Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Πενήντα χρόνια μετά…

Κούνιο – Αμαρίλιο Έρικα, Πενήντα χρόνια μετά. Αναμνήσεις μιας Σαλονικώτισσας Εβραίας, Παρατηρητής, 1995

Πενήντα χρόνια μετά…

Ι

Το 1924, ο πατέρας μου Σαλβατώρ Κούνιο, είκοσι τεσσάρων χρονών τότε, είχε ήδη ένα μικρό κατάστημα φωτογραφικών ειδών. Εργατικός πολύ, φιλομαθής και προοδευτικός, είχε από τότε μια πολύ καλή πελατεία, προμηθευόταν από τους πλανόδιους φωτογράφους, που περνούσαν από το κατάστημά του, το φωτογραφικό χαρτί και ό,τι άλλο χρειαζόταν για την τέχνη του. Τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν πολύ, γιατί ήταν πάντα στο πλευρό τους να τους συμβουλεύσει και να τους βοηθήσει για να γίνουν ακόμα πιο επιτυχημένοι. Πολλοί από αυτούς άνοιξαν μετά δικά τους φωτογραφεία και η φιλία τους με τον πατέρα μου ήταν μεγάλη. Ακόμη ζουν μερικοί, οι νεότεροι, που τον θυμούνται και μιλούν με αγάπη γι’ αυτόν. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Γιάννης Κυριακίδης, ο φωτορεπόρτερ της Θεσσαλονίκης –και ποιος δεν το ξέρει–, που όποτε με συναντήσει και του περισσεύουν λίγα λεπτά από το χρόνο του, θα μου πει πόσο τον βοήθησε ο Σαλβατώρ Κούνιο στο ξεκίνημά του.

Από τότε ο πατέρας έκανε εισαγωγές χαρτιών από τη Γερμανία, και κάθε χρόνο επισκεπτόταν τη φωτογραφική έκθεση της Λειψίας, την πιο σημαντική της Ευρώπης τότε. Τη χρονιά εκείνη, γνώρισε μέσω μιας κοινής φίλης, την Hella Lōwy, τριτοετή φοιτήτρια της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος, και η μητέρα μου πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τις σπουδές της και να τον ακολουθήσει στην Ελλάδα.

Ο πατέρας της, γνωστός αρχιτέκτονας και μηχανικός, ζούσε στο Κάρλοβι-Βάρι, Karlsbad, της τότε Αυστρουγγαρίας, και αργότερα της Τσεχοσλοβακίας, και η μητέρα της, η Τερέζα, μια όμορφη και καλλιεργημένη Βιεννέζα, δεν ήταν καθόλου ενθουσιασμένη με την απόφαση της μοναχοκόρης τους. Αλλά η δεκαοχτάχρονη όμορφη κόρη τους, ξεροκέφαλη και πεισματάρα από τότε, τους κατάφερε και τον Ιούνιο του 1925 παντρεύτηκαν στο Κάρλοβι-Βάρι της Τσεχοσλοβακίας.

Στο μεταξύ, είχε κτιστεί το σπίτι μας σε μια από τις ωραιότερες περιοχές της Θεσσαλονίκης, το λεγόμενο «τμήμα εξοχών» που άρχιζε από τον Λευκό Πύργο και τελείωνε στο Ντεπώ. Μικρές και μεγάλες μονοκατοικίες διώροφες ή τριώροφες, μέσα σε μεγάλους κήπους, στόλιζαν την περιοχή. Τα σχέδια και την επίβλεψη του σπιτιού έκανε ο παππούς μου, και φροντίδα του πατέρα μου ήταν να γίνει ένα άνετο σπίτι, με όσες ευκολίες υπήρχαν τότε. Ήθελε πάση θυσία να νιώσει άνετα η νεαρή του γυναίκα, που είχε θυσιάσει για χατίρι του και τις σπουδές της και έναν ολόκληρο τρόπο ζωής.

Η μητέρα, μεγαλωμένη στη Βιέννη και στο Κάρλοβι-Βάρι της Αυστρουγγαρίας, και τριτοετής ήδη φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, βρέθηκε ξαφνικά σ’ έναν άλλο κόσμο, τόσο διαφορετικό από το δικό της. Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν τόσο διαφορετική από την Ευρώπη του 1920. Χρειάστηκε μεγάλη ψυχική δύναμη για να ξεπεράσει το φράγμα της «ξένης», όπως όλοι την αποκαλούσαν, και οι συγγενείς και οι φίλοι, και να την αποδεχτεί η θεσσαλονικιώτικη κοινωνία. Ένα χρόνο μετά, στα τέλη Μαρτίου του 1926, μέσα σ’ αυτό το σπίτι γεννήθηκα εγώ –τότε οι γέννες γίνονταν στα σπίτια και όχι σε κλινικές.

Το σπίτι μας, στην Κορομηλά, ήταν κτισμένο πάνω στη θάλασσα. Μαζί με τα δυο γειτονικά σπίτια, δεξιά και αριστερά από το δικό μας και τον κήπο του Γαλλικού Λυκείου –αργότερα το 5ο Γυμνάσιο– σχημάτιζαν ένα μικρό όρμο.

Πόσο μικρό φαινόταν το σπίτι μας δίπλα στα πολύ μεγαλύτερα, του Βοζίου αριστερά μας και του Πολάτ δεξιά μας. Και τα δύο ήταν τριώροφα και είχαν έναν πύργο με μυτερή σαν κώνο σκεπή. Τα παρομοίαζα σαν δυο φύλακες, που προστάτευαν το σπίτι μας, σαν πιο μικρό που ήταν. Δεν ήταν όμως καθόλου μικρό, με τις τέσσερις κρεβατοκάμαρες επάνω, το μεγάλο μπάνιο και τη φαρδιά βεράντα, σ’ όλο το πλάτος του σπιτιού. Κάτων ήταν η τραπεζαρία, το σαλόνι και η μεγάλη κουζίνα. Μια ωραιότατη ξύλινη σκάλα οδηγούσε επάνω στις κρεβατοκάμαρες. Πόσες φορές δεν την κατεβαίναμε με τον αδελφό μου κάνοντας τσουλήθρα στα γερά κάγκελά της. Κάτω στο υπόγειο ήταν η καρβουναποθήκη και η ξύλαποθήκη, πάντα συμμαζεμένη με τα ξύλα ωραία στοιβαγμένα, το ένα πάνω στο άλλο. Εκεί ήταν το κρησφύγετό μας, για μας και την παρέα μας. Εκεί κρυβόμασταν όταν παίζαμε κρυφτό.

Στο κάτω πάτωμα, σ’ όλο το πλάτος, είχε επίσης μια φαρδιά βεράντα. Στη μέση της βεράντας φαρδιά μαρμάρινα σκαλιά οδηγούσαν κάτω στην αυλή. Με κάτασπρα βότσαλα ήταν σπαρμένη η αυλή, και κάθε χρόνο συμπλήρωνε τα κενά ο πατέρας.

Η αυλή σταματούσε μ’ ένα τοιχάκι ύψους ενός μέτρου, και ακολουθούσε ένα κενό από τέσσερα περίπου μέτρα, ως το μουράγιο που σταματούσε στη θάλασσα. Το κενό αυτό, για ενίσχυση του μουράγιου, το είχαν γεμίσει με μεγάλες πέτρες, που είχαν ριχτεί όπως όπως, σ’ όλο αυτό το χώρο.

Από τα ανοίγματα που είχαν αφήσει στο μουράγιο, έμπαινε η θάλασσα μέσα. Καβούρια μικρά και μεγάλα φώλιαζαν ανάμεσα στις πέτρες και ακόμα ακούω στα αυτιά μου να παφλάζει η θάλασσα, χαϊδεύοντας τις πέτρες, όταν δε φυσούσε ο «Βαρδάρης». Ένα τμήμα στο αριστερό μέρος είχε καλυφθεί με μπετόν, σχηματίζοντας μια μεγάλη εξέδρα που ένωνε το τοιχάκι της αυλής με το μουράγιο. Τέσσερα μικρά σκαλιά μας οδηγούσαν από τον κήπο επάνω στην εξέδρα. Δύο μεγάλα «σίδερα» σε σχήμα Γ με τροχαλίες στην άκρη της εξέδρας χρησίμευαν για να ανεβάζουμε τη μικρή μας άσπρη βάρκα, τη Λορελάι. Μια ξύλινη πολύ γερή και βαριά σκάλα, με μεγάλα χερούλια σιδερένια, αγκάλιαζε το μουράγιο.

Από εκεί κατεβαίναμε στη θάλασσα για να κολυμπήσουμε. Οι μεγάλοι κατέβαιναν και ανέβαιναν «αξιοπρεπώς» κι εμείς τα παιδιά μπαινοβγαίναμε συνεχώς. Η θάλασσα κάτω ήταν γεμάτη με μεγάλες πέτρες και δύσκολα μπορούσες να πατήσεις. Πολύ λίγοι μεγάλοι πατούσαν με γυμνά πόδια. Φοβόνταν τα καβούρια, τα μύδια και τους αχινούς. Αλλά εμείς, παιδιά, αυτά δεν τα λογαριάζαμε.

Είχα δύο-τρεις πέτρες «δικές μου» και εκεί στεκόμουν άφοβα. Στο μουράγιο μας, θυμάμαι, ερχόταν και αγκυροβολούσε το καΐκι, που μας έφερνε τα βότσαλα για την αυλή. Το αμπάρι ήταν γεμάτο με βότσαλα τα οποία έβαζαν μέσα σε σακιά. Τα φορτώνονταν στην πλάτη τους οι «χαμάληδες» της εποχής εκείνης και τα άδειαζαν στην αυλή μας. Όλη αυτή τη διαδικασία την παρακολουθούσαμε με πολύ ενδιαφέρον, μαζί με όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς. Το ίδιο, όταν πήγαιναν και στους γείτονες να συμπληρώσουν χαλίκι και στις δικές τους αυλές. Από το μουράγιο μας πάλι επιβιβαζόμασταν στο μεγάλο καΐκι που ερχόταν να παραλάβει εμάς και την παρέα των γονιών μου, για να μας πάνε στον Άι-Γιάννη του Πηλίου. Άλλος τρόπος για να πας στον Άι-Γιάννη τότε δεν υπήρχε. Πρέπει να κρατούσε μια-δυο μέρες το ταξίδι μας ως εκεί, γιατί θυμάμαι πως στο αμπάρι είχανε απλώσει κουβέρτες και μαξιλάρια για να κοιμηθούμε. Οι ίδιες κουβέρτες και ένα ολόκληρο νοικοκυριό που κουβαλούσαν, χρησίμευε για τη διαμονή μας. Τότε ο Άι-Γιάννης ήταν έρημος, δεν υπήρχαν ξενοδοχεία όπως τώρα. Εδώ και λίγα χρόνια δημιουργήθηκε και η κατασκήνωση της ΧΑΝ. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστό το τόσο ωραίο και ειδυλλιακό αυτό μέρος.

Στα όρια του μουράγιου, δεξιά και αριστερά, υπήρχαν «σιδεριές»: ένα μεγάλο ακτινωτό τόξο που τελείωνε σε μυτερές άκρες. Η «σιδεριά» που μας χώριζε από το γείτονά μας αριστερά ήταν πολύ πιο μεγάλη και με πιο χοντρά σίδερα από ό,τι του γείτονά μας δεξιά. Η «σιδεριά» της δεξιάς πλευράς ήταν μικρότερη και τα σίδερα πιο λεπτά. Περισσότερο στολίδι παρά εμπόδιο. Ο γείτονάς μας, κ. Βόζιος, είχε κτίσει έναν ψηλό τοίχο που χώριζε τα δυο μας σπίτια, σε όλο το μήκος του οικοπέδου, και είχε ύψος δύο μέτρα, αλλά όταν έφθανε στην εξέδρα, μόλις ξεπερνούσε το μέτρο. Επάνω, στο τελείωμα του τοίχου είχαν βάλει γυαλιά από σπασμένα μπουκάλια, κολλημένα με τσιμέντο όρθια, έτσι που να μην μπορούν να τον πηδήσουν εύκολα και να περάσουν από το ένα μέρος στο άλλο.

Αυτές οι προφυλάξεις είχαν παρθεί από το γείτονά μας, γιατί μέσα από το μουράγιο της αυλής του είχε σχηματίσει μια τεχνητή λίμνη –«χαβούζα» του Βόζιου τη λέγαμε. Είχε κάνει ένα πολύ έξυπνο σύστημα για να παγιδεύει τα ψάρια, που έμπαιναν από τα ανοίγματα του μουράγιου, σε όλο το μήκος του, το οποίο ήταν τρεις ή τέσσερις φορές μεγαλύτερο από το δικό μας. Στα ανοίγματα του μουράγιου είχε βάλει «σιδερένιες» πόρτες που ανεβοκατέβαιναν. Σήκωνε τις πόρτες, και άφηνε τα ψάρια να μπούνε μέσα. Και κάποια ώρα της ημέρας τις ξανάκλεινε φυλακίζοντας έτσι τα διάφορα ψάρια που είχαν μπει. Τα περισσότερα ήταν κεφαλόπουλα, γωβιοί και σπάροι. Πού και πού έμπαιναν και μερικές γλώσσες. Η χαβούζα ήταν και αυτή γεμάτη κεφαλόπουλα. Εύκολη λεία για τους «λαθροψαράδες».

Ο αδελφός μου, ένα χρόνο μικρότερός μου, από πολύ μικρός είχε μανία με το ψάρεμα. Σηκωνόταν από τα ξημερώματα, ετοίμαζε το δόλωμα για τα κεφαλόπουλα –ψωμοτύρι καλά ζυμωμένο– και καθόταν με τις ώρες να ψαρέψει. Πολλές φορές καθόμουν κι εγώ μαζί του για λίγη ώρα, αλλά τα ψάρια τις περισσότερες φορές προτιμούσαν το δικό του δόλωμα.

Μια από τις μεγάλες απολαύσεις, ήταν να ψάχνουμε και να πιάνουμε τα μεγάλα καβούρια που φώλιαζαν στις πέτρες. Από την έξω πλευρά κατά μήκος του μουράγιου, είχε μια μικρή προεξοχή, ακριβώς στο ύψος της επιφάνειας της θάλασσας. Το τοιχάκι επάνω και κάτω, έως βαθιά, ήταν γεμάτο μύδια, που κρέμονταν σαν μικρά ή μεγάλα τσαμπιά. Πολλές φορές ξεγελιούνταν τα καβούρια, κάθονταν επάνω στη μικρή προεξοχή και λιάζονταν. Είχαμε αποκτήσει και οι δυο μας μια δεξιοτεχνία να γραπώνουμε τα καβούρια και να ακινητοποιούμε τις δαγκάνες τους. Εγώ δεν τα κατάφερνα τόσο καλά, τα φοβόμουνα, αλλά ο αδελφός μου είχε γίνει εξπέρ. Ένα τενεκές με νερό ήταν πάντα κοντά, και μόλις πιάναμε τα καβούρια τα ρίχναμε μέσα. Η χαρά ήταν μεγάλη και κραυγές θριάμβου αντηχούσαν όταν πιάναμε μεγάλα καβούρια: «Το έπιασα, το έπιασα, πω πω ένα “παγούρι…”», φώναζε ο αδελφός μου. Έτσι ξεχωρίζαμε τα μεγάλα καβούρια από τα μικρά. Τα «παγούρια», που ήταν και σπάνια, τα πηγαίναμε στη μητέρα μας, η οποία μας τα έβραζε και μετά τα τρώγαμε. Δε θυμάμαι να ’χω ξαναφάει πιο νόστιμο θαλασσινό από αυτά τα «παγούρια» που με το βράσιμο κοκκίνιζαν. Πάντα πρόσεχα να μη σπάσει το καύκαλό τους. Ήταν τόσο όμορφο που το φύλαγα.

Τις περισσότερες φορές σ’ αυτές μας τις εξορμήσεις έρχονταν και οι φίλοι μας, τα γειτονόπουλά μας.

Η εξέδρα που ένωνε το εσωτερικό του τοίχου με το μουράγιο, ήταν ιδανική για ηλιοθεραπεία για τους μεγάλους, και για μας τα παιδιά, για να κάνουμε βουτιές στη θάλασσα. Τρέχοντας από τη μια άκρη στην άλλη και δίνοντας ένα γερό σάλτο συναγωνιζόμασταν ποιος θα φθάσει πιο μακριά. Από τη γειτονιά έρχονταν ένα σωρό γνωστοί και φίλοι, δικοί μας και των γονιών μας, να απολαύσουν τον ήλιο και τη θάλασσα. Είχαμε και την «ωραία» της γειτονιάς –φίλη μας και πραγματικά πολύ ωραία κοπέλα. Ερχόταν κάθε μέρα και ξάπλωνε με τις ώρες για να μαυρίσει. Πόσες φορές δε μας μάλωνε, γιατί την πιτσιλούσαμε με τις βουτιές μας. Εμείς όμως το χαβά μας.

Για να διευκολύνει ο πατέρας μου τους φίλους που έρχονταν να κολυμπήσουν από την αυλή μας, είχε στήσει ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι –μια «παράγκα», όπως την ονομάζαμε– βαμμένη με ένα γλυκό πράσινο χρώμα. Εκεί μπορούσαν να γδυθούν ανενόχλητοι και να αφήσουν τα ρούχα τους.

Χαρά μας ήταν να καθόμαστε με το δειλινό επάνω στη σκεπή της παράγκας, με ένα μεγάλο κομμάτι από τη στενόμακρη φραντζόλα με τυρί μέσα, και να αγναντεύουμε τη θάλασσα, που άλλαζε μαζί με τον ουρανό τόσα χρώματα, την ώρα που έδυε ο ήλιος.

Η εξέδρα μας, θυμάμαι, ήταν πάντα γεμάτη κόσμο, σε αντίθεση με το γείτονά μας, που δεν επέτρεπε σε κανέναν ξένο να πλησιάσει.

Πολλές φορές, παρά το σιδερένιο χώρισμα και τον τοίχο με τα γυαλιά, παιδιά της γειτονιάς έμπαιναν στα δικά του «χωράφια» και ψάρευαν εύκολα τα παγιδευμένα ψάρια. Όταν τους έβλεπε έβγαινε με μια μαγκούρα να τους κυνηγήσει, φωνάζοντας και αποκαλώντας τους «σκατουλάκια, θα σας δείξω εγώ». Τα παιδιά το διασκέδαζαν –το ίδιο και εμείς– και φυσικά, με την πρώτη ευκαιρία, ξαναπερνούσαν τον τοίχο.

Απέναντι από το σπίτι μας, και σ’ όλο το μήκος του μουράγιου του κ. Πολάτ ο δρόμος τελείωνε σε ένα βραχίονα. Έτσι, μπροστά στο σπίτι του γείτονά μας και μέχρι το δικό μας σχηματιζόταν ένας κολπίσκος κλειστός από τα τρία μέρη του και ανοιχτός προς τη θάλασσα. Τα νερά εκεί ήταν ρηχά, χωρίς πέτρες, μόνο άμμο. Ένας μικρός παράδεισος για τις μαμάδες με τα μικρά τους και όσους δεν κολυμπούσαν στ’ ανοιχτά. Στο σπίτι μας μαζεύονταν για ηλιοθεραπεία και κολύμπι οι καλοί κολυμβητές. Το καλοκαίρι, από νωρίς το πρωί μέχρι το μεσημέρι, αντηχούσε από τα γέλια, τις φωνές των παιδιών και τα «μπλουμ» της θάλασσας, όταν κάναμε τις βουτιές μας.

Εκεί, σ’ αυτήν τη «λιμνοθάλασσα» ήταν «παρκαρισμένη» η βάρκα του μπαρμπα-Γρηγόρη. Ο Γρηγόρης ήταν ο καλός μας φίλος. Όλοι τον αγαπούσαμε, αλλά και τον φοβόμασταν. Πόσο πολύ πρόσεχε τη βάρκα του!… Ήταν βαμμένη κάτασπρη, με μια γαλάζια και κόκκινη γραμμή στο επάνω μέρος, γύρω γύρω. Η καρίνα, βαμμένη σε βαθύ κόκκινο, έδινε μια χαρούμενη νότα στη βάρκα. Η κουπαστή από άβαφο, αλλά καλά γυαλισμένο ξύλο, είχε μια περίσσεια πολυτέλεια. Πολλές φορές έβαζε κανένα λουλούδι στην πρύμνη, και πάντα την Πρωτομαγιά κρεμούσε το «πατροπαράδοτο» στεφάνι του Μάη. Στα καθίσματα είχε επάνω κεντημένα μαξιλάρια. Το κάθε ένα είχε το δικό του σχέδιο, κεντημένο με ζωηρά χρώματα και ωραία «πισωβελονιά». Το ένα είχε μια γοργόνα που αναδυόταν από τη θάλασσα. Ένα άλλο είχε λουλούδια πολύχρωμα, πεταλούδες και ένα πουλάκι. Στο μεσαίο μαξιλάρι, που ήταν και το μεγαλύτερο, ήταν κεντημένο το όνομα της βάρκας του: «Εμπρός και έχει ο Θεός».

Αυτά βέβαια ήταν τα «καλά», τα επίσημα μαξιλάρια που τα τοποθετούσε τις Κυριακές και τις γιορτές, όταν έβγαζε περίπατο τους νοικοκυραίους με τις οικογένειές τους. Τότε έβαζε και μια άσπρη τέντα με κουλέδες στις άκρες –κεντημένους με κόκκινη κλωστή– για να προφυλάξει τους επιβάτες από τον καυτό ήλιο. Για κάθε μέρα είχε παλιά μαξιλάρια ντυμένα με λινάτσα.

Τις καθημερινές ψάρευε, όταν ήταν στα καλά του και δεν ήταν μεθυσμένος. Τότε μιλούσε μαζί μας, και πολλές φορές μας έδινε συμβουλές πώς να ψαρεύουμε καλύτερα. Μ’ άρεσε να τον ακούω και να παρατηρώ τα γελαστά του μάτια και τη μουστάκα του που κουνιόταν πάνω κάτω όταν μιλούσε. Πολλές φορές αναρωτιόμουν πώς μπορούσε να φάει. Δεν τον εμπόδιζαν τα μουστάκια του;

Αλλά όταν τον θυμώναμε, επειδή κολυμπούσαμε πολύ κοντά στη βάρκα και διώχναμε τα ψάρια, ή πιτσιλούσαμε τα καλά του μαξιλάρια όταν περίμενε πελατεία, τότε ποιος είδε τον Κύριο και δεν τον φοβήθηκε. Εμείς, όπου φύγει φύγει. Είχε και το δίκιο του ο άνθρωπος! Η βάρκα του, όταν ήταν στολισμένη, ήταν ένα χάρμα οφθαλμών. Ήταν κάτασπρη με την τέντα, τα μαξιλάρια πάντα καθαρά, ο ίδιος έλαμπε με τα καθαρά του ρούχα και το ψαθάκι του, που δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Καθόταν με τα κουπιά στο χέρι, περιμένοντας. Τα μουστάκια του έκρυβαν το χαμόγελο της ικανοποίησής του. Ήταν ένα θέαμα αξέχαστο ο μπαρμπα-Γρηγόρης με τη βάρκα του, να πηγαινοέρχεται στη θάλασσα μπροστά από το σπίτι μας.

Θυμάμαι μια Κυριακή που η οικογένεια Βόζιου, όλοι φορώντας τα πολύ καλά τους ρούχα, θα πήγαινα «βόλτα» με τη βάρκα του μπαρμπα-Γρηγόρη. Εμείς και οι δυο φίλοι μας επάνω στην εξέδρα μας παρακολουθούσαμε την επιβίβαση. Οι κυρίες, θυμάμαι, ήταν πολύ ωραία ντυμένες. φορούσαν ωραία καπέλα και κρατούσαν μικρά τσαντάκια. Τα τρία κορίτσια τους, πολύ όμορφα όλα, είχαν τα μαλλιά τους κτενισμένα σε μακριές μπούκλες. Προπάντων η Θάλεια, που ήταν και συνομήλική μου, ήταν σκέτη γλύκα με τα μακριά ξανθά της μαλλιά όλο μπούκλες. Ο μπαρμπα-Γρηγόρης, όρθιος επάνω στη βάρκα του, με το ένα χέρι κρατούσε το μουράγιο, και με το άλλο βοηθούσε τον κόσμο να μπει μέσα. Σαν στρατηγός έδινε τις εντολές του, πού να καθίσουν για να μη γέρνει επικίνδυνα. Μ’ ένα σπρώξιμο την απομάκρυνε από το μουράγιο και άρχισε να τραβάει σιγά σιγά τα κουπιά. Δεν είχαν απομακρυνθεί πολύ, όταν κάποιος από τους επιβάτες σηκώθηκε και έκανε μια άτσαλη κίνηση. Και να που η βάρκα γέρνει επικίνδυνα, ο Γρηγόρης κάτι λέει, κάποιος άλλος σηκώνεται. Η βάρκα γέρνει, και πάρτους όλους μέσα στη θάλασσα. Εμείς χαζεύαμε και χασκογελούσαμε. Τα καπελάκια των κυριών έπλεαν άδοξα πάνω στη θάλασσα. Το λουλούδι που είχε βάλει στην πρύμνη ο μπαρμπα-Γρηγόρης έπλεε κι αυτό καμαρωτό, και οι ωραίες μπούκλες της Θάλειας είχαν χαλάσει. Τα Α! Α! αντηχούσαν στα αυτιά μας. Ευτυχώς όλοι ήξεραν κολύμπι και βγήκαν σώοι έξω.

Μια κρυφή ικανοποίηση νιώσαμε για το πάθημα του κ. Βόζιου. Τον φοβόμασταν και τον είχαμε άχτι γιατί όλο και κάτι έβρισκε για να μας μαλώνει. Πότε γιατί φωνάζαμε και μιλούσαμε δυνατά τα μεσημέρια, όταν αυτός κοιμόταν κι εμείς όχι, πότε γιατί κάποιος του είχε ανοίξει τις πόρτες του μουράγιου, όταν ο ίδιος τις είχε κλείσει για να παγιδευτούν τα ψάρια, πότε γιατί κάναμε άλλες σκανταλιές.

Θυμάμαι ότι πάντα, στο υπόγειο του σπιτιού του, όπου ήταν και το πλυσταριό, έβαζε στην ξύλινη σκάφη που ήταν επάνω στη γούρνα το καρπούζι της ημέρας, να κρυώσει. Άφηνε τη βρύση να στάζει επάνω στο καρπούζι και αυτό ως το μεσημέρι ήταν δροσερό, έτοιμο για φάγωμα. Τότε δεν είχαμε ψυγεία και η παγωνιέρα δεν ήταν τόσο μεγάλη, που να χωρά τη «βόμβα» που χρειαζόταν να φάει η πολυμελής οικογένειά του.

Μια μέρα μας φώναξε η Θάλεια, για να μας δείξει ένα τεράστιο στενόμακρο καρπούζι, που φαινόταν πολύ βαρύ. Ασήκωτο –μας είπε– είναι. Τότε ο αδελφός μου, που αποκαλούσε τον εαυτό του, χτυπώντας το στήθος του, «εγώ είμαι νταής», θέλησε να δείξει το νταηλίκι του. «Εγώ θα το σηκώσω», είπε, και η Θάλεια τον προκαλούσε «Δεν μπορείς, δεν μπορείς!» Η αλήθεια ήταν ότι δε θα μπορούσε, ήταν ένα αδύνατο παιδί, αλλά πολύ πεισματάρης. Ήμασταν τέσσερα-πέντε παιδιά και ο «νταής» ήθελε να κάνει το κομμάτι του. Με πολλή προσπάθεια σήκωσε το καρπούζι με τα αδύνατα μπράτσα του, το πήγε μέχρι την πόρτα, καμιά δεκαριά μέτρα, και γύρισε να το ξαναβάλει στη σκάφη. Αλλά η δύναμή του είχε εξαντληθεί και στην προσπάθειά του να το ξαναβάλει στη σκάφη, αυτό του ξέφυγε από τα χέρια και έσκασε μ’ ένα μεγάλο πλαατς στο πάτωμα.

Κοιτάζαμε όλοι μαρμαρωμένοι το σκασμένο κατακόκκινο καρπούζι χωρίς να ’χουμε βγάλει άχνα, εκτός από τη Θάλεια που της ξέφυγε ένα μεγάλο Αχ! Η σιωπή δεν κράτησε πολύ. Ένα από τα παιδιά έσκυψε, πήρε ένα κομμάτι. «Πω πω νοστιμιά…» Χωρίς να το καλοσκεφτούμε σκύψαμε όλοι, μαζί και η Θάλεια, και αρχίσαμε να το τρώμε με πολύ μεγάλη όρεξη. Μετά μαζέψαμε τις φλούδες, καθαρίσαμε όπως όπως το χώρο, και φύγαμε. Πέρασε όλο το πρωινό σε αναμονή, αγωνία, τι θα γίνει όταν το ανακαλύψει ο κ. Βόζιος. Το τι έγινε είναι εύκολο να το φανταστεί ο καθένας. Ακούγαμε τη βροντερή φωνή του. Σαν «καλά παιδιά» κουρνιάσαμε στη γωνιά μας στη βεράντα.

Όταν το μεσημέρι γύρισε ο πατέρας μας πήγαμε με σκυμμένο κεφάλι να του πούμε τα κατορθώματά μας. Δε θυμάμαι να μας μάλωσε, σίγουρα κάτι θα μας είπε. Πήγε αμέσως στο γείτονα και του «πλήρωσε» το καρπούζι. Θυμάμαι ότι ο αδελφός μου για πολύ καιρό δεν ξαναείπε ότι είναι «νταής». Νομίζω ότι ο γείτονάς μας δε θα ξέχασε για πολλά χρόνια εκείνο το ιστορικό «καρπούζι», που ήταν το καλύτερο της χρονιάς. Τις περισσότερες φορές που μας μάλωνε είχε δίκιο, αλλά εμείς το χαβά μας. Και το πάθημά του εμείς το βρήκαμε πολύ διασκεδαστικό.

Του Αγίου Κωνσταντίνου άρχιζε επίσημα το καλοκαίρι και τα μπάνια στη θάλασσα, αλλά εμείς αρχίζαμε να κολυμπάμε μόλις το επέτρεπε ο καιρός. Όλη τη μέρα την περνούσαμε στη θάλασσα πότε ψαρεύοντας, πότε με τη βάρκα μας, πότε κολυμπώντας, κάνοντας αγώνες κολύμβησης, και πότε ποιος θα κάνει την πιο ωραία βουτιά.

Λίγο πιο πέρα από μας, μετά το βραχίονα, ήταν το σπίτι του Γραικού. Ήταν ένα πολύ όμορφο και μεγάλο σπίτι, ακριβώς επάνω στη θάλασσα, μ’ ένα πολύ ωραίο και φαρδύ μουράγιο, με εσωτερική λίμνη με θαλασσινό νερό και μεγάλες εξέδρες. Ήταν σε αρκετή απόσταση από το σπίτι μας και μας άρεσε να κολυμπούμε ως εκεί.

Το κατακαλόκαιρο, η θάλασσά μας ήταν γεμάτη κόσμο. Έβλεπες τις κυρίως να κολυμπούν κρατώντας ένα μεγάλο μαξιλάρι, φουσκωμένο, όπου ακουμπούσαν το κεφάλι τους και κτυπούσαν τα πόδια τους. Το μαξιλάρι ήταν καμωμένο από κάμποτο, ένα πυκνό ύφασμα που όταν βρεχόταν δεν περνούσε εύκολα μέσα στο νερό. Για να φουσκώνει πιο εύκολα ράβανε στην άκρη ένα ξύλινο καρούλι –από αυτά που είχαν οι κλωστές «Αλυσίδα»– και βούλωναν την τρύπα μ’ ένα κομματάκι ξύλο ή με μαστίχα Χίου, αφού την είχαν μασήσει καλά! Σαν μικροί αφροί επέπλεαν τα μικρά μαξιλάρια. Η χαρά μου ήταν μεγάλη όταν μου επέτρεπαν καμιά φορά να πάρω εάν από τη γειτόνισσα και να κολυμπήσω. Η μητέρα μας δε μας το επέτρεπε, γιατί, όπως έλεγε, «Τα μαξιλάρια τα μεταχειρίζονται όσοι δεν ξέρουν καλό κολύμπι!».

Τα καλοκαίρια τρώγαμε πάντα έξω στη βεράντα, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, και χαιρόμασταν την ωραία θέα, που άλλαζε χρώματα και σχέδια, όσο προχωρούσε ο ήλιος.

Τα βαποράκια που έκαναν τα δρομολόγια Περαία, Μπαξέ, Αγία Τριάδα, στόλιζαν τη θάλασσα. Ένα από τα παιχνίδια μας ήταν να μαντέψουμε ποιο περνούσε εκείνη την ώρα, είναι η «Λευκή», ο «Αλέκος», η «Τρίγλια», ο «Ποσειδών» ή άλλο;

Αλίμονο όταν έπιανε ξαφνικά ο «Βαρδάρης». Η τόσο διασκεδαστική διαδρομή γινόταν ένα μαρτύριο. Δε γίνονταν τα δρομολόγια γιατί με τον αέρα ήταν επικίνδυνα. Πόσες φορές δεν ακούγαμε ότι η «Τρίγλια» –και ήταν τις περισσότερες φορές η «Τρίγλια»– είχε πάλι βουλιάξει έξω από τη σκάλα της Περαίας.

Τα βράδια, όταν επέστρεφαν τα βαποράκια ήταν φωτισμένα και φαίνονταν σαν κοσμήματα με πολύτιμους λίθους που λαμπύριζαν επάνω στη θάλασσα, καθώς πλησίαζαν την εξέδρα της παραλίας.

Από τη βεράντα μας φαινόταν στο βάθος η πόλη και η Άνω Πόλη. Όταν έδυε ο ήλιος, πολλές φορές οι αχτίδες του κτυπούσαν επάνω στα τζάμια. Το πορτοκαλί χρώμα της δύσης έκανε τα παράθυρα να φαίνονται σαν να ’ταν φωτισμένα. Αργότερα, όταν έπεφτε η νύχτα και άναβαν τα φώτα, φαινόταν από μακριά η Θεσσαλονίκη σαν μια πολύχρωμη μεγάλη καρφίτσα με πολύχρωμους λίθους. Πόσο μου άρεσε να χαζεύω κοιτάζοντας την όμορφή μου πόλη…

Μικρότερα βαποράκια έκαναν τη διαδρομή από την παραλία ως το Λουξεμβούργο, που ήταν πού κοντά στο σπίτι μας. Το Λουξεμβούργο ήταν το πιο γνωστό κοσμικό κέντρο εκείνης της εποχής και ήταν στις μεγάλες του δόξες. Πολλοί «μεγάλοι» τραγουδούσαν ή έπαιζαν με τις ορχήστρες τους εκεί.

Ένα καλοκαίρι είχε έρθει με την ορχήστρα του ο πολύ γνωστός Eduardo Bianco. Το κτίριο ήταν κάθε βράδυ κατάμεστο από κόσμο.

Θυμάμαι με τι κέφι στολίζονταν οι γονείς μου για να πάνε να χορέψουν τα παθητικά τανγκό του Bianco. Ήταν από τις λίγες φορές που έβλεπα τον πατέρα μου να ’ναι τόσο παθιασμένος με κάτι. Είχε καλέσει τον Bianco σπίτι μας, και αυτός του είχε δώσει όλα τα τραγούδια του, με τις νότες, για να παίζει στο πιάνο η μητέρα μου. Η αφιέρωση που είχε γράψει ήταν τόσο ζεστή, και με πολλή περηφάνεια μου τη διάβασε ο πατέρας μου.

Καθώς το κέντρο ήταν παραθαλάσσιο, τα βράδια οι βάρκες φορτωμένες έκαναν βόλτες επάνω κάτω, και ο κόσμος που καθόταν μέσα απολάμβανε στη γλυκιά καλοκαιρινή νύχτα τις ωραίες μελωδίες.

Το υπνοδωμάτιό μας ήταν από τη μεριά της Κορομηλά και με τα παντζούρια ανοιχτά, ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας ακούγαμε τη μουσική που πλημμύριζε τη νύχτα, η οποία ευωδίαζε από γιασεμιά και γαζίες. Άλλες φορές ακούγαμε τις παρέες που έκαναν βόλτες και τραγουδούσαν καντάδες, για κάποια «ωραία» της γειτονιάς. Η μεγάλη κόρη του γείτονά μας, η ωραία Γκλόρια, είχε ιδιαίτερες επιτυχίες και ο δρόμος ήταν πολυσύχναστος από τους κανταδόρους, προς μεγάλη μου χαρά. Μου άρεσε τόσο να ακούω τα τραγούδια που σιγοτραγουδούσα μαζί τους και ονειρευόμουν πότε θα μεγάλωνα, για να ’ρχονται να τραγουδούν και για μένα! Καμιά φορά άκουγα κανένα πλατς από καμιά κουβαδιά που ρίχνανε επάνω στους τροβαδούρους για να τους σταματήσουν. Πολλές φορές τους κανταδόρους συνόδευαν και κιθάρες και τότε ακούγονταν ακόμα πιο όμορφα τα τραγούδια τους. Μέχρι αργά το φθινόπωρο τους ακούγαμε τα βράδια να περπατούν στα σοκάκια

της γειτονιάς και να τραγουδούν «Τα δικά σου τα μάτια» ή «Μου παρήγγειλε τ’ αηδόνι» και πολλά άλλα.

Οι δύσεις του Θερμαϊκού είναι γνωστές για τη μοναδική ομορφιά τους. Από τη μητέρα μου είχα μάθει να καταλαβαίνω από το χρώμα της δύσης αν θα έπιανε Βαρδάρης ή αν θα είχαμε και πάλι μια ωραία μέρα. Όταν κοκκίνιζε έντονα ο ορίζοντας ξέραμε ότι θα «βγάλει αέρα».

Εκείνα τα χρόνια ο Βαρδάρης, «αυτός ο δυνατός αέρας που ερχόταν από τον Αξιό», ρύθμιζε τη ζωή μας και έπαιζε ρόλο σημαντικό. Η θάλασσα φούσκωνε και μεγάλα κύματα έσκαγαν επάνω στο μουράγιο. Οι πιτσιλιές της θάλασσας έφθαναν μέχρι τα παράθυρα του σπιτιού μας. Τότε δεν καθόμασταν έξω στη βεράντα. Ο αέρας σήκωνε μια ψιλή σκόνη, που όταν περπατούσαμε μας «τσιμπούσε» το πρόσωπο. Κρατούσε, όπως λέγανε οι ψαράδες, ή 24 ώρες ή τρεις μέρες ή μία εβδομάδα. Τότε ερήμωνε η θάλασσα. Ο μπαρμπα-Γρηγόρης έβγαζε τη βάρκα του στη στεριά. Για ψάρεμα ούτε λόγος και μόνο οι πολύ τολμηροί κολυμπούσαν. Ευτυχώς η μητέρα μου μας επέτρεπε να κολυμπούμε αλλά μόνο όταν ήταν κι αυτή παρούσα. Πηδούσαμε από την εξέδρα όσο πιο μακριά μπορούσαμε, γιατί τα μεγάλα κύματα μας έσπρωχναν πίσω στο μουράγιο και μας έβγαζαν πάλι έξω. Τι απόλαυση να «καβαλάμε» τα κύματα… Για να βγούμε, έπρεπε να πάμε δίπλα στα ρηχά νερά και βγαίναμε στο σπίτι της κύριας Όλγας.

Ήταν ευκαιρία, όταν φυσούσε ο Βαρδάρης, να παίζουμε κρυφτό, μπίκο, αγιούτο, τσιλίκα-τσομάκα, κι εμείς τα κορίτσια επιπλέον πεντόβολα και κουτσό. Είχε η κάθε μία από μας τα δικά της πέντε στρογγυλά βότσαλα και για το κουτσό τη δικιά της μαρμάρινη «ομάδα».

Τα σπίτια μας τα κτυπούσε πολύ ο αέρας. Έμπαινε σφυριχτός μέσα στο σπίτι από τις χαραμάδες. Στα αυτιά μας υπήρχε πάντα ένα βουητό από τα κύματα που έσκαγαν στο μουράγιο. Βγαίνοντας στο δρόμο πολλές φορές στεκόμασταν «κόντρα» στον αέρα για να μην πέσουμε. Ό,τι έβρισκε μπροστά του και δεν ήταν καλά στερεωμένο, το παράσερνε. Γλάστρες έπεφταν, τζάμια έσπαζαν και παντζούρια κτυπούσαν. Χαρτιά, εφημερίδες πετούσαν στον αέρα.

Τα καλοκαίρια, κάθε απόγευμα, όταν ο πατέρας πήγαινε στη δουλειά του, ανεβαίναμε μαζί του την Κορομηλά συνοδεύοντάς τον να πάρει το τραμ από τη στάση της Βασιλίσσης Όλγας, στη στάση Γεωργίου. Είχε γίνει πια συνήθεια και ιεροτελεστία να σταματάμε στο Ζαχαροπλαστείο «Ήβη» και να τρώμε το πιο καλό παγωτό της Θεσσαλονίκης! Το περιμέναμε κάθε μέρα με μεγάλη χαρά. Το ίδιο έκανε και η αγαπημένη μου φίλη και γειτονοπούλα, η Ρίτσα, που ανέβαινε την Κορομηλά με τον πατέρα της. Ήταν κι αυτό ένα κομμάτι της καλοκαιρινής μας ζωής μέχρι τον πόλεμο του 1940.

Μια άλλη χαρακτηριστική εικόνα της γειτονιάς μας ήταν η μοτοσικλέτα του Φαίδωνα. Τότε δεν έβλεπες παρά σπάνια αυτό το είδος. Ξανθός καβαλάρης με το πέτσινό του μαύρο σακάκι, ο Φαίδωνας ανεβοκατέβαινε τους δρόμους της γειτονιάς μας και εμείς βγαίναμε να τον δούμε και να τον θαυμάσουμε μόλις ακούγαμε τον χαρακτηριστικό θόρυβο της μηχανής του από μακριά.

Το σχολείο μας, τα εκπαιδευτήρια Ζαχαριάδη, δεν ήταν μακριά από το σπίτι μας. Πηγαίναμε πάντα παρέα με τη Ρίτσα, που πότε ερχόταν αυτή να με πάρει και πότε εγώ. Στο δρόμο συναντιόμασταν και με άλλες συμμαθήτριες. Πόσα είχαμε να πούμε. Μαζεύτηκαν τόσα από την προηγούμενη μέρα. Με γέλια και χάχανα φθάναμε στο σχολείο λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι. Πολλές φορές συναντούσαμε και τ’ αγόρια της τάξης μας, τον Κώστα


Εκείνη την εποχή ήταν πραγματικά ένα μεγάλο ταξίδι. Παίρναμε το τρένο όπου κοιμόμασταν δύο νύχτες ώσπου να φθάσουμε στην Πράγα. Αεροπορικά ταξίδια δεν υπήρχαν και τα τρένα δεν έτρεχαν τόσο γρήγορα όπως τώρα. Θυμάμαι πόση πολυτέλεια είχε το κουπέ μας, πόσο πολύ μας περιποιόταν ο καμαρότος. Χαιρόμασταν να ξαπλώνουμε στα κρεβάτια με τα κάτασπρα σεντόνια και ακόμα περισσότερο όταν πηγαίναμε στο βαγκόν ρεστοράν, με τις μικρές λάμπες επάνω στο τραπέζι και τα όμορφα αμπαζούρ.

Ο παππούς και η γιαγιά μας περίμεναν γεμάτοι ανυπομονησία. Ο παππούς με το διακοσμητικό μπαστούνι του στο χέρι, ψηλός, στητός, με το καπέλο του επάνω στη φαλάκρα του, και τα μεγάλα του μουστάκια αλά Κάιζερ Φραντς Γιόζεφ, ήταν πολύ ποζάτος και συγκρατημένος. Μόνο τα μάτια του γυάλιζαν από χαρά. Η γιαγιά μου, πάρα πολύ όμορφη –έτσι τουλάχιστον την έβλεπα εγώ– με το καπελάκι της λίγο στραβά, επάνω στα πολύ περιποιημένα μαλλιά της, φορούσε πάντα πολύ κομψά φορέματα. Με τα γάντια και το τσαντάκι της στο χέρι, άνοιγε διάπλατα την αγκαλιά της να χωθώ μέσα και να με σφίξει τρυφερά.

Ήταν ένας τελείως αλλιώτικος κόσμος από αυτόν που αφήσαμε πίσω στην Ελλάδα. Εδώ όλα ήταν πιο επίσημα, οι κυρίες κυκλοφορούσαν στο δρόμο με ωραία καπελίνα και φορέματα όμορφα και οι κύριοι, με μπαστούνι και καπέλο, ήταν πολύ επιβλητικοί.

Μου άρεσε τόσο πολύ όταν μας πήγαινε περίπατο η γιαγιά στην πλατεία, όπου έτρεχαν τα ζεστά νερά από τις πηγές.

Στη μέση της κεντρικής πλατείας ήταν ο μεγάλος πίδακας, που πετούσε ψηλά το καυτό νερό. Έλεγε η γιαγιά μου ότι το νερό που ασταμάτητα τιναζόταν με ορμή έφθανε τα 100 μέτρα και ήταν καυτό στους 100 βαθμούς. το νερό ήταν ιαματικό, έκανε για πολλές αρρώστιες, γι’ αυτό και το Κάρλοβι-Βάρι ήταν από τις πιο γνωστές και πολυσύχναστες λουτροπόλεις.

Ο κόσμος έκανε τον περίπατό του κρατώντας ένα ειδικό φλιτζάνι στο χέρι, όπου ρουφούσαν το «Sprudel wasser» υπό τους ήχους μουσικής. Κάθε απόγευμα έπαιζε η δημοτική ορχήστρα των λουτρών για τους περιπατητές. Γύρω-γύρω είχε πρασινάδα και λουλούδια πολλά ανάμεσα. Κάτω από ωραίες τέντες ήταν τραπεζάκια με καρέκλες για αυτούς που ήθελαν να ξεκουραστούν και να πιουν ένα καφέ, ένα αναψυκτικό ή να φάνε ένα γλυκό.

Μου φαίνονταν όλα σαν να βγήκαν από ένα ωραίο παραμύθι. Και μετά ερχόταν η μεγάλη απόλαυση της ημέρας: καθόμασταν σ’ ένα πολύ ωραίο ζαχαροπλαστείο και διαλέγαμε το γλυκό που θέλαμε, πάστα ή παγωτό. Το «γεγονός» ήταν όταν καθόμασταν στο πολυτελές ζαχαροπλαστείο του ξενοδοχείου Pupp. Η πολυτέλειά του και οι θαμώνες του με γοήτευαν τόσο πολύ.

Οι μέρες περνούσαν πολύ γρήγορα γιατί για την κάθε μέρα είχαν ένα πρόγραμμα ετοιμάσει για να μας διασκεδάσουν. Η τελευταία φορά που πήγαμε ήταν το 1937. Ήμουν ήδη ένδεκα χρονών και από αυτό το καλοκαίρι μου έμεινα οι πιο ωραίες αναμνήσεις. Παρακολουθούσα με μεγάλο ενδιαφέρον τις φίλες της γιαγιάς μου που κρατούσαν ομπρελίνα, άλλες κλειστά, άλλες ανοιχτά. Οι κύριοι έβγαζαν σε κάθε γνωστό που συναντούσαν το καπέλο τους με μια πολύ ωραία κίνηση του χεριού τους, καθώς το έπιαναν και το κατέβαζαν αρκετά χαμηλά για να χαιρετήσουν.

Μου άρεσε πάρα πολύ να κουβεντιάζω με τη γιαγιά μου και να τη βοηθάω πού και πού στις δουλειές της.

Εκείνο το καλοκαίρι μου φάνηκε ότι πέρασε πιο γρήγορα και με λύπη τους αποχαιρέτησα στο σταθμό. Η λύπη δεν κράτησε πολύ, γιατί καινούριες καθώς και παλιές και γνώριμες χαρές μάς περίμεναν. Το καλοκαίρι ακόμα κρατούσε, οι φίλοι μάς περίμεναν και η ωραία θάλασσα ήταν πάντα γαλάζια και τόσο προκλητική.

Τον Οκτώβριο, επιστρέψαμε στο σχολείο. Φέτος θα πάω στην πέμπτη δημοτικού και του χρόνου στην έκτη.

1938. Άλλος ένας καινούριος χρόνος ανέτειλε. Άραγε τι θα μας φέρει κι αυτός ο χρόνος, σκεφτόμουν. Χαιρόμουν που θα πήγαινα στην έκτη, ένιωθα πια μεγάλη. Μέσα στην ανεμελιά μας και στα παιχνίδια μας άκουγα πού και πού τις ανήσυχες κουβέντες των γονιών μου. Το όνομα του Χίτλερ ακουγόταν συχνά στις συζητήσεις τους. Τα βράδια με μεγάλη προσοχή άκουγαν τις ειδήσεις και από τη Γερμανία και από το BBC. Μιλούσαν για τους Εβραίους της Γερμανίας με μεγάλη ανησυχία.

Έπιανα άκρες μέσες από τις συζητήσεις τους χωρίς να καλοκαταλαβαίνω και χωρίς να τολμώ να ρωτήσω τι συμβαίνει, μόνο ένιωθα ένα βαρύ σύννεφο ν’ απλώνεται επάνω μας. «Αυτό το καλοκαίρι δε θα πάμε στο Κάρλοβι-Βάρι», μας λέει μια μέρα η μητέρα μου, «αλλά μη στενοχωριέστε, ο παππούς και η γιαγιά θα έρθουν σε μας, και θα μείνουν για πάντα μαζί μας. Για πάντα».

Εκείνη τη χρονιά μου υποσχέθηκε ο πατέρας μου ότι θα με πάρει μαζί του στην Αθήνα. Επιτέλους η μεγάλη μου επιθυμία θα γινόταν πραγματικότητα. Θα έβλεπα την Ακρόπολη και θα πήγαινα να επισκεφθώ τα γραφεία της «Διάπλασης των Παίδων» όπου ήμουν συνδρομήτρια και ενεργό διαπλασόπουλο. Λάβαινα μέρος σε διαγωνισμούς, είχα δύο ψευδώνυμα, ένα γνωστό «Καρδερίνα» και ένα κρυφό «Πολυλογού». Αλληλογραφούσα με διαπλασόπουλα σ’ όλη την Ελλάδα και έγραφα διάφορα στις Μικρές Αγγελίες. Με πόση ανυπομονησία περίμενα τον ταχυδρόμο κάθε Πέμπτη να διαβάσω το αγαπημένο μου περιοδικό! Ήθελα να γνωρίσω από κοντά τον Ανανία, και «ν’ ασπαστώ» τον Φαίδωνα. Είχα σχηματίσει στο μυαλό μου μια ωραία εικόνα από τα γραφεία και τους ανθρώπους που δούλευαν τόσο πιστά στη «Διάπλαση των Παίδων». Με μεγάλη ανυπομονησία περίμενα την ημέρα που θα φεύγαμε. Ήταν το «γεγονός» εκείνης της χρονιάς.

Τι όμορφη πόλη που ήταν τότε η Αθήνα. Μ’ ευλάβεια ανέβηκα στην Ακρόπολη και στάθηκα γεμάτη θαυμασμό μπροστά στις Καρυάτιδες. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη που περπατούσα επάνω στον «ιερό Βράχο» και αισθάνθηκα τόσο μικρή μπροστά στον Παρθενώνα. Ήταν πραγματικά μια μεγάλη μέρα στη ζωή μου!…

Την άλλη μέρα το πρωί με πήγε ο πατέρας μου να επισκεφθώ τα γραφεία της «Διάπλασης». Οποία απογοήτευση… Ένας στενός δρόμος, και μια στενή (καθόλου επιβλητική) πόρτα που έγραφε, όχι με χρυσά γράμματα, «Διάπλασις των Παίδων». Ένας αναποδογυρισμένος σκουπιδοτενεκές μπροστά στην πόρτα και με το άνοιγμά της ξεπήδησε ένας τεράστιος γάτος. «Τα γραφεία» στο πρώτο πάτωμα ήταν πολύ απλά, λίγο σκονισμένα και άδεια από ανθρώπους. Κάποια στιγμή βγήκε μια κυρία –καθάριζε το μέσα γραφείο– για να μας πει ότι κανένας δεν είναι εδώ. Πόσο άσχημα ένιωσα. Αυτά είναι λοιπόν τα γραφεία; Μα πού βρίσκεται ο Ανανίας και όλοι οι άλλοι;

Το απόγευμα πήγαμε εκδρομή στην Κηφισιά. Τι ομορφιά, τι υπέροχη φύση. Περπατούσα στα δρομάκια και δίπλα έτρεχε κελαρυστά το νερό. «Ευλογημένο νεράκι», ακούω τον πατέρα μου να λέει.

Ήταν Ιούνιος και όλη η πλάση ήταν στις μεγάλες της δόξες. Τα πουλιά κελαηδούσαν, το νερό τραγουδούσε το δικό του τραγούδι, πεταλούδες και πουλιά πετούσαν εδώ και εκεί. Μέσα σ’ αυτή την ομορφιά γρήγορα ξέχασα την πρωινή μου απογοήτευση.

Ο χρόνος κύλησε γρήγορα, τα μαθήματα στο σχολείο ήταν πιο δύσκολα, ήθελαν περισσότερη προσοχή. Επί πλέον, σαν κόρη ευυπόληπτων «αστών», έπρεπε να μάθω γαλλικά. Τότε δεν υπήρχαν φροντιστήρια και μια «μαντεμουαζέλ» ερχόταν δυο φορές την εβδομάδα στο σπίτι. Καθόλου δε μου άρεσαν τα γαλλικά και με δυσφορία προσπαθούσα να παρακολουθήσω τη «στριμμένη γλώσσα». Την ίδια ανορεξία είχα και για τα μαθήματα πιάνου. Η δασκάλα μου, η κυρία Μίτσα Abravanel, παρ’ όλο που ήταν στενή φίλη με τη μητέρα μου, δε μου έκανε κανένα χατίρι και με τις ώρες με έβαζε να μελετώ τις κλίμακες και τις ασκήσεις του Τσέρνη. Ένιωθα πολύ αδικημένη να κάθομαι και να μελετώ πιάνο όταν η παρέα μου έπαιζε έξω…

Μια μεγάλη απογοήτευση με κατέχει κι απορία… Ήθελα να γραφτώ κι εγώ στη Νεολαία, όπως οι περισσότερες συμμαθήτριές μου, αλλά δεν ήταν δυνατόν. Στη νεολαία του Μεταξά, οι Εβραίοι δεν επιτρέπονται… Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι δεν ήμουν ίση με τους φίλους μου, τα χριστιανόπουλα.

Και η απογοήτευση, η απορία μου μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ, όταν μου είπε η μεγαλύτερη αδελφή της συμμαθήτριάς μου Ρόζας, ότι και στον όμιλο αντισφαίρισης –κοινώς τένις– δεν δέχονται για μέλη Εβραίους! Είχε θελήσει να γραφτεί στον όμιλο και δεν τη δέχθηκαν.

1939. Καινούριος χρόνος. Οι γονείς μας είναι ακόμα πιο σκεφτικοί και η μητέρα μας ετοιμάζει το «δωμάτιο των ξένων» για τον παππού και τη γιαγιά. Οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Σουδητία και οι Εβραίοι δεν χωρούσαν πια εκεί. Όποιος μπορούσε έφευγε.

Ο παππούς και η γιαγιά, με μια βαλίτσα ο καθένας στο χέρι του, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, το σπίτι τους με όλα τα υπάρχοντά τους, και ήρθαν –πρόσφυγες– να βρουν καταφύγιο στο σπίτι της κόρης τους. Η χαρά του αδελφού μου και η δική μου ήταν μεγάλη, όχι όμως και η δική τους.

Τα σύννεφα επάνω στην Ευρώπη πυκνώνανε όλο και περισσότερο και ο θαυμασμός γι’ αυτόν που αποκαλούσαν τρελό στη Γερμανία, τον Χίτλερ, όλο και πιο πολύ δυνάμωνε και όλο και περισσότερο ο γερμανικός λαός τον ζητωκραύγαζε.

Στο σπίτι, εμείς τα παιδιά, χαιρόμασταν όλο και περισσότερο την παρουσία του παππού και της γιαγιάς, χωρίς να μπορούμε να τους κάνουμε να χαίρονται που βρίσκονταν κοντά μας. Δεν ξεκολλούσαν από το ραδιόφωνο και όλοι μαζί άκουγαν τις ειδήσεις.

Στα αυτιά μου αντηχούν ακόμα οι κραυγές του Χίτλερ που ακούγονταν από το ραδιόφωνο, τα Sieg heil και τα χειροκροτήματα του γερμανικού λαού. Αλλά εμείς, σαν παιδιά, χαιρόμασταν με μαθήματα ή παιχνίδια κάθε μέρα.

Κούνιο – Αμαρίλιο Έρικα, Πενήντα χρόνια μετά: Αναμνήσεις μιας Σαλονικώτισσας Εβραίας, Παρατηρητής, 1995