Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων«Βρω εγκώ για σένα θέση…»
Έχει δυο χρόνια τώρα που η περιοχή της Ρωμαϊκής Αγοράς -στο κέντρο της πόλης- έχει γεμίσει από ξένους.
Ακούω ρώσικα, αλβανικά, ρουμάνικα, κινέζικα, αφρικάνικα.
Βλέπω όμορφες υπάρξεις, δραγόνους της Τσαρικής Φρουράς, και χαίρομαι με το περπάτημά τους.
Ακούω όμως και τις γκρίνιες από πολλούς άθλιους μικροαστούς του κέντρου, στο στιλ «Έχουμε γεμίσει από δαύτους, γιατί τους κουβάλησαν όλους αυτούς τους μεθύστακες;» ή «Γέμισε ο τόπος μαφιόζους…» κι άλλα περισσότερο σκληρά για τις γυναίκες και τις κόρες τους, «Όλες πουτάνες είναι…», κι έχω αρπαχτεί πολλές φορές μαζί τους, θυμίζοντάς τους ότι έχει ένα σωρό αλήτες και καραπουτανάρες ντόπιο πράγμα (δεν τους διευκρίνισα ακριβώς ότι μπορεί να είναι οι γυναίκες τους, οι μπατζανάκηδές τους και κυρίως οι κορούλες τους).
Ένα από τα πλέον καυτά καθημερινά προβλήματα στο κέντρο της πόλης είναι το πού διάολο να παρκάρεις. Όλες οι θέσεις κλείνουν από νωρίς το πρωί. Σπάνια κινούμαι με τη λαμαρίνα μου, αλλά όσες φορές το κάνω, φτύνω αίμα για να βρω πάρκινγκ μετά. Μπορεί να φας και μια ώρα στο γύρω γύρω όλοι.
Τις προάλλες χρειάστηκε να πάρω το αυτοκίνητο για δουλειές. Γυρνάω το απόγευμα και βρίσκω μια θέση κάτω απ' την πολυκατοικία -μιλάμε για μεγάλη κωλοφαρδία- βάζω το αλάρμ και ετοιμάζομαι να παρκάρω, όταν εμφανίζεται μέσα απ' το ρώσικο πρακτορείο ταξιδίων ένας τύπος που μου κάνει κάτι απαγορευτικά τροχονομικά. Βγαίνω έξω απ' το αυτοκίνητο και του λέω: «Τι έγινε, ρε φίλε, ιδιωτικό πάρκινγκ το 'κανες;» Τα χάνει αυτός και προσπαθεί με σπασμένα ελληνικά να μου εξηγήσει ότι περιμένει ένα αυτοκίνητο του πρακτορείου τους να παρκάρει. Τα παίρνω στο κρανίο κι αρχίζω τις φωνές σαν μαλάκας Έλληνας που σώνει και καλά πρέπει να παρκάρει κάτω απ' το σπίτι του, έχω εκνευριστεί, βγαίνουν και κάποιοι άλλοι δικοί του, που δεν βγάζουν άχνα παρά με κοιτάζουν με κάποιο φόβο, και τελικά καταλαβαίνω έναν ψιλορατσισμό να μου βγαίνει, αστραπιαία ντρέπομαι που κάνω σαν […] μικροαστός, μπαίνω μες στ' αμάξι και φεύγω.
Κάνω δυο τρεις γύρους και βρίσκω θέση ένα τετράγωνο πιο πάνω.
Γυρίζω στο σπίτι και βλέπω τον τύπο με τον οποίο μάλωσα να με περιμένει στην είσοδο της πολυκατοικίας, τι να του πω τώρα, λέω μέσα μου, ντρέπομαι φοβερά για τις φωνές που του έβαλα, […], δεν ξέρω πώς να το χειριστώ κι όταν φτάνω μπροστά του, ο τύπος μου λέει «Βρήκε θέση, φίλε; Άμα όχι, βρω εγκώ για σένα θέση…» και μου σκάει ένα χρυσό χαμόγελο και με κάνει αλοιφή, προσπαθώ κι εγώ να χαμογελάσω, του λέω «Εντάξει, βρήκα παραπάνω, να 'σαι καλά» κι αυτός συνεχίζει ενώ βγάζω τα κλειδιά να μπω στην είσοδο, λέει… «Γκείτονες είμαστε, προσέχει ένας άλλον» κι έχω γίνει σκατά πατημένα και θέλω να γυρίσω πίσω να του πω «Έλα πάνω να πιούμε ένα τσίπουρο» και δεν το λέω ο κομπλεξικός.