Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ 1941-1943

Γιομτώβ Γιακοέλ

ΙΙ

Στάσις γερμανικών αρχών έναντι των Ισραηλιτών Θεσσαλονίκης. Κατασχέσεις βιβλιοθηκών, κοινοτικών και ιδιωτικών. Υπαγωγή της κοινότητος εις την Γκεστάπο. Οικονομική προστασία φυγάδων Ισραηλιτών. Σύλληψις του Δρος Κόρετς, φυλάκισίς του εις Βιέννην. Μεμονωμέναι αυθαιρεσίαι κατ’ εμπορικών οίκων. Μη εφαρμογή αντισημιτικής φυλετικής νομοθεσίας. Στάσις των Ισραηλιτών έναντι των αρχών Κατοχής. Εμπιστευτικά ανακοινώσεις περί επεμβάσεων και διαβημάτων εκ μέρους των Χριστιανών πλησίον των γερμανικών αρχών εναντίον των Εβραίων. Νέα σύλληψις του Δρος Κόρετς υπό Feldgendarmerie, φυλάκισίς του το 1942 εις Θεσσαλονίκην.

Από της εισόδου των Γερμανών εις Θεσσαλονίκην (Απρίλιος 1941), μέχρι του Ιουλίου 1942, ήτοι επί 15 μήνας Κατοχής, εβραϊκόν φυλετικόν ζήτημα δεν ετέθη εν Θεσσαλονίκη. Η σύλληψις και η επί ένα-δύο μήνας φυλάκισις ολίγων προκρίτων Ισραηλιτών κατά την αρχήν της Κατοχής, η κατάσχεσις των αρχείων της Εβραϊκής Κοινότητος ως και των εβραϊκών βιβλιοθηκών, δεν απετέλουν μέτρα συστηματικού ανθεβραϊκού διωγμού. Διότι και πρόκριτοι χριστιανοί συνελήφθησαν προληπτικώς και κατασχέσεις χριστιανικών περιουσιών έλαβον χώραν. Η στάσις των γερμανικών αρχών έναντι του εβραϊκού στοιχείου ήτο, κατά το ως άνω 15μηνον χρονικόν διάστημα, αδιάφορος. Εξεδίδοντο κατά καιρούς διάφορα ανθεβραϊκά φυλλάδια και εκυκλοφόρουν τη ανοχή των Γερμανών. Και το ραδιόφωνον προέβαινεν εις προπαγανδιστικάς αντισημιτικάς εκπομπάς. Και δημεύσεις εμπορικών περιουσιών ωρισμένων εβραϊκών οίκων ελάμβανον χώραν, και αυθαίρετοι αποβολαί εκ των καταστημάτων των εγένοντο εις ωρισμένους Εβραίους. Και εκβιαστικαί χρηματικαί πράξεις εσημειώθησαν εις βάρος Ισραηλιτών. Αλλά πάντα ταύτα είχον χαρακτήρα μεμονωμένων ενεργειών είτε εκ μέρους ωρισμένων υπηρεσιών (π.χ. της υπηρεσίας στεγάσεως αρχών Κατοχής ή της Γερμανικής Στρατιωτικής Επιμελητείας), είτε εκ μέρους ωρισμένων Γερμανών στρατιωτικών, είτε τέλος καθ’ υπόδειξιν εντοπίων χριστιανών. Καθωρισμένη προγραμματικώς αντισημιτική πολιτική εκ μέρους των γερμανικών αρχών, κατά το πρώτον 15μηνον της Κατοχής, δεν εξεδηλώθη.

Η Ισραηλιτική Κοινότης, ως ελέχθη, υπήχθη ευθύς εξ αρχής εις την δικαιοδοσίαν της Γκεστάπο. Τα σωματεία και αι ισραηλιτικαί λέσχαι έκλεισαν. Η λειτουγία των κοινοτικών εβραϊκών σχολείων διεκόπη. Τα φιλανθρωπικά ιδρύματα εχαλάρωσαν την δράσιν των. Η συλλογική εβραϊκή δράσις έπαυσεν. Η Κοινότης υπήρχε ως οργανισμός τοπικός, δια να καταχωρεί τας γεννήσεις και τους θανάτους, να εποπτεύει την αυστηρώς θρησκευτικήν λειτουργίαν της συναγωγής και να μισθοδοτεί το υπαλληλικόν προσωπικόν. Ο αρχιραββίνος Δρ Κόρετς, συλληφθείς τον Μάιον 1941 εις Αθήνας, μετήχθη εις Βιέννην όπου εκρατήθη, φυλακισθείς επί αρκετούς μήνας. Όταν απελύθη και επέστρεψεν εις Θεσσαλονίκην, περιωρίσθη να εκτελεί καθήκοντα μόνο προϊσταμένου των θρησκευτικών λειτουργιών και υπηρεσιών της Κοινότητος. Ο πρόεδρος της Κοινότητος Σαλτιέλ ευρίσκετο εις καθημερινήν σχεδόν επαφήν μετά της Γκεστάπο, οπόθεν ελάμβανε τας διαταγάς και εξετέλει ασυζητητεί αυτάς. Είχεν ως βοηθόν, εξ αρχής από του διορισμού του, τον Ι. Αλμπάλα όστις, προερχόμενος ως πρόσφυξ εκ Βιέννης, ήτο καλός γνώστης της γερμανικής και εχρησίμευεν ως διερμηνεύς και σύνδεσμος με τας γερμανικάς αρχάς. Το παρελθόν του 40ετούς αυτού νέου ήτο ολίγον τυχοδιωκτικόν. Κατήγετο από την Καστοριάν και μικρός μετέβη εις Βιέννην όπου παρέμεινε επί 30ετίαν περίπου, ασκών το επάγγελμα του προμηθευτού πελατών εξ Ανατολής εις τας κλινικάς και ιατρούς της Βιέννης. Ελέγετο μεταξύ των Ισραηλιτών ότι είχε πολλάς συζυγικάς περιπετείας. Το γεγονός είναι ότι προ της προσλήψεώς του εις την Κοινότητα, ο Αλμπάλα έζη διά βοηθημάτων της Κοινοτικής Επιτροπής Αρωγής των εκ Κεντρικής Ευρώπης προσφύγων. Εκτός, όμως, του Αλμπάλα, η Γκεστάπο επέβαλεν εις την Κοινότητα να συντηρεί και 30 ως 40 πρόσωπα προσφύγων Ισραηλιτών εκ Γερμανίας, Τσεχοσλοβακίας, Πολωνίας, τα οποία ευρέθησαν εις Θεσσαλονίκην κατά την αρχήν της κατοχής. Η περίεργος αυτή προστασία των Εβραίων προσφύγων εκ μέρους της Γκεστάπο, εις την οποίαν κατέφευγον ούτοι οσάκις η Κοινότης προέβαλλεν αντιρρήσεις εις παραλόγους και υπερμέτρους αξιώσεις των, εκίνει τους Θεσσαλονικείς Ισραηλίτας εις δυσπιστίαν ως προς τον ρόλον των προσφύγων τούτων. Πολλάκις δε εξεδηλούντο μεταξύ κύκλων ισραηλιτικών υπόνοιαι δια την ιδιότητα των ανθρώπων αυτών ως Ισραηλιτών. Και η μετέπειτα στάσις των θα δικαιώσει τας υπονοίας αυτάς.

Την άνοιξιν του 1942, επεσκέφθη την Θεσσαλονίκην ο τότε πρόεδρος της ελληνικής κυβερνήσεως στρατηγός Τσολάκογλου. Τον επεσκέφθησαν ο πρόεδρος της Κοινότητος Σαλτιέλ και ο Δρ Κόρετς και εξέφρασαν εις αυτόν την ικανοποίησιν του εβραϊκού στοιχείου, διότι προ καιρού, εις δηλώσεις του, είχε δώσει καθησυχαστικάς διαβεβαιώσεις διά τον Εβραϊσμόν της Ελλάδος. Εκεί ο Δρ Κόρετς έθεσεν ζήτημα διά την έκπτωσίν του εκ των νομίμων δικαιωμάτων του ως αρχιραββίνου-εκρποσώπου της Κιονότητος και ήλθεν εις διένεξιν με τον Σαλτιέλ. Μετά 10ήμεερον ο Δρ Κόρετς συνελήφθη υπό της Feldgendarmerie και ενεκλείσθη, με άλλους χριστιανούς προκρίτους, εις τας φυλακάς Θεσσαλονίκης δι’ αρκετούς μήνας. Ούτω έμεινε και πάλιν ανεξέλεγκτος κύριος και δεσπότης της Κοινότητος ο Σαλτιέλ, με το επιτελείον του εκ των υπαλλήλων, των επιτηδείων κολάκων και του Αλμπάλα.

Αλλά ποία υπήρξεν η στάσις των Ισραηλιτών, ως ατόμων και ως ομάδος φυλετικής, έναντι των Γερμανών, από της ενάρξεως της Κατοχής της Θεσσαλονίκης; Εξεδηλώθη πνεύμα απειθαρχίας εκ μέρους αυτών προς τας διαταγάς των αρχών Κατοχής; Εσημειώθησαν πράξεις σαμποτάζ ή κρύφιαι αντιδράσεις κατά των Γερμανών εις τας οποίας να έλαβον μέρος Ισραηλίται; Η απάντησις εις τα ερωτήματα ταύτα είναι αρνητική. Οι Ισραηλίται Θεσσαλονίκης, πληροφορηθέντες την τύχην των άλλων ωργανωμένων ομοθρήσκων κοινοτήτων της Κεντρικής Ευρώπης, της Πολωνίας, της Σερβίας, την σκληράν τιμωρίαν χιλιάδων ομοφύλων των διά πράξεις ή παραλείψεις ενός Ισραηλίτου, από της πρώτης ημέρας της Κατοχής, κατελήφθησαν υπό αληθούς τρομοκρατίας. Χωρίς κανένα οδηγόν και κανένα σύνθημα, ως εξ ενστίκτου, κάθε Ισραηλίτης έθεσεν εις τον εαυτόν του περιορισμούς εις την καθ’ όλου στάσιν του, ώστε ουδεμίαν αφορμήν να μην ευρίσκει ο κατακτητής διά να δικαιολογήσει την εγκαινίασιν αντισημιτικής πολιτικής. Ο ισραηλιτικός τύπος είχε παύσει να εκδίδηται ολίγον προ της εισόδου των Γερμανών, ο δε ελληνικός τύπος, εκδιδόμενος από ανθρώπους πωληθέντας και μισθοδοτουμένους υπό των Γερμανών, δεν είχεν εγκαινιάσει τακτικήν πολιτικήν ανθεβραϊκήν, από καιρού όμως εις καιρόν κατεχώρει άρθρα ή ειδήσεις αντισημιτικάς, αι οποίαι συνετέλουν ώστε ο ισραηλιτικός πληθυσμός να κατέχηται από φόβον εύλογον μήπως εκσπάσει η θύελλα εναντίον αυτού. Πάντως, ως ελέχθη, κατά το πρώτον 15μηνον της Κατοχής δεν εξεδηλώθη αντισημιτική κίνησις ωργανωμένη εκ μέρους των Γερμανών. Διαδόσεις και εμπιστευτικαί πληροφορίαι εκυκλοφόρουν περί κρυφίων ενεργειών, διαβημάτων ωρισμένων χριστιανικών κύκλων προς τους Γερμανούς, υπέρ της εφαρμογής των φυλετικών νόμων και εν Θεσσαλονίκη. Εκ των υστέρων θα αποδειχθεί ότι αι διαδόσεις αύται δεν ήσαν αστήρικτοι. Εν πάση περιπτώσει αξίζει ν’ αναφερθεί μία πληροφορία την οποίαν ήλθεν, κάποιαν ημέραν της ανοίξεως του 1942, εις το γραφείον μου, να μοι ανακοινώσει σοβαρός Ισραηλίτης έμπορος –Γερμανός υπήκοος– του οποίου η χριστιανή σύζυγος ειργάζετο εις την υπηρεσίαν της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως. Κατά την πληροφορίαν ταύτην, διά της Γερμανικής Διοικήσεως διεβιβάζοντο επανειλημμένως υπομνήματα χριστανικών οργανώσεων και ομάδων της Θεσσαλονίκης προς το Βερολίνον, παρακαλούντα όπως εφαρμοσθούν τα γνωστά αντισημιτικά μέτρα εις την μακεδονικήν μητρόπολιν.

Παρά τας ενεργείας ταύτας αι οποίαι –προς τιμήν του ελληνικού ονόματος– δεν προήρχοντο εκ μέρους σοβαρών οργανώσεων και σημαινόντων κύκλων, αι γερμανικαί αρχαί, μέχρι του Ιουλίου 1942, δεν έλαβον καμμίαν απόφασιν αποκλειστικώς θίγουσαν τους Ισραηλίτας κατοίκους Θεσσαλονίκης, ως θρησκευτικήν ή φυλετικήν μειονότητα. Καταλήψεις και επιτάξεις οικημάτων, κατασχέσεις επίπλων και ραδιοφωνικών συσκευών, εγένοντο εκ μέρους των Γερμανών τόσον εναντίοντων Εβραίων, όσον και εναντίον των χριστιανών αδιακρίτως. Η μόνη διαφορά ήτο ότι προηγούντο τα στρατιωτικά αυτά μέτρα κατά των Εβραίων και ηκολούθουν βραδύτερον εναντίον των χριστιανών. Προκειμένου να ληφθεί τοιούτο μέτρον, εδίδετο η προτίμησις εις βάρος της περιουσίας των Εβραίων. Επίσης και αι προσφυγαί και τα παράπονα ή αι αιτήσεις επανορθώσεως, οσάκις προήρχοντο εκ μέρους Εβραίων, δεν εγένοντο συνήθως δεκτά εκ μέρους των γερμανικών αρχών. Εξ άλλου αι τελευταίαι αύται δεν ήρχοντο εις συναλλαγάς εμπορικής φύσεως με Ισραηλίτας προμηθευτάς, ει μη μόνον οσάκις επρόκειτο να κάμουν κατασχέσεις και δημεύσεις εμπορευμάτων εις βάρος των, ή οσάκις τα εβραϊκά καταστήματα είχον μονοπώλιον του είδους, οπότε προέβαινον εις αγοράς εις τιμάς εξευτελιστικάς. Την μειονεκτικήν όμως αυτήν θέσιν, πολλοί Ισραηλίται έμποροι και βομήχανοι κατώρθωσαν να παρακάμψουν, ερχόμενοι εις συνεννοήσεις και συνεργασίας με συναδέλφους των χριστιανούς, επ’ ονόματι των οποίων ενηργείτο η προμήθεια προς τας γερμανικάς αρχάς. Ούτω σημαντικός αριθμός Ισραηλιτών εμπόρων, κατώρθωσε να επωφεληθεί των περιστάσεων και να δημιουργήσει εργασίας επικερδείς διά τοιόυτων συνδυασμών. Αι ικανοποιητικαί αύται συναλλαγαί και η έλλειψις συστηματικών ανθεβραϊκών εκδηλώσεων εκ μέρους των Γερμανών ή μέτρων αντισημιτικών, ενεθάρρυνε τους Εβραίους, αρκετοί δ’ εκ των προ της Κατοχής προσφυγόντων εις Αθήνας Ισραηλίται Θεσσαλονίκης, επέστρεψαν εις την γενέτειράν των και επεδόθησαν και πάλιν εις τας εργασίας των.

VIII

Το ζήτημα των Νεκροταφείων. Η στάσις των ελληνικών αρχών. Διαβήματα και μεσολαβήσεις του αρχιραββίνου πλησίον των αρχών. Πρακτικά μεταξύ γερμανικών και ελληνικών αρχών και αρχιραββίνου. Οργάνωσις έργου διασώσεως των μνημείων. Ίδρυσις δύο νέων νεκροταφείων και ιδιωτική μεταφορά των μνημείων. Έναρξις κατεδαφίσεως των μνημείων υπό του Δήμου. Καταστροφαί και διαρπαγαί των υλικών.

Ολίγας ημέρας μετά την υπογραφήν της συμφωνίας με τον Δρα Μέρτεν (17 Οκτωβρίου) η Γενική Διοίκησις Μακεδονίας, δι’ εγγράφου αυτής στηριζομένου εις διαταγήν της Στρατιωτιής Διοικήσεως Θεσσαλονίκης-Αιγαίου, εκάλει την Ισραηλιτικήν Κοινότητα αφ’ ενός μεν να συνεργασθεί μετά του Δήμου διά την μεταφοράν των ισραηλιτικών νεκροταφείων και αφ’ ετέρου να συμπράξει διά την οργάνωσιν δύο νέων ισραηλιτικών νεκροταφείων, του ενός εις την ανατολικήν πλευράν της πόλεως (Τούμπα) και ετέρου εις την δυτικήν (Ζεϊτινλίκ). Καθώριζε δε συντομωτάτην προθεσμίαν εκτελέσεως των διαταγών, επί απειλή κατεδαφίσεως των νεκροταφείων υπό του Δήμου και αφαιρέσεως των υλικών των μνημείων. Συγχρόνως απηγορεύετο μετά βραχείαν προθεσμίαν η ταφή νεκρών εις τα παλαιά νεκροταφεία. Ούτω εις περίοδον κατά την οποίαν η Κοινότης ετυραννείτο από δύο μεγάλα προβλήματα, της επιστρατεύσεως χιλιάδων μελών της εις τα αναγκαστικά έργα και της συλλογής του σημαντικού ποσού των 2.000 εκατομμυρίων δραχμών διά την εξαγοράν της εργασίας, προσετίθετο και τρίτον πρόβλημα, θρησκευτικής αυτό μορφής, το οποίον έθιγε κυρίως τας οικογενειακάς παραδόσεις όλων των Ισραηλιτών της πόλεως και εκείνων ακόμη οι οποίοι, αναχωρήσαντες εκ Θεσσαλονίκης, είχον τους προσφιλείς συγγενείς των ενταφιασμένους εις τα νεκροταφεία της. Μόλις ετέθη το πρόβλημα τούτο, η Κεντρική Επιτροπή, διά να καταμερίσει τας ευθύνας και τα κοινοτικά έργα, απεφάσισε την σύστασιν ιδιαιτέρας μεγάλης επιτροπής η οποία θα ανελάμβανε την διαχείρισιν του όλου ζητήματος των νεκροταφείων: της μετακομιδής αφ’ ενός των οστών και της διασώσεως των πολυτίμων υλικών (μαρμάρων αξίας, οικοδομικών υλικών κ.λπ.) και αφ’ ετέρου της οργανώσεως των δύο νέων νεκροταφείων. Η Επιτροπή αύτη ετέθη, όπως ήτο φυσικόν, υπό την προεδρίαν του αρχιραββίνου και ήρχισε περί τα τέλη Νοεμβρίου τας εργασίας της. Αλλά πριν η εκθέσωμεν το έργον της Επιτροπής, είναι απαραίτητον διά την κατανόησιν του όλου προβλήματος των ισραηλιτικών νεκροταφείων, να κάνομεν μίαν προς τα οπίσω αναδρομήν.

Εις την βορείαν πλευράν της Θεσσαλονίκης και μεταξύ των εγκαταστάσεων των στρατώνων πεζικού και του Πανεπιστημίου, είχον ιδρυθεί από τετρακοσίων και πλέον ετών τα εβραϊκά νεκροταφεία, πλησίον των τουρκικών τοιούτων. Τα εβραϊκά νεκροταφεία κατείχον έκτασιν πεντακοσίων πενήντα χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, εκ των οποίων ολίγαι μόνον δεκάδες χιλιάδων μέτρων δεν είχον εισέτι χρησιμοποιηθεί. Είναι γνωστόν ότι οι Ισραηλίται δεν προβαίνουν, εκ λόγων θρησκευτικών, εις αποκομιδήν των οστών, ως συμβαίνει εις τους χριστιανούς. Εκ του λόγου τούτου ο χώρος ο απαιτούμενος διά νεκροταφείον εις τους Ισραηλίτας διαρκώς αυξάνει εις έκτασιν. Μέχρι της εγκαταστάσεως εν Θεσσαλονίκη των Ελλήνων προσφύγων (1922), δεν ετίθετο ζήτημα εβραϊκών νεκροταφείων, διότι η τοποθεσία εις την οποίαν ταύτα ευρίσκοντο ήτο εις το άκρον της πόλεως και εις τας παρυφάς αυτής. Βραδύτερον, όμως, η πόλις ήρχισε να προεκτείνεται και, φυσικά, προς την πλευράν των εβραϊκών νεκροταφείων ιδρύθησαν προσφυγικοί συνοικισμοί. Μετά την αναχώρησιν δε και των Τούρκων, ηχρηστεύθη και το παρακείμενον προς τα ισραηλιτικά τουρκικόν νεκροταφείον. Η προέκτασις όμως αύτη της πόλεως και η ίδρυσις του δευτέρου πανεπιστημίου της χώρας παραπλεύρως των ισραηλιτικών νεκροταφείων, ήρχισαν να δημιουργούν ζήτημα τοπικόν. Διότι η παρεμβολή των νεκροταφείων τούτων μεταξύ κατωκημένων πλέον χώρων, απετέλει εμπόδιον και εις την συγκοινωνίαν και εις την ανάπτυξιν των πλησίον συνοικισμών, ως και εις την αναγκαίαν επέκτασιν των πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων. Άλλως τε και λόγοι υγείας προεβάλλοντο υπέρ της μεταφοράς των εβραϊκών νεκροταφείων, και πολεοδομικοί και αισθητικοί ακόμη λόγοι επέβαλον την ρύθμισιν του ζητήματος τούτου. Διότι δεν πρέπει να αρνηθεί κανείς το γεγονός ότι η Ισραηλιτική Κοινότης πολύ μικράν φροντίδα έδειξε, τόσον διά την συντήρησιν όσον και διά την ευπρεπή εμφάνισιν του μεγάλου τούτου χώρου, όστις απετέλει την αιωνίαν κατοικίαν των εκατοντάδων χιλιάδων νεκρών τεσσάρων και πλέον αιώνων. Ουδεμία οργάνωσις, ουδεμία τάξις, ουδέν σχέδιον ρυμοτομικόν, ουδέν δένδρον ή άνθος υπήρχον εις τα εβραϊκά νεκροταφεία, τα οποία εν μέρει ήσαν και απερίφρακτα. Διά τούτο, το θέαμα του χώρου τούτου δεν ήτο δυνατόν να προκαλέσει συναισθήματα ευλαβείας και περισυλλογής ουδ’ εις αυτούς τους Ισραηλίτας. Κατά μείζοντα δε λόγον, δεν ήτο δυνατόν να κινήσει εις σεβασμόν τους περιοίκους χριστιανούς, οι οποίοι εθίγοντο εκ της διατηρήσεως των εβραϊκών νεκροταφείων εντός πλέον της πόλεως.

Από του έτους όθεν 1925, ήρχισεν ανακινούμενον εν Θεσσαλονίκη το ζήτημα της μεταφοράς των εβραϊκών νεκροταφείων, αλλ’ η Ισραηλιτική Κοινότης προέβαλλεν ενώπιον των τοπικών και κεντρικών αρχών αντιρρήσεις, στηρίζουσα αυτάς εις θρησκευτικά κωλύματα. Αι ελληνικαί κυβερνήσεις, καίτοι το νέον σχέδιον της Θεσσαλονίκης (σχέδιον Εμπράρ) προέβλεπε την αχρήστευσιν των εβραϊκών νεκροταφείων και την εγκατάστασιν εις αυτάς του μεγάλου άλσους της πόλεως, ανέβαλλον συνεχώς και επί έτη την εφαρμογήν αυτού, και δι’ άλλους βεβαίως λόγους, αλλά και διά να μη ταχθούν αντιμέτωποι προς το θρησκευτικόν συναίσθημα του πολυπληθούς εβραϊκού πληθυσμού της μακεδονικής μητροπόλεως. Επί της δικτατορίας όμως Μεταξά (1936-1940) ετέθη και πάλιν οξύτερον το ζήτημα των εβραϊκών νεκροταφείων, προκειμένου να τεθεί εις εφαρμογήν το σχέδιον της επεκτάσεως των εγκαταστάσεων του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ ελληνικής κυβερνήσεως και της διοικήσεως της Ισραηλιτικής Κοινότητος, εξευρέθη λύσις ικανοποιούσα αμφότερα τα μερη. Η Κοινότης οικειοθελώς παρεχώρει δωρεάν έκτασιν τριάντα περίπου χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων εκ του νεκροταφείου προς το Πανεπιστήμιον, το οποίον ανελάμβανε την δαπάνη της εκσκαφής των τάφων επί τω σκοπώ μετακομιδής των οστών εις άλλην έκτασιν του νεκροταφείου. Εξ άλλου διά του δημοσιευθέντος νόμου η έκτασις ολόκληρος του εβραϊκού νεκροταφείου μετεβάλλετο εις κλειστόν άλσος και προεβλέπετο η ίδρυσις εις ετέραν τοποθεσίαν, μακράν της πόλεως, των νέων νεκροταφείων. Δυστυχώς ούτε η Κοινότης ούτε ο Δήμος Θεσσαλονίκης, αλλά ούτε και το Κράτος από της δημοσιεύσεως του νόμου (193…) μέχρι του 1942, επεμελήθησαν σοβαρώς διά την εφαρμογήν του νόμου και την ίδρυσιν των νέων νεκροταφείων, αλλ’ εχρησιμοποιούντο τα παλαιά υπό τύπον προσωρινότητος. Η κατάστασις αύτη επροκάλει την εξέγερσιν μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού της πόλεως και ιδίως των περιοίκων, οίτινες και εζήτουν ευκαιρίαν διά να ανακινήσουν το ζήτημα και να το μεταβάλουν εις υπόθεσιν των αρχών Κατοχής. Τούτο δε και εγένετο κατά Νοέμβριον 1942, και οι Γερμανοί, διά να ικανοποιήσουν το λαϊκόν χριστιανικόν αίσθημα, ανέλαβον την ρύθμισιν του ζητήματος, χαρακτηρίσαντες αυτό ως στρατιωτικόν.

Κατόπιν συνεννοήσεων της Στρατιωτικής Γερμανικής Διοικήσεως μετά της Ελληνικής Γενικής Διοικήσεως, ανετέθη εις την τελευταίαν ταύτην το έργον της κατεδαφίσεως των παλαιών εβραϊκών νεκροταφείων και της ιδρύσεως των δύο νέων τοιούτων. Επηκολούθησαν συσκέψεις μεταξύ των αρμοδίων γερμανικών στρατιωτικών οργάνων, των τεχνικών υπηρεσιών του Δήμου Θεσσαλονίκης, της Ελληνικής Γενικής Διοικήσεως, του αρχιραββίνου Δρος Κόρετς, καθ’ ας επεβλήθησαν αι ληφθείσαι αποφάσεις των Γερμανών: Άμεσος κατεδάφισις των μνημείων, δικαίωμα μεταφοράς των μαρμαρίνων πλακών υπό των ενδιαφερομένων συγγενών των νεκρών, οργάνωσις επειγόντως των δύο νέων νεκροταφείων προς έναρξιν της χρήσεώς των εντός μικρού χρονικού διαστήματος, καθ’ ο επετράπη προσωρινώς η ταφή εις τα παλαιά νεκροταφεία.

Και εις την περίπτωσιν αυτήν η διοίκησις της Ισραηλιτικής Κοινότητος επέδειξε την γνωστήν νοθρότητα κατανοήσεως της πραγματικότητος. Διότι με την αναβλητικότητα εις την λήψιν αποφάσεων –η οποία απετέλει το γνωστόν χαρακτηριστικόν ελάττωμα του αρχιραββίνου– έδωκεν αφορμήν εις τας ελληνικάς τεχνικάς υπηρεσίας να παραμερίσουν την Κοινότητα και ν’ αναλάβουν αυταί την ομαδικήν κατεδάφισιν των νεκροταφείων. Πράγματι, με πολύν ζήλον, άξιον διά καλυτέραν υπόθεσιν, επεδόθησαν εις το έργον της καταστροφής των μνημείων –αρχαίων και νεωτέρων, ακόμη δε και προσφάτου χρόνου– και εχρησιμοποίησαν εκατοντάδας εργατών προς τούτο. Είναι προφανές εκ του τρόπου του τόσον βιαστικού και του υπερβολικού ζήλου του επιδειχθέντος εκ μέρους των ελληνικών αρχών, ότι δεν ήσαν μόνον τα ελατήρια του καλλωπισμού της πόλεως, τα οποία ώθουν τας αρχάς εις την γοργήν κατεδάφισιν των εβραϊκών μνημείων. Μήπως δεν ηκούσθη ο ανώτερος τεχνικός υπάλληλος της Γενικής Διοικήσεως, αποκρούων την αίτησιν ολιγομήνου, ένεκα του χειμώνος, αναβολής των εργασιών κατεδαφίσεως, της διατυπωθείσης εκ μέρους του αρχιραββίνου, να λέγει, ενώπιον μάλιστα των Γερμανών αξιωματικών, ότι αύτη επιδιώκει να κερδηθεί χρόνος μέχρις ότου συνέλθουν εις βοήθειαν των Ισραηλιτών οι Άγγλοι; Άλλωστε εγνώσθη ότι και χριστιανικαί αντιπροσωπείαι επεσκέφθησαν τον Γερμανόν στρατιωτικόν διοικητήν διά να ευχαριστήσουν εκ μέρους του ελληνικού πληθυσμού της πόλεως διά την οριστικήν λύσιν του ζητήματος τούτου.

Συνεπώς λόγοι ικανοποιήσεως πολυχρονίου αιτήματος της κοινής χριστιανικής γνώμης, ήγαγον τους Γερμανούς εις ανάμιξιν επί του μη στρατιωτικού τούτου, αλλά καθαρώς πολιτικού ζητήματος, τας δε τοπικάς ελληνικάς αρχάς εις την τόσον εσπευσμένην και καταστροφικήν ενέργειαν. Αποτέλεσμα δε της εσφαλμένης στάσεως της κοινοτικής ισραηλιτικής διοικήσεως επί του προκύψαντος τούτου μεγάλου ζητήματος, υπήρξεν η άνευ συστολής καταστροφή πολυτίμων τάφων και αι αρπαγαί μεγάλης αξίας υλικού εκ μέρους επιτηδείων. Ολίγαι εκατοντάδες μόνον οικογενειών Ισραηλιτών, δι’ ιδιωτικών ενεργειών, επεμελήθησαν της μεταφοράς των οστών των προσφιλών των εις τα νέα νεκροταφεία. Ούτω έκλεισε, κατά τον θλιβερότερον και απρεπέστερον τρόπον, η ιστορία των αρχαίων εβραϊκών νεκροταφείων, διά της ομαδικής καταστροφής και διαρπαγής αυτών, προάγγελος της γενικής μετ’ ολίγον καταστροφής ολοκλήρου της Ισραηλιτικής Κοινότητος Θεσσαλονίκης, του πολυπληθεστέρου κέντρου του Εβραϊσμού της Ανατολής.

ΙΙΙ

10-25 Φεβρουαρίου 1943. Απογραφή Ισραηλιτών και συγκέντρωσις κατοικιών. Ζητήματα προκύπτοντα εκ των δύο τούτων μέτρων. Απαγόρευσις κινήσεως εκτός της Θεσσαλονίκης και συνέπεια εξ αυτής. Εικών της πόλεως κατά το 15ήμερον της μετακινήσεως των ισραηλιτικών οικογενειών. Παράλυσις της δράσεως της Κεντρικής Επιτροπής και αίτια αυτής. Αυθόρμητοι παραινετικαί ομιλίαι εις εκκλησίας και κρατικά σχολεία. Διαβήματα συλλόγων αναπήρων, τραυματιών και τύχη αυτών.

Το δεκαπενθήμερον μεταξύ 10ης και 25ης Φεβρουαρίου 1943, όλος ο κοινοτικός μηχανισμός, με πολλάς εκατοντάδας νέων και νεανίδων, καταναλίσκεται εις την εφαρμογήν των επιβληθέντων υπό των Γερμανών δύο μέτρων: α) Της απογραφής των μελών της Ισραηλιτικής Κοινότητος, της κατασκευής των διακριτικών σημείων, της καταρτίσεως των ατομικών δελτίων ταυτότητος και του εφοδιασμού όλων των άνω των 6 ετών αρρένων και θηλέων Ισραηλιτών, εξαιρέσει των ξένων υπηκόων, διά των ατομικών δελτίων και των διακριτικών σημείων και β) Της απογραφής των ισραηλιτικών κατοικιών των δύο εβραϊκών ζωνών (γκέττο) των υπό μεταφοράν οικογενειών και της συμπτύξεως και συστεγάσεως όλων των Ισραηλιτών (εκτός των εβραϊκών συνοικισμών πυροπαθών) εντός των δύο ζωνών. Άπειρα ζητήματα προέκυπτον καθ’ εκάστην, και η Διοικητική Επιτροπή της Κοινότητος και πλείσται επιτροπαί και υποεπιτροπαί ειργάζοντο εντατικώς διά την εμπρόθεσμον εφαρμογήν των μέτρων. Ήτο τόση δε η δημιουργηθείσα εργασία, ώστε δεκάδες υπαλλήλων και εθελοντών συνεργατών ηναγκάζοντο να διανυκτερεύουν εις τα γραφεία της Κοινότητος πολλάκις κατά το δεκαπενθήμερον τούτο. Εννοείται ότι εκείνο εκ των δύο μέτρων το οποίον επροκάλει τα περισσότερα ζητήματα και επέφερε κυριολεκτικώς την αναστάτωσιν εις τον εβραϊκόν πληθυσμόν της πόλεως, ήτο η σύμπτυξις και συστέγασις των οικογενειών εντός των δύο ωρισμένων επιτρεπομένων ζωνών.

Κατά τας ημέρες αυτάς η εικών την οποίαν παρουσίαζεν η πόλις της Θεσσαλονίκης, ήτο μιας πραγματικής μετοικεσίας των κατοίκων της. Κάρρα, καρότσια και αχθοφόροι εθεώντο διαρκώς, από πρωίας μέχρις εσπέρας, να ενεργούν μεταφοράς επίπλων και οικιακών σκευών από της μιας εις την άλλην πλευράν της πόλεως. Μία όψις ομαδικής καταναγκαστικής εξώσεως χιλιάδων οικογενειών εκ των κατοικιών των και μεταφοράς των εις άλλας, υπό όρους συμβιώσεως πολύ στενοχώρους. Διεπιστώθη ότι, κατά την λήξιν της προθεσμίας (25 Φεβρουαρίου), εις τας ισραηλιτικάς οικίας των επιτρεπομένων ζωνών, όλοι οι χώροι των δωματίων, και των σαλονιών ακόμη, είχον μεταβληθεί εις κοιτώνας, έκαστον δε δωμάτιον εστέγαζε τουλάχιστον τρία πρόσωπα. Η κατάστασις ήτο ακόμη χειροτέρα εις τους συνοικισμούς των πυροπαθών, όπου οι άποροι και εργατικαί τάξεις των απηγορευμένων περιοχών υπεχρεώθησαν να εγκατασταθούν κατά τρόπον εντελώς ανθυγιεινόν και σωρηδόν.

Ενώ ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλεως ήτο απησχολημένος με το πρόβλημα της στεγάσεώς του, η διοίκησις της Κοινότητος ήτο απορροφημένη με πλήθος ζητημάτων ανακινουμένων καθ’ εκάστην και απαιτούντων ταχείας τας λύσεις. Ούτω η απαγόρευσις της μετακινήσεως των Ισραηλιτών εντός της πόλεως εδημιούργει ζήτημα ζωής και θανάτου διά πολλάς εκατοντάδας εβραϊκών οικογενειών, των οποίων οι άνδρες ειργάζοντο καθημερινώς μεταβαίνοντες εντός της Θεσσαλονίκης, είτε εμπορευόμενοι ως γυρολόγοι εις τα πλησίον χωρία. Αι επεμβάσεις της Κοινότητος πλησίον της υπηρεσίας των SS, προς εξαίρεσιν των περιπτώσεων τούτων εκ της απαγορεύσεως της μετακινήσεως, απέβησαν άκαρποι. Η μόνη επιτυχία υπήρξεν η αποφυγή της απειληθείσης θανατικής εκτελέσεως δεκάδων τινών εκ των γυρολόγων τούτων Εβραίων οι οποίοι, αγνοούντες την απαγορευτικήν διαταγήν, είχον εξέλθει εκ της πόλεως και συνελήφθησαν υπό των Γερμανών, και οι οποίοι είχον εγκλεισθεί εις το στρατόπεδον συγκεντρώσεως. Εξάλλου η υπηρεσία των SS, αφού δι’ αυτοπροσώπου μεταβάσεως αξιωματικών της, είχε σημειώσει τα ακραία σημεία των επιτρεπομένων ζωνών εγκαταστάσεως των Ισραηλιτών κατοίκων (γκέττο), εξέλεξεν ένα συνοικισμόν πυροπαθών, γνωστόν υπό το όνομα του ιδρυτού του ως συνοικισμός Βαρώνου Χιρς, κείμενον πλησίον του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλεως, εις τον οποίον υπέδειξε προς την Κοινότητα την εκτέλεσιν ωρισμένων τεχνικών έργων. Τα έργα ταύτα συνίσταντο κυρίως εις περίφραξιν του συνοικισμού τούτου, εις ωρισμένας ανοικτάς πλευράς του, διά τοίχου και διά συρματοπλεγμάτων και εις τρόπον ώστε ο συνοικισμός ούτος, κατοικούμενος από 600 περίπου πτωχάς εργατικάς οικογενείας Εβραίων, απεκλείετο από την άλλην πόλιν και απετέλει είδος στρατοπέδου συγκεντρώσεως. Αφέθησαν δε δίοδοι προς την πόλιν και τον σιδηροδρομικόν σταθμόν, ώστε να είναι ευχερής ο έλεγχος των εισερχομένων και εξερχομένων εκ του συνοικισμού. Συγχρόνως οι Γερμανοί διέτασσον τας αστυνομικάς αρχάς της πλησίον της Θεσσαλονίκης γνωστής μικράς λουτροπόλεως Λαγκαδά, όπως, εντός μιας ημέρας, ενεργήσωσι την βιαίαν και διά οιουδήποτε μεταφορικού μέσου, μετακίνησιν των ολίγων (10-15) ισραηλιτικών οικογενειών, αι οποίαι ήσαν μονίμως εγκατεστημένοι και εμπορεύοντο εις την κωμόπολιν ταύτην, και την μεταφοράν των εις Θεσσαλονίκην.

Ήτο τόσον εσπευσμένη η ενέργεια των αστυνομικών αρχών Λαγκαδά, ώστε εάν δεν εμεσολάβει ο δήμαρχος της κωμοπόλεως ταύτης και η Κοινότης Θεσσαλονίκης, αι ατυχείς αυταί οικογένειαι θα ώφειλον να έλθωσι πεζοί, χωρίς τα οικιακά των πράγματα, εις Θεσσαλονίκην. Και αι οικογένεια αυταί, εγκαταλείψασαι εις Λαγκαδά τας μικράς των περιουσίας, αφίχθησαν εις κακήν κατάστασιν εις Θεσσαλονίκην και εγκατεστάθησαν, κατά διαταγήν των Γερμανών, εντός του συνοικισμού Βαρώνου Χιρς. Το γεγονός αυτό έδωκεν εις τους κοινοτικούς ισραηλιτικούς κύκλους την εύλογον εξήγησιν της κατασκευής των τεχνικών έργων εις τον συνοικισμόν τούτον, διότι εθεωρήθη ότι ο συνοικισμός Βαρώνου Χιρς είχε προορισθεί υπό των Γερμανών ως είδος στρατοπέδου συγκεντρώσεως Ισραηλιτών.

Και η Κεντρική Επιτροπή Έργων Κοινωνικής Προνοίας (η οποία συνεκέντρωνε ό,τι είχε να επιδείξει ο Εβραϊσμός Θεσσαλονίκης εις ικανότητα ηγεσία και εμπειρίαν περί τα κοινοτικά πράγματα) τι, λοιπόν, εγένετο κατά το δεκαπενθήμερον μεταξύ 10-25 Φεβρουαρίου; Είχε τεθεί εν αχρηστία εκ μέρους της διοιηκήσεως της Κοινότητος. Τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής ήσαν πολύ γνωστά εις το ισραηλιτικόν κοινόν της πόλεως διά την αφοσίωσίν των εις τα γενικά ζητήματα του Εβραϊσμού, και η πείρα των επί των κοινοτικών πραγμάτων είχεν επανειλημμένως δοκιμασθεί και αποδειχθεί ωφέλιμος διά την Κοινότητα. Έχοντες επίγνωσιν των μεγάλων και ιστορικών ευθυνών, αι οποίαι θα εβάρυνον αυτούς διά την στάσιν των κατά τας κρισίμους αυτάς στιγμάς του κοινοτικού βίου, τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής προσήρχοντο καθ’ εκάστην πρωίαν εις τα γραφεία της Κοινότητος και προσεφέροντο να συνδράμουν αυτήν εις τα βαρύτατα έργα τα οποία εξηναγκάσθη να επωμισθεί. Εφόσον η Κοινότης είχεν ήδη την Διοικητικήν Επιτροπήν ως εκτελεστικόν διοικητικόν όργανον υπευθύνως διαχειριζόμενον τας κοινοτικάς υποθέσεις, η πρωτοβουλία της ενεργείας ανήκεν εις την Διοικητικήν Επιτροπήν και ιδίως τον πρόεδρον αυτής Δρα Κόρετς. Ο ρόλος τον οποίον θα ήτο δυνατόν να έχει η Κεντρική Επιτροπή θα ήτο οργάνου συμβουλευτικού, και η χρησιμότης του ήτο προφανής κατά τας ημέρας αυτάς, όπου η διοίκησις της Κοινότητος, κυριολεκτικώς «πνιγμένη» με τα άπειρα τρέχοντα ζητήματα, ήτο ανίκανος να συσκέπτηται, να μελετά τα μεγάλα προβλήματα τα οποία ετίθεντο εις τον Εβραϊσμόν Θεσσαλονίκης και να δίδει τας ωρίμους λύσεις και τας ορθάς κατευθύνσεις. Εν επιγνώσει, λοιπόν, του ρόλου τούτου, τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής προσήρχοντο καθ’ εκάστην εις τα γραφεία της Κοινότητος και διά παρασκηνιακών διαβημάτων πλησίον των μελών της Διοικητικής Επιτροπής, υπεδείκνυον την ανάγκην τακτικών συνεδριάσεων της Κεντρικής Επιτροπής προς λήψιν αποφάσεων επί των μεγάλων γραμμών της κοινοτικής πολιτικής. Ατυχώς, παρ’ όλον ότι ανεγνωρίζετο η ορθότης των υποδείξεων τούτων, καθίστατο αδύνατον να μεταπεισθεί ο Δρ Κόρετς, να εγκαταλείψει τας ασχολίας του περί τα μικρά και λεπτομερειακά εις χείρας των κοινοτικών υπαλλήλων, και να προεδρεύσει μιας τουλάχιστον συνεδριάσεως της Κεντρικής Επιτροπής, διά να καθορισθούν τα γενικώτερα μέτρα και αι κατευθύνσεις της Κοινότητος επί της δημιουργηθείσης καταστάσεως. Τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής έφθασαν μάλιστα να γίνωσι φορτικά εις τας σχετικάς των υποδείξεις και ήκουσαν εντός του γραφείου του Δρος Κόρετς, την αυστηράν σύστασιν αυτού, ότι η κοινότης σήμερον «δεν είχεν ανάγκην συμβουλών, αλλά εργασίας». Και η εργασία ήτο η τυφλή εκτέλεσις, άνευ αντιρρήσεως ή συζητήσεως ή τροποποιήσεως, των διαταγών και παραγγελιών της γερμανικής υπηρεσίας των SS. Ούτω παρήρχοντο αι ημέραι, με πλήρη παράλυσιν της δράσεως της Κεντρικής Επιτροπής, τα μέλη της οποίας, ευσχήμως αποπεμπόμενα εκ του γραφείου της Κοινότητος ενίοτε, ευρίσκοντο εις πλήρη αποκαρδίωσιν διά το θλιβερόν τούτο κατάντημα του κοινοτικού οργανισμού.

Ενώπιον αυτής της στάσεως των υπευθύνων οργάνων διοικήσεως της Κοινότητος, εκτελούντων απλώς ρόλον υπηρετών των Γερμανών, εξηγείρετο η συνείδησις των ζωηροτέρων μελών της Κεντρικής Επιτροπής, τα οποία συνήρχοντο κατ’ ιδίαν εις τας οικίας, πότε του ενός και πότε του άλλου μέλους, και αντήλλασσον, ανεπισήμως πλέον, γνώμας περί της καταστάσεως και του πρακτέου. Ο γράφων έλαβε τότε την ευκαιρίαν να ανακοινώσει τα της εν Αθήναις συναντήσεώς του μετά του καθηγητού κ. Λούβαρι και να υποδείξει την επείγουσαν ανάγκην της μεταβάσεώς του εις Αθήνας, προς τον σκοπόν αφ’ ενός μεν της επιτεύξεως του διορισμού τούτου ως Γενικού Διοικητού Μακεδονίας και αφ’ ετέρου της ενεργείας διαβημάτων πλησίον της Κυβερνήσεως, διά την επέμβασίν της προς αποτροπήν μεγαλυτέρων κακών εναντίον του ελληνικού πληθυσμού των Ισραηλιτών Θεσσαλονίκης. Ήτο γνωστή και η εκτίμησις της οποίας έχαιρεν ο καθηγητής κ. Λούβαρις πλησίον των γερμανικών κύκλων, αλλά και η φιλία του προς το εβραϊκόν στοιχείον, ώστε η ανάληψις της Γενικής Διοικήσεως υπ’ αυτού θα ηδύνατο ασφαλώς να αποβεί προς το καλόν του στοιχείου τούτου. Η πρότασις αύτη, εμπιστευτικώς γενομένη, καίτοι υιοθετείτο εις τας κατ’ ιδίαν συζητήσεις παρά των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, δεν καθίστατο δυνατόν να αποβεί αντικείμενον συζητήσεως και αποφάσεως λόγω της αρνήσεως του Δρος Κόρετς να ζητεί γνώμας και συμβουλάς παρ’ άλλων. Υπήρχε δε τότε και ευκαιρία προς πραγματοποίησιν του ταξειδίου τούτου εις Αθήνας, υπό την πρόφασιν της συλλογής του υπολειπομένου τούτου εις Αθήνας, υπό την πρόφασιν της συλλογής του υπολειπομένου ποσού της οφειλής προς την Στρατιωτικήν Διοίκησιν Θεσσαλονίκης-Αιγαίου εκ της εξαγοράς της εργασίας των Ισραηλιτών.

Αλλά και άλλαι προτάσεις άξιαι συζητήσεως, καθ’ εκάστην προεβάλλοντο υπό των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, πλην όμως έμειναν απλαί προτάσεις, λόγω της παραμερίσεως του συμβουλευτικού τούτου οργάνου και αχρηστεύσεώς του εκ μέρους της Διοικήσεως της Κοινότητος και ιδίως του Δρος Κόρετς. Ούτω ερρίπτετο η ιδέα δημιουργίας κινήσεως συμπαθείας προς το εβραϊκόν στοιχείον, το χειμαζόμενον τότε, πλησίον των χριστιανικών οργανώσεων της πόλεως, επί σκοπώ αποφυγής ενδεχομένων επεισοδίων εις βάρος αυτού κατά την έναρξιν της κυκλοφορίας του με τα διακριτικά σήματα. Επίσης συνιστάτο η ενέργεια διαβημάτων πλησίον της Ιεράς Μητροπόλεως και των εκπαιδευτικών αρχών προς άσκησιν εκ μέρους αυτών, τόσον από άμβωνος όσον και από των διδασκαλικών εδρών, φιλοεβραϊκής προπαγάνδας. Τέλος, υπεδεικνύετο η χρησιμοποίησις των φιλικών δεσμών προσώπων προσκειμένων με τους Γερμανούς αξιωματούχους και δυναμένων να επηρεάζωσι τούτους, δι’ ιδιωτικών και ανεπισήμων συνομιλιών και μεσολαβήσεων, υπέρ των Ισραηλιτών. Πάσαι όμως αι ιδέαι αύται εκυκλοφόρουν μεταξύ των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, αλλά δεν μετετρέποντο εις αποφάσεις των υπευθύνως διοικούντων οργάνων της διά τους εκτεθέντας λόγους. Ένεκα τούτου, όσοι εκ των μελών της Κεντρικής Επιτροπής είχον τα μέσα, εχρησιμοποίουν τας φιλικάς των σχέσεις ιδιωτικώς προς εξυπηρέτησιν των επιδιωκομένων σκοπών. Ούτω εγνώσθη βραδύτερον ότι και η Εκκλησία υπέδειξεν, δι’ ομιλιών καταλλήλων από άμβωνος προς το ποίμνιόν της, το ανθρώπινον καθήκον των χριστιανών έναντι των δοκιμαζομένων συμπολιτών των, αλλά και οι διδάσκαλοι των ελληνικών σχολείων προέβησαν εις τας αναγκαίας συστάσεις προς τον κόσμον των νέων διά την πρέπουσαν διαγωγήν των έναντι των Ισραηλιτών συναδέλφων των. Η περισσότερον όμως συγκινήσασα το ισραηλιτικόν στοιχείον στάσις υπήρξε η των οργανώσεων των αναπήρων, τραυματιών και θυμάτων πολέμου. Αύται απετάνθησαν και εις αυτήν την γερμανικήν υπηρεσίαν των SS, και εζήτησαν να εξαιρεθούν των μέτρων οι παθόντες εν πολέμω Ισραηλίται συνάδελφοί των, επικαλεσθέντες την εν όπλοις πατριωτικήν διαγωγήν των. Η σκληρότης όμως των Γερμανών υπήρξεν απάνθρωπος, διότι ουδέ των αναπήρων πολέμου την θέσιν εσεβάσθησαν, διότι και εις αυτούς απηγόρευσαν την άνοδον εις τα οχήματα προς μετακίνησίν των, ηπείλησαν δε διά αθρόων εκτελέσεων τους διοικούντας τας οργανώσεις, εάν προέβαινον τυχόν εις δημοσίας εκδηλώσεις φιλοεβραϊκάς.

Γιακοέλ Γιομτώβ, Απομνημονεύματα 1941-1943, Επίκεντρο – Παρατηρητής, 1993, σ. 53-60, 84-88, 107-112.