος που ξεκίνησε με την εξέγερση στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη το 1875. Ακολούθησε ο σύντομος –και νικηφόρος για τους Οθωμανούς– πόλεμος εναντίον της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, αλλά και η βουλγαρική επανάσταση που πνίγηκε στο αίμα από τους βασιβουζούκους (άτακτους) του οθωμανικού στρατού. Αυτή η καταστολή προκάλεσε γενική κατακραυγή στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Βρετανία. «Η κατά των τουρκικών ωμοτήτων εν Βουλγαρία εξέγερσις της αγγλικής κοινής γνώμης προσλαμβάνει οσημέραι επικινδύνους διαστάσεις»,σημειώνει ο Ερμής στις 31.8.1876 (π.η.), ενώ λίγες μέρες νωρίτερα ο Φρήντριχ Ένγκελς έγραφε στον Καρλ Μαρξ «Η Daily News και ο γερο-Russell [ηγέτης των φιλελεύθερων Ουΐγων, που διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών και πρωθυπουργός] με τα ξεφωνητά τους για τις τουρκικές atrocities [ωμότητες] πρόσφεραν στους Ρώσσους μιαν ανεκτίμητη υπηρεσία και τους προετοίμασαν λαμπρά την επόμενη εκστρατεία». Δεν χρειαζόταν να είναι κανείς προφήτης για να προβλέψει την εξέλιξη. Αφού, λοιπόν, η Βρετανία (σε αντίθεση με τον Κριμαϊκό πόλεμο, περίπου είκοσι χρόνια νωρίτερα) δεν αποφάσισε να στηρίξει στρατιωτικά τον σουλτάνο, ο τσάρος είχε την ευκαιρία να επέμβει. Πράγματι, στις 24.4.1877 η Ρωσία κηρύσσει τον πόλεμο και τα στρατεύματά της, μαζί με τα συμμαχικά τους ρουμανικά, διαβαίνουν τον Δούναβη.
Όλα αυτά τα γεγονότα επιδρούν βέβαια και στη Θεσσαλονίκη που «όπως πάντα σε περιόδους πολέμου βρισκόταν σε πυρετώδη κατάσταση –γεμάτη στρατιώτες, υπηρεσίες επίταξης, φοροεισπράκτορες και φήμες». Σ' αυτά τα πλαίσια άλλωστε εξελίχθηκε κι ένα γεγονός που συγκλόνισε την πόλη, αλλά και την Ευρώπη, η σφαγή των προξένων (7.6.1876) η οποία συνέβη τρεις μέρες μετά το ξέσπασμα της βουλγαρικής επανάστασης. Τα ρωσικά και ρουμανικά στρατεύματα ακολουθούσαν Βούλγαροι εθελοντές: «Πληροφορίαι εις Ρουστουκίου αναφέρουν ότι οι ρώσοι εστρατολόγησαν τέσσαρες χιλιάδες βούλγαρους εθελοντάς, οι οποίοι μέλλει να σχηματίσουν σύνταγμα υπό την προσωνυμίαν "Οδμασέτενιγιτς" ["Εκδίκηση"]», αναφέρεται στον Ερμή λίγο πριν την έναρξη του πολέμου. Το εύγλωττο όνομα του συντάγματος δεν άργησε να γίνει πραγματικότητα, καθώς η ίδια εφημερίδα έπειτα από κάποιους μήνες «πληροφορείται ότι, από της αφίξεως εις Τύρνοβον, οι ρώσοι και οι ακολουθούντες αυτοί βούλγαροι πανσλαβισταί, δεν παύουν να διαπράττουν βιαιοπραγίας κατά γυναικοπαίδων και γερόντων μουσουλμάνων… Αλλόφρονες οι μουσουλμάνοι κάτοικοι των εμπολέμων περιοχών φεύγουν αποκομίζοντες ό,τι είναι δυνατόν από τα υπάρχοντά των. Πολλοί εξ αυτών έφθασαν εις την πόλιν μας και, δια να επιβιώσουν, πωλούν εις εξευτελιστικάς τιμάς τα τιμαλφή αυτών αντικείμενα». Προφανώς ο , ευρισκόμενος υπό το άγρυπνο βλέμμα της χαμιτικής λογοκρισίας, Ερμής δεν καταγράφει τις σφαγές που διαπράττουν τα οθωμανικά στρατεύματα, αλλά στον ευρωπαϊκό Τύπο επικρατεί η αντίθετη εικόνα –«Για τις ατιμίες των Μαυροβουνίων και των Ερζεγοβίνων δεν λέγεται φυσικά ούτε λέξη», όπως γράφει ο Ένγκελς στην παραπάνω επιστολή, ένα χρόνο νωρίτερα. Το ότι αυτή η ιστορία θυμίζει την κάλυψη των γεγονότων στην πρώην Γιουγκοσλαβία πολύ πρόσφατα δεν είναι τυχαίο. Επίσης η φυγή και των Εβραίων, εκτός από τους μουσουλμάνους, ήταν πολύ φυσική καθώς τα τσαρικά πογκρόμ ήταν διαβόητα.
Πάντως, όταν μετά την κατάληψη του οχυρού του Πλέβεν (Πλεύνα) –η πολιορκία του οποίου κράτησε περίπου ένα εξάμηνο– ο ρωσικός στρατός προελαύνει ταχύτατα φθάνοντας στην Αδριανούπολη στα μέσα Ιανουαρίου, το κύμα των προσφύγων διογκώνεται. Έτσι αυτόν τον μήνα ο βαλής της Θεσσαλονίκης διατάχθηκε να βρει τρόπο να στεγάσει 50.000 πρόσφυγες σ' όλο το βιλαέτι, πολλοί από τους οποίους είναι Τσερκέζοι και Τάταροι Νογκάι που είχαν εγκατασταθεί στα Βαλκάνια μόλις πριν μια δεκαετία φεύγοντας από την επικράτεια του τσάρου, τα στρατεύματα του οποίου τους προσφυγοποιούσαν για μια ακόμη φορά. Αρκετοί δεν παρέμεναν για πολύ στην πόλη καθώς τα ατμόπλοια τούς μετέφεραν στη Σμύρνη και τη Βηρυτό. Αυτοί όμως που παρέμειναν έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης, ιδιαίτερα από τους κτηματίες, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν ένοπλες συμμορίες και να επιδοθούν σε ληστείες.
Την ανακούφιση των προσφύγων αναλαμβάνει, λοιπόν, η δημαρχία που είναι σχετικά νέος θεσμός. Ο νόμος για τις δημοτικές αρχές σ' όλη την οθωμανική επικράτεια δημοσιεύεται μόλις τον Σεπτέμβρη του 1877, αν και στη Θεσσαλονίκη ο θεσμός υπάρχει ήδη από το 1869. Η εγκατάσταση στους «Πύργους», δηλαδή τα αρχοντικά που έχουν αρχίσει να χτίζονται στ' ανατολικά της πόλης (στη σημερινή οδό Βασ. Όλγας), αποτελεί μια προσωρινή λύση που απομακρύνει τους πρόσφυγες από το κέντρο της πόλης και συναντά τη συναίνεση των ιδιοκτητών, μάλλον επειδή οι κατοικίες αυτές είναι εξοχικές κι όχι οι κύριες κατοικίες των πλουσίων οικογενειών οι οποίες εξακολουθούν να βρίσκονται ακόμη εντός των τειχών. Η ανεύρεση προσωρινής στέγης, πάντως, δεν είναι το μόνο μέτρο που λαμβάνει ο Δήμος Θεσσαλονίκης: «Η Δημαρχία ανακοινεί ότι, δια να εξευρεθούν οι πόροι προς ανακούφισιν των ατυχών προσφύγων, αποφάσισεν όπως μη ανάπτονται την νύχτα οι εν ταις συνοικίαις φανοί, αλλά μόνον οι εν τοις κεντρικοίς μέρεσι της αγοράς, τα δε εξοδευόμενα δια την αφήν αυτών χρήματα χρησιμοποιηθώσι δια την περίθαλψιν των προσφύγων. Όσον δια τας άμαξας καθαριότητος, αι οποίαι καθημερινώς καταγίνονται εις το να μεταφέρουσι τους πρόσφυγας και τους τραυματίας τους στρατού παραμελουμένης ούτω της καθαριότητος της πόλεως, η Δημαρχία γνωστοποιεί εις το κοινόν ότι δέον πας τις να μη ρίπτει έμπροσθεν της οικίας του τας ακαθαρσίας, αλλά να διατηρεί καθαρά τα έμπροσθεν της κατοικίας ή του εργαστηρίου του μέρη». Οι «φανοί» του παραπάνω δημοσιεύματος είναι ουσιαστικά λυχνάρια, καθώς δίκτυο φωταερίου θα εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη δώδεκα χρόνια αργότερα.
Σε λίγες μέρες θα υπογραφεί η ανακωχή στην Αδριανούπολη και θα ακολουθήσει η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, όμως, «δύο χρόνια μετά το τέλος των εχθροπραξιών, υπήρχαν ακόμη περισσότεροι από τρεις χιλιάδες πρόσφυγες, πολλοί από τους οποίους υπέφεραν από τύφο και ευλογιά, που λάμβαναν βοήθεια εντός της πόλης και επιπλέον δέκα χιλιάδες στα περίχωρα… Μέχρι το 1887, είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη τόσοι πολλοί μετανάστες από τις χαμένες επαρχίες που τα ενοίκια των κατοικιών είχαν αυξηθεί αισθητά».