Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΑπό την Άγκυρα στην Άνω Πόλη
«Περιοχή Διοικητηρίου»
Ο κύριος Κλήμης Ευφραίμογλου ήταν τώρα ο νοικοκύρης μας. Ένας ευγενικός και πράος ανατολίτης, που ήρθε με χίλιες περιπέτειες και βάσανα από ένα μακρινό χωριό της Ανατολής, κοντά στην Άγκυρα, ξεκινώντας μαζί με τη μάνα του, την κυρία Μιμίκα, και τις δυο αδελφές του με τα πόδια, με βοϊδάμαξα ή με τα τρένα πίσω απ' το στρατό μας, που υποχωρούσε το καλοκαίρι του '22. Να σου τα λέει και ν' απορείς με την αντοχή του ανθρώπου. Σ' αυτόν τον απερίγραπτο σάλο έχασε και τις δυο αδελφές του από εξανθηματικό τύφο και με την ψυχή στο στόμα φτάσανε, αυτός κι η μάνα του, στον Πειραιά κι από κει στη Θεσσαλονίκη.
Ο πατέρας του, ο Πρόδρομος Ευφραίμογλου με τ' όνομα, που ξέμεινε πίσω στην Τουρκία και χάθηκε σε «εμελέ ταμπουρού», ήταν πλουσιότατος. Είχε μια μεγάλη επιχείρηση με χαλιά, αλλά ο γιος του, χαϊδεμένος και μοσχαναθρεμμένος, ήταν ανίδεος από εμπόρια και δουλειές. Ήρθε, όμως, αυτός κι η μάνα του, φορτωμένοι με χρυσάφι, που το 'χαν ζωσμένο στη μέση τους και χαντακωμένο στις κουρελιασμένες τους αποσκευές. Έτσι βρέθηκε ο Κλήμης ο Ευφραίμογλου στη Θεσσαλονίκη, εγκαταστάθηκε σ' ένα τουρκόσπιτο κοντά στην πλατεία Τερψιθέας, που του παραχώρησε το κράτος, και πάχαινε τρώγοντας με ρέγουλο τα λεφτά του, χωρίς να κάνει τίποτα. Είχε ένα μόνιμο αγαθό χαμόγελο και στα ματάκια του μια ήρεμη γλύκα, που σε αφόπλιζε. Ο κύριος Κλήμης, λοιπόν, πλούσιος χωρίς να ευθύνεται γι' αυτό, έχασε και τη μάνα του το '31 κι έμεινε μόνος κι έρημος, χωρίς δουλειά και με πολλά λεφτά. Ένας φίλος και συμπατριώτης του, που ο κύριος Κλήμης τον αγαπούσε και τον εκτιμούσε πολύ, τον συμβούλεψε να πάψει να τρώει τα λεφτά του και να επενδύσει την περιουσία του σε ακίνητο. Έτσι, ξοδεύοντας ό,τι είχε και δεν είχε, ξεπουλώντας και το τουρκόσπιτο, έχτισε την πολυκατοικία όπου νοικιάσαμε το διαμέρισμα. Έμενε ο ίδιος σ' ένα μικρό διαμερισματάκι στο ισόγειο και νοίκιαζε τα άλλα. Από χαρακτήρα και από άγνοια των πρακτικών ζητημάτων, άφηνε τον κόσμο να τον γελάει, κάτι επιτήδειους να του τρώνε τα νοίκια και κάτι δικολάβους να τον μπερδεύουν με τα νομικά τους και να του αποσπούν προμήθειες, παραστάσεις κι ό,τι άλλο βάλει ο νους σου. Αυτός, με το μόνιμό του χαμόγελο, ζούσε ήσυχα, χωρίς να νοιάζεται για τίποτα, γιατί τα εισοδήματά του ήταν πολλά και δεν τρώγονται τόσα λεφτά, και μάλιστα με την έμφυτη τσιγκουνιά του ανατολίτη. Κάπου-κάπου η γειτονιά μας καταλάβαινε ότι ο κύριος Κλήμης έμπαζε και γυναίκα στο σπίτι, κρυφογελούσαμε, αλλά τι να γίνει, «ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».
Τα χρόνια περνούσαν, ήρθε ο πόλεμος κι έπεσε σαν κεραυνός στο κεφάλι του κυρίου Ευφραίμογλου το ενοικιοστάσιο. Κι όσο το χρήμα, με την πάροδο του χρόνου, τις συνθήκες και τον πληθωρισμό της Κατοχής, εξευτελιζότανε, περιέπεσε ο καλός ο άνθρωπος σε τέτοια ένδεια, που στερήθηκε ακόμα και το καθημερινό, όταν μας σφίξανε οι μεγάλες οι πείνες.
Στον πόλεμο του '40, του άρεζε πολύ να γίνεται συναγερμός και να κατεβαίνει στο καταφύγιο της πολυκατοικίας του, γιατί ως νοικοκύρης που ήταν, φάνταζε μέσα στο μισοσκόταδο και στη σιωπή, να προεδρεύει στη σύναξη αυτή των μισοφοβισμένων. Εκεί μέσα του δινότανε η ευκαιρία να κουβεντιάζει με τις κοπελίτσες, που τις είχε αδυναμία, και να αναπτύσσει τις απόψεις του. Έλεγε «καταλαμβάνεις, φίλε μου», «οσονούπω», «τουθόπερ» κι άλλα τέτοια σχολαστικά με καραμανλήδικη προφορά, έπαιρνε και κανένα σιγανό τραγουδάκι «νε ολούρ»κι εμείς, έτοιμοι πάντα για πειράγματα, τον κουρντίζαμε να μας μιλάει για τα πνεύματα και για το υπερπέραν. Πίστευε και στη μετεμψύχωση και είχε, λέγανε, στο σπίτι του και τραπεζάκι για την επικοινωνία με τους πεθαμένους. Κάποια βράδια μάζευε διάφορους επιτήδειους, που, με την πρόφαση των εντολών των πνευμάτων, του τρώγανε λεφτά, τότε που είχε. Ένας του 'πε, ότι του μίλησε εμπιστευτικά ο μακαρίτης ο Πρόδρομος, ο πατέρας του. Φώναζε πού 'ναι ο Κλήμης, πού 'ναι ο Κλήμης και απελπισμένος του είπε, ότι δεν θα ησυχάσει στον τάφο του, αν δεν κάνει ο Κλήμης δωρεά στην εκκλησιά του Αγίου Προδρόμου του Βαπτιστού, σε κάποιο μακρινό χωριό, κι ο κύριος Κλήμης του 'δωσε λεφτά και τον παρακάλεσε να φροντίσει να πραγματοποιήσει ο φίλος του τη δωρεά για λογαριασμό του.
Στην Κατοχή, είχε πουλήσει σ' ένα μαυραγορίτη τα τρία τέταρτα της πολυκατοικίας και σε κάποια πολύ δύσκολη στιγμή μας, τότε που λέγαμε το ψωμί ψωμάκι κι η γειτονιά του πήγαινε με τρόπο, να μη τον προσβάλει, ένα πιάτο φαΐ, ο κύριος Κλήμης καθισμένος στο μπαλκόνι μας, μας διαβεβαίωσε μ' εκείνο το γλυκό του χαμόγελο, ότι είδε καθαρά σε όραμα, πως οι Εγγλέζοι «θα μας ρίξουν οσονούπω σίτον και τροφάς με τ' αεροπλάνα τους, καταλαμβάνεις, φίλε μου».
Έτσι, πέθανε ο κύριος Κλήμης μέσα σε ανέχεια, περιμένοντας την άρση του ενοικιοστασίου και τους «συμμάχους». Που ήρθανε, βέβαια, το '43 με τ' αεροπλάνα τους, αλλά μας ψόφησαν στους βομβαρδισμούς. Τότε, νομίζω ήταν που σκοτώθηκε ο φίλος μας ο Βενέτης κι έχασε η ξαδέλφη μας, η Μαρίκα το πόδι της.