Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Συμεών, ο πρόσφυγας

(απόσπασμα)

Κατέβασε ο κύριος Συμεών Κουιντούρογλου τα κεπέγκια του μαγαζιού του (Χονδρική - σίτος, κριθή, όσπρια, ζωοτροφαί), Λαδάδικα, οδός Βεροίας, ανέβασε τη μύτη του ψηλά, έβαλε μπροστά την κοιλίτσα και παίζοντας τα κλειδιά στο χέρι, πήρε όπως κάθε μέρα, αποστολικώς, το δρόμο για το σπίτι του στην Άνω Πόλη, πίσω από τον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό, κοντά στα Κάστρα.

Με τα χέρια πίσω βάδισε για λίγο περήφανα. Στάθηκε πριν κατεβεί το πεζοδρόμιο. Κοίταξε ολόγυρα και μετά στον ουρανό. Σταμάτησε η βροχή. Ευτυχώς. Αλλιώς θα στεκότανε στο κρύο με τις ώρες, όπως προχθές κάτω από το υπόστεγο, ώσπου να σταματήσει. Στραβομουτσούνιασε ειρωνικά. Θυμήθηκε τον διπλανό του, τον Γιακουμάκη (Χονδρική - σκοινιά και σπάγγοι), που παριστάνει τον παραλή, τώρα που πέθανε ο πατέρας του και κληρονόμησε τη δουλειά. Τις προάλλες, τόσοι νοικοκυρεμένοι εμπόροι του σιναφιού περιμέναμε στα υπόστεγα να περάσει η μπόρα, και αυτός πήρε ταξί! Κατάλαβες; Ούτε καπνέμπορας ο κύριος Γιακουμάκης, χτεσινό σκατό. Μέχρι και ο γείτονας στο αντικρινό μαγαζί, ο Εβραίος, ο μουσιού Σαλτιέλ, σοβαρός άνθρωπος, έφριξε στο θέαμα. Ακούς, ταξί! «Αντιό, χάλασε ο κόσμος», μουρμούρισε ο Εβραίος κουνώντας το κεφάλι.

Σκοτείνιασε ο ουρανός, σα να βράδιασε για τα καλά, από πολύ νωρίς. Χειμωνιάτικη μέρα. Θα το γυρίσει στο χιόνι, σκέφτηκε, πάει κι αυτή η εβδομάδα. Σε λίγο Χριστούγεννα. Να μπει και το '35, να δούμε κι αυτουνού το χαΐρι. Γρουσούζικια η χρονιά που πέρασε, πολλά τα έξοδα, μικρό το αλισβερίσι. Τέλος πάντων, μόρφασε. Να μην έχουμε και παράπονο, θα μας κάψει ο Θεός. Καλά πάνε οι δουλειές, ας είναι καλά η επαρχία. Τον εκτιμούνε όλοι στην πιάτσα. «Τσορμπατζή» τον ανεβάζει το ισνάφ, «πασά μου» τον κατεβάζει κι ο σκουπιδιάρης της Δημαρχίας, ο Λαυρέντης, που τον έχει για χουσμέτια (πάνε δω, πάνε κει), φουκαράς άνθρωπος, πότε ένα τάλιρο, πότε δεκάρικο, να φάει κι αυτός ψωμί και, βέβαια, να γλιτώσει και ο κύριος Συμεών από υπάλληλο. Πληρωμένος εχθρός ο υπάλληλος, σκέφτηκε ζαρώνοντας τα φρύδια.

Το δρομολόγιο, εδώ και εφτά χρόνια, είναι αυστηρώς καθορισμένο και δεν έχει αλλάξει ούτε τόσο δα: Θ' ανέβει τη Βενιζέλου και θα κάνει την ταχτική του στάση στο Καραβάν Σαράι, στο παστουρματζίδικο του Ισαάκ («μπιζίμ κιοϊλού» αρκαντάσης ο Ισαάκ, από το Ζεντερλίκ κι αυτός, περιοχή Άγκυρας) να πάρει λίγο παστουρμαδάκι για το βραδινό ούζο. Καλύτερα όμως να μην κάνει και σήμερα το έξοδο. Έχουν περισσέψει κάτι κομματάκια στο φανάρι, έχει και στο φλιτζάνι του καφέ λίγο τσιμένι, ν' αλείψει στο ψωμάκι. Θα κάτσει μόνο για λίγο να ξαποστάσει, να πάρει μιαν ανάσα, να πούνε δυο κουβέντες «νε απίορσουν εμσερί», τέτοια, να κάνουν σιωπηλοί ένα τσιγάρο, και να ξεκινήσει ξανά για την ανηφόρα.

Θα κάνει και κάτι ψώνια στου Λαζαρίδη το μπακάλικο, που έχει λογαριασμό με το τεφτεράκι. Την άλλη εβδομάδα θα τον εξοφλήσει. Τέτοιους καλοπληρωτές σαν αυτόν να έχει ο Λαζαρίδης, τι άλλο θέλει, συλλογίστηκε και στράβωσε το στόμα μαζί με το μουστάκι ειρωνικά, γιατί θυμήθηκε τα φέσια που του 'χουνε φορέσει του Λαζαρίδη κάτι άλλοι…

Άλλη μια στάση στην Πλατεία, στο Διοικητήριο, να περάσει απ' το περίπτερο του Αποστόλη να πάρει τσιγάρα, «Εφτά Παπαστράτος», κόκκινο κουτί μεγάλο, των εικοσιδύο τσιγάρων. Σάββατο, σήμερα να δούνε και το λογαριασμό. Έξοδο κι αυτό, πανάθεμά το, πόσοι παράδες θα του περίσσευαν, αν το 'κοβε το ρημάδι. Άσε! Να μην τους λογαριάσει πάλι και ξανασυγχυστεί. Το άρχισε τότε, από το σεκλέτι του, πάνω στο καράβι της προσφυγιάς και τώρα, σαν τον σερσερή σκορπάει τα ωραία του λεφτά στον αέρα. Και τι κάνει; Ρουφάει και ξεφυσάει ντουμάνι. Αυτό κάνει ο μπουνταλάς, και καζαντίζει ο Παπαστράτος! Στάθηκε κι έφτυσε μεγαλοπρεπώς πάνω στο πεζοδρόμιο. Μποκ-σεΐμποκ! Κακό συνήθειο το τσιγάρο. Χαμογέλασε όμως με επιείκεια. Νε ισά. Ας κάνουμε κι εμείς, σαν άντρες το χαβέσι μας, είπε μέσα του.

Απ' την Πλατεία θα πάει δεξιά, Αγίου Δημητρίου. Δεν είναι μπαΐρι, είναι ξεκούραστος δρόμος και θα τον πάρει, όπως πάντα, «γιαβάς γιαβάς». Περνώντας τα χαλάσματα του Άι Δημήτρη, θα σταυροκοπηθεί, στα κρυφά μέσα από το παλτό του, διότι ας είναι ερείπιο η εκκλησιά, ακόμα αναβλύζει το άγιο μύρο από τα θεμέλιά της, βοήθειά μας. Μετά, περπατώντας πάνω στο καλντερίμι του στενού δρόμου, θα χαζεύει δεξιά και αριστερά και θα σχολιάζει με το νου του τα μαγαζιά: πόσα απ' αυτά τα βρίσκει χαϊρλίδικα, πόσα θα πάνε χαράμι μίαν των ημερών -πολύ τον χαίρεται αυτόν τον περίπατο. Πριν φτάσει στην Αποστόλου Παύλου, κοντά στο σπίτι του Κεμάλ -παλικάρι και πατριώτης ο σκύλος, μαύρη κι άραχνη η ώρα που τον γέννησε η Σαλονίκη, κιοπόγλου κιοπέκ- θα στρίψει αριστερά και θα πάρει τον ανηφορικό δρόμο για την πλατεία Καλλιθέας.

Από το Διοικητήριο και ως τον Άι Δημήτρη, ο δρόμος όλο χαλάσματα, καινούρια μέγαρα και παράγκες η μια κολλητά στην άλλη, γεμάτες προσφυγιά. Από κει και πέρα τουρκόσπιτα δεξιά κι αριστερά και λίγα χριστιανικά που σώθηκαν απ΄ τη Μεγάλη Φωτιά. Έχει κι άλλο δρόμο, συντομότερο, αλλά τον ωφελεί το περπάτημα και προτιμάει αυτό το δρομολόγιο, γιατί έχει πιο πολύ σεργιάνι. Περνώντας από το «Αχίλλειον», το «σινεμασί», θυμήθηκε ότι έχει υποσχεθεί στην Ανδρομάχη να την πάει κάποια μέρα να δούνε το έργο το «ομιλόν» που θέλει.

[…]

Το μεσημέρι, παλιό συνήθειο, δεν τρώει ο Συμεών στα μαγέρικα, όπως κάνουν κάτι άλλοι εμπόροι που τα φυσάνε, κι έτσι αποφεύγει το έξοδο και τη βαρυστομαχιά. Παίρνει ένα κουλούρι απ' τον Ιγνάτη τον κουλουρτζή της πιάτσας και, σουλατσέρνοντας στο πεζοδρόμιο πάνω κάτω, κάνει τον αδιάφορο και τσιμπάει καμιά ελιά από κανέναν συνάδελφο, έτσι όπως είναι εκτεθειμένες στο πεζοδρόμιο. Παραδίπλα είναι ο Τρύφωνας (ελαίαι, έλαια - χονδρική). Τι τρώει, δηλαδή, σαν το σπουργίτι τρώει ο Συμεών. Δίνω και παίρνω είναι η ζωή. Έτσι; Δυο χούφτες σιταράκι για τα περιστέρια του βάζει κάθε μέρα ο πονηρός ο Τρύφωνας στις τσέπες του, απ' τα τσουβάλια του Συμεών κι ο Συμεών δε λέει τίποτα. Θα το κάνει τώρα ομούρι ο Τρύφωνας, για πέντε έξι ελιές; Σιωπηλό αλισβερίσι ντεμέκ.

Έτσι είναι βέβαια, συλλογιέται περπατώντας αφηρημένα. Η ζωή είναι δύσκολη, κι οι παράδες δε φυτρώνουν, ν' απλώσεις το χέρι να τους μαζέψεις.

Στη Σμύρνη, το '22, σαραντάρης ήταν δεν ήταν, σκαρφάλωσε στο σκυλοπνίχτη την «Καρτερία» με την ψυχή στο στόμα, μ' ένα πουκάμισο κι ένα παντελόνι όλα κι όλα -κι αυτά μούσκεμα απ' το κολύμπι- κι έφτασε τουρτουρίζοντας σαν το γύφτο στον Πειραιά. Ο γέρος κι η μάνα του ξέμειναν στο χωριό κι από τότε, όσο κι αν ρώτησε από δω κι από κει άλλους συμπατριώτες, δεν έμαθε τίποτα γι' αυτούς. Του 'ρθε πάλι ρίγος σ' αυτή τη σκέψη. Την ίδια μέρα έπιασε δουλειά μεροκάματο σε γιαπί, ίσα ίσα για να τρώει ένα κομμάτι ψωμί.

Τα ξαναθυμάται ένα ένα.

Ξεκίνησε από τον Πειραιά θεόφτωχος. Με πολλά βάσανα και δουλεύοντας ενδιάμεσα στα χωράφια των ντόπιων, του κλότσου και του μπάτσου, ταξίδεψε με κάρο, με τρένο λαθρεπιβάτης, με φορτηγά ή με τα πόδια και στο τέλος, με καΐκι από το Βόλο, ήρθε εδώ στη Σαλονίκη, ν' ανταμώσει με κοντοχωριανούς και κάποιους από το σόι. Δε βαριέσαι. Δε βρήκε κανέναν. Ούτε την αδελφή του τη μικρότερη, που είχε πληροφορίες ότι ήρθε εδώ από την Καβάλα. Βρήκε μονάχα κάποιους από κείνα τα μέρη, να κοιμούνται μέσα στην εκκλησία της Νέα Παναγίας. Ούτε γυρίσανε να τον δούνε. Είχαν κι αυτοί τα δικά τους. Συμεών, είπε μέσα του, κάνε τι θα κάνεις, είσαι μοναχός στον κόσμο και θα ψοφήσεις στην πείνα.

Έτσι, πήρε γραμμή τους δρόμους και τα σοκάκια της αγοράς, μέσα στην καμένη πολιτεία, απ' ανατολή σε δύση, μια στο Σταθμό, μια στην Τούμπα, μια στην Αρετσού και κουτσά στραβά έβγαζε ένα μεροκάματο, με χίλια ζόρια. Χαντάκωνε μέσα σ' ένα μαξιλάρι ακόμα και την τρύπια την πεντάρα. Τα βράδια ψοφολογούσε κατάκοπος στην παράγκα, ψηλά, πάνω στα Κάστρα, που τη σκάρωσε μαζί μ' εκείνον τον Χριστόφορο, το δάσκαλο απ' το Αϊβαλί, καλή του ώρα, καλός και τίμιος άνθρωπος (πού να 'ναι τώρα άραγες;). Άλλες φορές, από τα χαράματα, έτρεχε στα γιαπιά να πιάσει δουλειά στα χαρμάνια ή στη λαχαναγορά για χαμαλίκι, δουλειές με τιποτένιο μεροκάματο που του 'διναν οι ντόπιοι, ελεημοσύνη. Χρόνια πήγε αυτό το βιολί, και δεκάρα δεκάρα τα μάζευε, να κάνει σιρμαγιά. Ώσπου κάποια νύχτα, το '26, άναψε τη γκαζόλαμπα, ξήλωσε το μαξιλάρι και μέσα στο μισοσκόταδο άρχισε να μετράει σιωπηλά, μην ξυπνήσει ο Χριστόφορος, την περιουσία του. Ούτε ο ίδιος ήξερε πόσα είχε μαζέψει. Τα βρήκε ίσαμε πεντακόσια. «Αφερίμ», μουρμούρισε χαρούμενος. Πρωί πρωί την άλλη μέρα κατεβαίνει στην αγορά. Βρίσκει τσίγκινα πιάτα λίγο χτυπημένα, δεύτερη διαλογή, και καμινέτα απότα αζήτητα, στο μαγαζί του Εβραίου του Αμπραβανέλ, Αγίου Μηνά, τα φορτώνει, πάει γραμμή στο Σταθμό, σκαρφαλώνει λαθραία στο πίσω μέρος, πάνω σ' ένα φορτηγό βαγόνι των ΣΕΚ και, ταξιδεύοντας δέκα ώρες μέσα στο κουβούκλιο του βαγονιού, εκεί όπου είναι η μανιβέλα του φρένου, φτάνει στο Μακρυχώρι στη Θεσσαλία. Σε μία γύρα πουλάει στους χωριάτες τα πιατικά και τα καμινέτα, βγάζει κέρδος ίσαμε τετρακόσια, αγοράζει ρεβύθια και φακές, σαλτάρει μαζί με το εμπόρευμα πάνω σ' ένα κάρο και σιγά σιγά, αλλάζοντας κάθε τόσο μεταφορικό μέσο, φτάνει τζάμπα στη Σαλονίκη. Μοσχοπουλάει τα όσπρια στο Βαρδάρι λιανικώς, στημένος στο πεζοδρόμιο και βαραίνοντας το καντάρι, το κατά δύναμιν. Σε δυο τρεις μέρες, παίρνει απ' τον Εβραίο ποτήρια, μαχαιροπίρουνα, πιάτα, πήλινες κατσαρόλες και δώστου ξανά το ίδιο δρομολόγιο. Ούτε κι αυτός δε μέτρησε πόσες φορές πήγε και ήρθε στα χωριά της περιοχής. Ήταν προσηνής, αγαπητός και καλός διπλωμάτης. Έκανε γερές γνωριμίες με τους ντόπιους, κάτι που αργότερα τον βοήθησε πολύ.

Σ' αυτά τα ταξίδια βόλευε την πείνα του όπως όπως, τρώγοντας ψωμοτύρι, ελιές, κρεμμύδια, καμιά ντομάτα, και ό,τι άλλο έβρισκε στα χωράφια. Έστρωνε το γιατάκι του σε φιλόξενους αχυρώνες, κάπνιζε λαθραίο στριφτό. Κράτησε καιρό αυτό το ιδιόμορφο περιφερόμενο εμπόριο. Κι από γυναίκες; Είχε ξεχάσει και πώς ήταν οι γυναίκες…

Ζησιάδης Λεωνίδας, Συμεών, ο πρόσφυγας, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1996/1995, σελ. 25-30.