Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΤα χρόνια της νεότητας μου
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ ΜΟΥ
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Η επίσημη ημερομηνία είναι στις 4 Γενάρη του 1913. Η ακριβής ημερομηνία δεν είναι όμως γνωστή, γιατί στη διάρκεια της τρομερής πυρκαγιάς που κατέστρεψε ένα μέρος της πόλης το 1917, όλα τα αρχεία της Ισραηλιτικής κοινότητας Θεσσαλονίκης καταστράφηκαν από τη φωτιά. Την ημερομηνία αυτή υιοθέτησε το γαλλικό προξενείο χάρη στην καλοσύνη δυο μαρτύρων, την ημέρα που γράφτηκα στον κατάλογο των υποψηφίων για το πρώτο μέρος του baccalauréat. Αυτό συνέβη το 1929. Στην πραγματικότητα, μου προσέθεσαν περίπου έξι μήνες, για να μη χρειαστεί να γυρίσω στο σπίτι για να ζητήσω τη γραπτή άδεια των γονιών μου.
Ο πατέρας μου, που λεγόταν Αβραάμ, ήταν δάσκαλος της εβραϊκής, της ισπανο-εβραϊκής (λαντίνο) και του εβραϊκού πολιτισμού στα σχολεία της εβραϊκής κοινότητας, και στην «ιδιωτική Σχολή Αλτσέχ», που τη διηύθυναν εκείνη την εποχή οι αδελφοί Ισαάκ και Αλμπέρτος Αλτσέχ. Αυτοί οι δυο διέφεραν πολύ ο ένας από τον άλλο, τόσο ως προς την εμφάνιση –ο Ισαάκ ήταν αδύνατος, μικροκαμωμένος και κομψός– όσο και ως προς τα πνευματικά ενδιαφέροντα. Ο Ισαάκ μας δίδασκε λογιστικά και ιουδαϊσμό (το εβδομαδιαίο «σιντρά» και την Τορά), ενώ ο Αλμπέρτο στις θετικές επιστήμες και αριθμητική.
Ιδρυτής της σχολής ήταν ο πατέρας τους, ο Ιακώβ Αλτσέχ, γύρω στο 1890. Μετά την πυρκαγιά του 1917 το ίδρυμα είχε μεταφερθεί στο προάστιο της Αγίας Τριάδας. Η μικροαστική κοινωνία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, που ήταν τότε η άρχους τάξη της κοινότητας, είχε τη σχολή αυτή σε ιδιαίτερη εκτίμηση.
Την εποχή εκείνη μπορούσε κανείς να διαιρέσει τον εβραϊκό πληθυσμό σε τρεις μεγάλες τάξεις: υπήρχαν οι λιγότερο εύποροι, που τα παιδιά τους πήγαιναν στα σχολεία της Alliance Israélite Universelle, όπου διδάσκονταν τα εβραϊκά και τα γαλλικά. Τα παιδιά της μεσαίας τάξης φοιτούσαν στα σχολεία της εβραϊκής κοινότητας, όπου τα μαθήματα γίνονταν κυρίως στα εβραϊκά, και αργότερα στα ελληνικά και τα εβραϊκά. Τέλος, ήταν οι πλούσιες οικογένειες, που έστελναν τα παιδιά τους στη σχολή Αλτσέχ ή στα ξένα σχολεία, όπως σ’ αυτό της γαλλικής αποστολής, στις εκκλησιαστικές σχολές ανδρών Saint Joseph ή στις Καλόγριες, καθώς και στο ιταλικό, γερμανικό, ρουμανικό σχολείο, κλπ…
Ο πατέρας μου, που είχε σπουδάσει στο Ινστιτούτο εκπαίδευσης των Εβραίων δασκάλων (Talmud Torah Hagadol), μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στα σχολεία της κοινότητας και τη Σχολή Αλτσέχ. Επιπλέον, για να στρογγυλέψει τα μηνιαία εισοδήματά του, δίδασκε αποσπάσματα από την Τορά στους υποψήφιους για το Μπαρ-Μίτσβα, δηλαδή στα αγόρια που πλησίαζαν τα δεκατρία, την ηλικία της θρησκευτικής μύησης. Χάρης στη μελωδική φωνή του και την ακατάβλητη υπομονή που έδειχνε, είχε γίνει ο αγαπημένος δάσκαλος των καλύτερων οικογενειών της πόλης. Αργότερα, όταν σπούδαζα μηχανικός στο Παρίσι, μου έγραψε να πάω να επισκεφθώ εκ μέρους του ορισμένους από τους παλιούς μαθητές του που είχαν κάνει λαμπρή σταδιοδρομία, όπως οι Ναχμίας στην Petrofrance, ο Δαβίδ Σιακί στις ηλεκτροσυγκολλήσεις, οι Γιένι στο Sentier, κλπ.
Η μητέρα μου, η Ντουντούν, που το πατρικό της ήταν Γιοέλ, ανιψιά του φημισμένου γυναικολόγου Μεΐρ Γιοέλ, ήταν μοδίστρα με μεγάλο ταλέντο. Δούλευε στο σπίτι, στην οδό Ζαΐμη 13, κοντά στον κινηματογράφο Πατέ, περιοχή που την εποχή εκείνη ήταν ακόμη εξοχή, σε αρκετά μεγάλη απόσταση από το εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της πόλης.
Η μητέρα μου είχε πολλές μαθήτριες, ως επί το πλείστον νέα κορίτσια που μόλις είχαν τελειώσει το γυμνάσιο της Γαλλικής Λαϊκής Αποστολής ή της Σχολής Αλτσέχ, και σύχναζαν στο ατελιέ αποκλειστικά και μόνο για να μάθουν ραπτική, κατά κανόνα μέχρι να παντρευτούν.
Ένας από τους στυλοβάτες του ατελιέ ήταν η μικρότερη αδελφή της μητέρας μου, η αγαπημένη μου θεία Εστρέα, που ζούσε μαζί μας μέχρι το γάμο της, το 1922, με τον Ισαάκ Γιαχιέλ, λογιστή σε μια σημαντική εταιρεία, τους «Μύλους Αλλατίνι». Από το γάμο αυτό γεννήθηκαν δυο ωραία αγόρια, ο Ζακ και ο Γκυγιώμ.
Οι σχέσεις μας με τη θεία και τον θείο μου ήσαν περισσότερο από φιλικές, αν και στην αρχή του γάμου τους η ατμόσφαιρα είχε κάπως δηλητηριαστεί από την πεθερά της θείας μου, μια γυναίκα με οξύθυμο χαρακτήρα, που έμοιαζε να έχει έρθει από άλλο πλανήτη και ζήλευε που της πήραν τον γιο της, κι ας ήταν για καλό σκοπό. Τα επεισόδια ήταν πολλά και συχνά πολύ σοβαρά, και κράτησαν όσο κράτησε και η πεθερά.
Μετά το θάνατό της η ζωή ξαναπήρε τον κανονικό ρυθμό της, να όμως που γεννήθηκαν καινούριες δυσκολίες, εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα. Η διεύθυνση της επιχείρησης Αλλατίνι άλλαξε, και ένα ωραίο πρωί σχεδόν όλοι οι Εβραίοι υπάλληλοι απολύθηκαν. Ο θείος μου έχασε τη δουλειά του και μαζί και το διαμέρισμά του, που ήταν ιδιοκτησία της Εταιρείας. Βρήκε σύντομα άλλη δουλειά, και η οικογένεια ήρθε να μείνει στο σπίτι μας, στο πρώτο πάτωμα, με ένα σχετικά φτηνό νοίκι.
Ο θείος μου πέθανε ξαφνικά. Μια απλή εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας, που δεν έγινε στην ώρα της, ήταν η αιτία αυτού του απροσδόκητου θανάτου. Η καταστροφή ήταν μεγάλη για ολόκληρη την οικογένεια, και κυρίως για την καημένη τη θεία μου, που έμεινε χήρα με δυο μικρά παιδιά. Ο ξάδελφός μου ο Ζακ άρχισε να δουλεύει από πολύ νωρίς, αλλά τον πρόφτασε ο πόλεμος της Αλβανίας, το 1940. Οι αναμνήσεις μου από αυτή την εποχή είναι θολές.
Αυτό που θυμάμαι ολοκάθαρα, είναι ότι είδα τον ξάδελφό μου στο Άουσβιτς, σε έναν απομονωμένο θάλαμο. Εκεί έβαζαν αυτούς που είχαν διαλέξει για το θάλαμο αερίων. Κατάφερα να τον δω, παρά την απαγόρευση (υπήρχε Blocksperre, δηλαδή απαγόρευση να βγούμε από το μπλοκ μας). Χαιρετιστήκαμε με δάκρυα στα μάτια. Ήταν άρρωστος. Αιτία ήταν μια παρωνυχίδα σ’ ένα δάκτυλο, που είχε κακοφορμίσει. Ο Ζακ ήταν στο Revier, το νοσοκομείο του στρατοπέδου, και εκεί, σε μια Selektion, δηλαδή επιλογή, τον πήραν για τα αέρια.
Λίγους μήνες αργότερα, μετά την εκκένωση του Άουσβιτς, έφτασα στο Μαουτχάουζεν. Ήταν την 25η Γενάρη του 1945. Έκανε παγωνιά. Ένα παχύ στρώμα χιονιού κάλυπτε την τεράστια αυλή του στρατοπέδου. Μετά από το λουτρό, προσκλητήριο και ξανά προσκλητήριο, φτάνει επιτέλους η διαταγή να πάμε σε ένα θάλαμο. Το κρύο, διαπεραστικό, είχε εισχωρήσει στο μεδούλι μας· ήμασταν μισοπεθαμένοι. Μέσα σ’ αυτό το άθλιο κτίσμα αντίκρισα τον ξάδελφό μου Γκυγιώμ Γιαχιέλ, τον νεότερο αδελφό του άτυχου Ζακ. Ήταν ζωντανός, αλλά τόσο αδυνατισμένος, που καθώς τον είδα μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια και δεν μπορούσα να τα συγκρατήσω. Χρειάστηκε να κάνει μεγάλη προσπάθεια για να φτάσει εκεί που ήμουν και να με αγκαλιάσει, γιατί ο θάλαμος ήταν ασφυκτικά γεμάτος. Ήταν ψηλός, κι αυτό τον έκανε να φαίνεται ακόμη πιο αδύνατος.
Όμως πολύ γρήγορα η μοίρα πάλι θα μας χώριζε! Μετά από καιρό έμαθα ότι γύρισε στη Θεσσαλονίκη κι εκεί κατόρθωσε να αναρρώσει χάρη σε υπερεντατική περιποίηση. Ευτυχώς, σε σχετικά σύντομο διάστημα βγήκε η βίζα του για τις ΗΠΑ. Είχα τη μεγάλη χαρά να τον συναντήσω δυο φορές από τότε, στο Σαν Αντόνιο, στο Τέξας, όπου είναι καλά αποκατεστημένος με την οικογένειά του.
Στη Θεσσαλονίκη, το σπίτι μας ήταν ένα διώροφο με υπόγειο. Ήταν δίπλα στο Γενί Τζαμί, που είχε χτιστεί από τους Τούρκους λίγο πριν από τη γέννησή μου, και που είναι ένα πάρα πολύ ωραίο κτίριο, τόσο που οι Έλληνες, μετά την απελευθέρωση της πόλης, τον Οκτώβρη του 1912, αποφάσισαν να το διατηρήσουν σαν ιστορικό μνημείο και να το μετατρέψουν σε αρχαιολογικό μουσείο.
Ήμουν ο πρωτότοκος σε μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά: δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Μετά από μένα γεννήθηκε η αδελφή μου Τζούλια, το 1915, ο αδελφός μου Γκυ, το 1918, και τέλος η αδελφή μου Μπέλλα, η μικρότερη, στις 17 Νοέμβρη του 1923 (συμπτωματικά η κόρη μου Αννί γεννήθηκε στο Παρίσι την ίδια μέρα, το 1950). Ήμασταν πολύ ενωμένοι. Το γεγονός ότι ο πατέρας μου δεχόταν μαθητές στο σπίτι, συνέτεινε ώστε να επικρατεί μια ατμόσφαιρα αυστηρότητας και σύνεσης: τα παιδιά του καθηγητή Στρούμσα έπρεπε να αποτελούν το παράδειγμα για τους άλλους μαθητές.
Ένα ή δυο χρόνια πριν από το Μπαρ Μιτζβά, η μητέρα μου αποφάσισε ότι έπρεπε να κάνω μαθήματα μουσικής. Με οδήγησαν στον ξάδελφό μου, Γιοέλ, που διατηρούσε ένα μεγάλο μαγαζί μουσικών οργάνων. Όλοι συμφώνησαν ότι πρώτα πρώτα έπρεπε να μάθω να παίζω μαντολίνο. Ο ξάδελφός μου μας έφερε σε επαφή με τον καθηγητή που δίδασκε στο Ωδείο Grécos. Ήταν για μένα μια αληθινή αποκάλυψη.
Σε λιγότερο από ένα χρόνο, ο καθηγητής μου πληροφόρησε τον πατέρα μου ότι δεν είχε πια τίποτε άλλο να μου μάθει, και τον συμβούλεψε να αντικαταστήσω το μαντολίνο με το βιολί. Έτσι έγινα μαθητής του καθηγητή Λίβιο Μαρκεζίνι, Ιταλού από την Πάδουα, που μου έδειξε αμέσως μεγάλη φιλία. Ήμουν πάρα πολύ επιμελής και προόδευα στο βιολί πάρα πολύ γρήγορα. Είχα καλό αυτί και μεγάλη μουσική μνήμη. Τα μαθήματα ήταν σε ορισμένη ώρα δυο φορές την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα και Πέμπτη στις πέντε με έξι το απόγευμα. Δεν έχανα μάθημα για τίποτε στον κόσμο.
Θυμάμαι ένα περιστατικό στη Σχολή Αλτσέχ, που έκανε πολύ θόρυβο εκείνη την εποχή. Μια μέρα φαίνεται πως δεν είχα μάθει καλά το μάθημα της λογιστικής, που δίδασκε ο Ισαάκ Αλτσέχ, ο γενικός διευθυντής της Σχολής. Δεν άργησε να επιβληθεί η τιμωρία: «Απόψε θα μείνεις κλεισμένος μέσα για δυο ώρες και θα μου αντιγράψεις είκοσι φορές το μάθημα». Ήταν Δευτέρα. Όταν οι δείχτες του μεγάλου ρολογιού στο εργαστήριο όπου αντέγραφα την τιμωρία μου έδειξαν τέσσερις και μισή, ένιωσα ένα δυνατό σκίρτημα στην καρδιά. Χωρίς δεύτερη σκέψη, άρπαξα το βιολί μου που ήταν κάπου κρυμμένο, και με μοναδικό οδηγό την τόλμη μου βγήκα έξω τρέχοντας για να προφτάσω το τραμ και να είμαι στο Ωδείο στην ώρα μου.
Βεβαίως, την άλλη μέρα το πρωί κατάλαβα ότι η απουσία μου είχε γίνει αισθητή. Ο Ισαάκ Αλτσέχ με έβγαλε από τη σειρά και με ρώτησε πολύ ήρεμα ποιος ήταν ο λόγος της φυγής μου. Εγώ, συγκεντρώνοντας όλες μου τις δυνάμεις, του απάντησα: «Έχετε κάθε δικαίωμα να με τιμωρείτε, εάν κρίνετε ότι είμαι άξιος τιμωρίας. Όμως δεν πρέπει να με τιμωρείτε τις Δευτέρες και τις Πέμπτες, γιατί είναι οι μέρες του μαθήματος βιολιού. Αυτό το μάθημα είναι για μένα εξίσου σημαντικό με ένα μάθημα φυσικής ή μαθηματικών». Είδα τον Ισαάκ Αλτσέχ να κοκκινίζει από το θύμο και τον άκουσα να φωνάζει τον πατέρα μου: «Avraam, mira qué tu hijo tiéné une cabessa de Eskenazi» (Αβραάμ, ο γιος σου έχει μυαλά Ασκενάζι), που θα πει ότι έγινα ξεροκέφαλος! Γιατί οι Ασκενάζι, οι Εβραίοι της Γερμανίας και της ανατολικής Ευρώπης, είχαν σε μας τη φήμη ανθρώπων με αγύριστο κεφάλι. Το συμβάν θεωρήθηκε λήξαν. Όμως, στη συνέχεια, κάθε φορά που ο κύριος Διευθυντής ήθελε να με τιμωρήσει, με ρωτούσε χαμογελώντας καλοσυνάτα: «Τι μέρα έχουμε σήμερα;».
Τη Θεσσαλονίκη την ονόμαζαν «Μητέρα του Ισραήλ» και «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων», και όχι χωρίς λόγο. Η εβραϊκή παρουσία ήταν εξαιρετικά αισθητή. Μετά το θάνατο του Θεόδωρου Χερτζλ, ιδρυτή του σιωνισμού, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης έλαβαν ενεργό ρόλο στο σιωνιστικό κίνημα. Η δραστηριότητά τους έμεινε κρυφή μέχρι το 1912, γιατί ο σιωνισμός απαγορευόταν από τις Οθωμανικές αρχές.
Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολλά σιωνιστικά κινήματα, και τα πιο σημαντικά ήταν των Μακκαμπί, των Μιζραχί (για τους θρησκευόμενους σιωνιστές), η Ένωση των Νέων Εβραίων που ανήκε στους Σιωνιστές Γενικούς, κλπ… Η λέσχη των Μακκαμπί βρισκόταν πολύ κοντά στο πατρικό μου και διέθετε μια μπάντα και μια ορχήστρα που διηύθυνε ο Ισαάκ Σιών (που θα χανόταν κι αυτός στο Άουσβιτς), μου ήταν λοιπόν πολύ εύκολο να ανταποκριθώ στην πρόσκλησή τους και σύντομα με έκαναν πρώτο βιολί της ορχήστρας. Οι αναμνήσεις που διατηρώ από αυτή την εποχή είναι έντονες στη μνήμη μου. Δεν υπήρχε σημαντική πολιτιστική γιορτή στη Θεσσαλονίκη που να μην συμμετάσχουν οι Μακκαμπί, με την μπάντα ή την ορχήστρα τους. Ακόμη και την εποχή της στρατιωτικής μου θητείας, συμμετείχα στην ορχήστρα (πάντα σαν πρώτο βιολί), και κάθε Σάββατο βράδυ παίζαμε για τη στρατιωτική Λέσχη.
Για κάποιο χρονικό διάστημα, τα επάνω πατώματα του Λευκού Πύργου –του περίφημου πύργου που έχτισαν οι Σταυροφόροι και που δεσπόζει και σήμερα ακόμη στη Λεωφόρο Νίκης, στον περίπατο της παραλίας–, είχαν παραχωρηθεί στις οργανώσεις της νεολαίας. Οι Μακκαμπί είχαν στη διάθεσή τους σχεδόν έναν ολόκληρο όροφο. Για μερικά χρόνια, οι συγκεντρώσεις μας γίνονταν στον Λευκό Πύργο, και κάθε φορά που έρχομαι στη Θεσσαλονίκη τον επισκέπτομαι με ξεχωριστή συγκίνηση. Έχω μιλήσει τόσο πολύ γι’ αυτόν στα παιδιά μου που η μικρή μου κόρη, η Φλωράνς, μου πρόσφερε ένα ωραίο δώρο γυρίζοντας από ένα ταξίδι της στο Παρίσι: σε ένα παλαιοπωλείο του Σηκουάνα, ξετρύπωσε μια ωραία καρτ-ποστάλ με τον Λευκό Πύργο γύρω στα 1917. Της έβαλα κορνίζα και την τοποθέτησα πάνω από το γραφείο μου.
Πέρα από τις πολιτιστικές και αθλητικές οργανώσεις, υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη πολλά γιεσιβότ, δηλαδή θρησκευτικά σχολεία. Οι μαθητές που φοιτούσαν σ’ αυτά δεν διέφεραν από εκείνους που πήγαιναν σε άλλα σχολεία, ακόμη και το ντύσιμό τους ήταν όμοιο. Γι’ αυτό οι μαθητές των λαϊκών ιδρυμάτων δεν αντιλαμβάνονταν ότι υπήρχαν και άλλες μορφές εκπαίδευσης.
Ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης ήταν σημαντικός, αλλά ήταν διασκορπισμένος σε διάφορα σημεία της πόλης, εκτός από τις βόρειες συνοικίες όπου ζούσαν συγκεντρωμένες οι οικογένειες των απόρων. Ο γιατρός Ισραέλ, πατέρας των φίλων μας Κάρλο και Ραχήλ, είχε αποκτήσει τον τίτλο του «γιατρού των φτωχών», γιατί επισκεπτόταν αποκλειστικά τους ασθενείς που κατοικούσαν στις βόρειες συνοικίες: Αγία Παρασκευή, Ρεζή Βαρδάρ, βαρόνου Χιρς, κλπ…
Μου φαίνεται ότι ποτέ δεν θα βρω τα λόγια για να εκφράσω ολόκληρο το θαυμασμό που έτρεφα για τον καθηγητή μου των μαθηματικών στη Θεσσαλονίκη, τον μηχανικό Ιωσήφ Λάιτμερ. Εκπροσωπούσε το ιδεώδες όχι μόνο για μένα αλλά και για τους καλύτερους φίλους μου: τους αδελφούς Κοέν (τον Ζακ και τον Πέπο), τους αδελφούς Σαραγκούσσι, τους αδελφούς Ναχμίας (τον Βίκτορα και τον Δαβίδ), τον Έζρα, τον Ααρόν Ρούσσο, τον Ισαάκ Τολεδάνο και πολλούς άλλους, που οι περισσότεροί τους, αλίμονο, χάθηκαν στο Άουσβιτς. Ο Λάιτμερ είχε σπουδάσει στη Σχολή Μηχανικών της Μασσαλίας (Ε.Ι.Μ.) και κυρίως διέθετε ένα ασυνήθιστο χάρισμα στη διδασκαλία των μαθηματικών.
Για τους παραπάνω λόγους, πέρασα τον πρώτο χρόνο των σπουδών μου στη Μασσαλία κάτω από την άμεση επίδρασή του. Έγινα δεκτός στην ίδια σχολή, την Ε.Ι.Μ., και στο τμήμα Επιστημών του Πανεπιστημίου, που εκείνη την εποχή στεγαζόταν πίσω από το σταθμό Σαιν-Σαρλ.
Η διαμονή μου στη Γαλλία μου έχει μείνει αλησμόνητη. Χάρη στη γενναιοδωρία των γαλλικών αρχών μπόρεσα όχι μόνο να κάνω σοβαρές σπουδές, αλλά και να μπορέσω να τις τελειώσω χάρη σε διάφορες υποτροφίες που με διευκόλυναν για τα έξοδα της εγγραφής και μου επέτρεπαν να ζω μια ευχάριστη και αξιοπρεπή φοιτητική ζωή.
Τις Κυριακές συνήθως πήγαινα στην οδό Paradis, όπου βρισκόταν η αίθουσα συναυλιών κλασικής μουσικής. Έπειτα έκανα επισκέψεις σε φίλους, στο Prado ή στο Jardin des Plantes, έπειτα πηγαίναμε να φάμε παγωτό στην Cancebière.
Ήταν σπουδαίο για μένα να βρίσκομαι σε μια πόλη τόσο εξελιγμένη όπως ήταν η Μασσαλία το 1930. Είχαμε επίσης τη δυνατότητα να πηγαίνουμε εκδρομές έξω από την πόλη, χάρη στις πολυάριθμες γραμμές του τραμ που εξυπηρετούσαν τα γύρω χωριά που έλαμπαν από ομορφιά. Συχνά τις Κυριακές πήγαινα σε ένα από αυτά με τον φίλο μου Ποετί, που με καλούσε για γεύμα στο σπίτι της θείας του.
Όμως πλάι σ’ αυτές τις διασκεδάσεις υπήρχαν και άλλες, που ξέφευγαν από τα συνηθισμένα μέτρα του καθωσπρεπισμού: ήταν οι περίφημες γιορτές που συνηθίζονταν σε όλα τα γαλλικά πανεπιστήμια, και τις ονόμαζαν «Père cent». Πρόκειται για έναν εορτασμό που γίνεται την εκατοστή μέρα πριν από το τέλος της σχολικής χρονιάς. Στη σχολή των μηχανικών, σύμφωνα με το έθιμο, κάθε πρωτοετής φοιτητής είχε για «νονό» του έναν φοιτητή από το τρίτο έτος. Αυτός αναλάμβανε να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τις δύσκολες στιγμές της προσαρμογής και, κυρίως, τον μυούσε στις μεγάλες γιορτές.
Πρώτα λοιπόν πηγαίναμε για δείπνο σε ένα φημισμένο εστιατόριο, στα κάτω μέρος της Canebière. Προφανώς είχαμε όλοι πιει λιγάκι, κάτι παραπάνω από το συνηθισμένο. Βγαίνοντας, μπαίναμε όλοι στη σειρά για να κατουρήσουμε μπροστά από το παλιό λιμάνι. Έπειτα, σε μικρές ομάδες, μπαίναμε στα γειτονικά δρομάκια και τραγουδούσαμε σκαμπρόζικα τραγούδια, ειδικά για την περίσταση: «Au ingénieurs versez à boire, versez à boire du bon vin, Tonton, Tontaine, Tonton, je vais vous raconteur l’ histoire…», κλπ.
Αυτοί οι δρόμοι, που δεν υπάρχουν πια σήμερα, ήσαν γεμάτοι από κακόφημα σπίτια, που τα αναγνώριζες από τα κόκκινα φανάρια τους. Ορισμένα τα είχαμε κλείσει αποκλειστικά για μας. Προχωρούσα, κρατώντας αγκαζέ τον «νονό» μου Τιμπώ, φοβισμένος από αυτό τον άγνωστο σε μένα κόσμο.
Όταν ανεβήκαμε στο πρώτο πάτωμα, ένα τσούρμο κοπέλες όρμησαν επάνω μας. Στη μέση του μεγάλου σαλονιού είχαν βάλει ένα στρώμα και κάθε γυναίκα διάλεγε τον πελάτη της. Έπρεπε το ζευγάρι να κάνε έρωτα μπροστά σε όλους τους συμμαθητές. Μια από τις «κούκλες» αυτές με πλησίασε και μένα, και θέλησε να δώσουμε το παράδειγμα. Εγώ έγινα κόκκινος σαν παπαρούνα, και σώθηκα μόνο χάρη στην επέμβαση του «νονού» μου, που με ύφος στωικό πήρε τη θέση μου! Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ήμουν άβγαλτος, αν και όχι ακόμη για πολύ.
Τέλειωσα την πρώτη χρονιά των σπουδών με επιτυχία. Αποφάσισα όμως να πάω για τη δεύτερη χρονιά στο Παρίσι για να είμαι κοντά στους φίλους μου της Θεσσαλονίκης με τους οποίους ήμουν πολύ δεμένος. Μπορεί η Μασσαλία να με είχε αιχμαλωτίσει από την πρώτη στιγμή, όμως το Παρίσι ήταν άλλο πράγμα: ανακάλυπτα την Πόλη του φωτός!
Αφού πήρα το πτυχίο μου του Ηλεκτρολόγου-μηχανολόγου από την Ειδική Σχολή Μηχανικής και Ηλεκτρισμού (E.S.M.E.) στο Παρίσι, αποφάσισα να συνεχίσω ακόμη ένα χρόνο σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπορντώ, για να γίνω μηχανικός ραδιοασυρματιστής. Είχα την τύχη να γίνω δεκτός επίσης στο Ωδείο του Μπορντώ, που διηύθυνε την εποχή εκείνη ο Γκαστόν Πουλέ. Βρισκόμασταν στο 1935. Παρακολουθούσα ταυτόχρονα τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο και στο Ωδείο, όπου επίσης έγινα δεκτός στην τάξη της Ορχήστρας.
Δεν ξέρω για ποιο λόγο, ο Γκαστόν Πουλέ μου έδειξε μεγάλη συμπάθεια. Θυμάμαι ένα περιστατικό, το 1945, μετά την απελευθέρωσή μου. Είδα μια μέρα στο Παρίσι μια αφίσα, «Συναυλίες Πουλέ», που προσκαλούσε το κοινό για μια σειρά συναυλιών στο Θέατρο Σάρ Μπερνάρ. Έκανα τα πάντα για να βρω θέση. Στο διάλειμμα, κατάφερα να μπω στα παρασκήνια. Είναι αδύνατο να περιγράψω τη σκηνή που ακολούθησε όταν ο Δάσκαλος με αναγνώρισε από μακριά. Ήρθε κοντά μου και μ’ αγκάλιασε μουρμουρίζοντας: «πόσο χαίρομαι που είσαι ζωντανός». Δεν είχα το χρόνο να του πω πόσο το γεγονός ότι υπήρξα μαθητής του είχε συμβάλει, ίσως, στο να μου σώσει τη ζωή! Τον φώναζαν για να διευθύνει τη συνέχεια της συναυλίας, κι εγώ, με δάκρυα στα μάτια, γύρισα στη θέση μου!
Τέλος του 1935. Μετά από μια περίοδο μετεκπαίδευσης με μεγάλο ενδιαφέρον στο Ράδιο Λ.Λ. (ένα ραδιοφωνικό σταθμό που ανήκε στον Λυσιέν Λεβί και γνώριζε μεγάλη επιτυχία εκείνη την εποχή), ήταν πια καιρός να γυρίσω στη Θεσσαλονίκη, τη γενέτειρά μου, στην πόλη μου και το πατρικό μου σύμφωνα με την υπόσχεση που είχα δώσει στον πατέρα μου να γυρίσω στο σπίτι όταν θα τέλειωνα τις σπουδές μου, και, κυρίως, να γυρίσω μόνος, δηλαδή χωρίς γυναίκα.
Μετά από ένα υπέροχο ταξίδι με τρένο από το Παρίσι στη Μασσαλία, και με καράβι από εκεί μέχρι τον Πειραιά κι έπειτα πάλι με το τρένο, έφτασα επιτέλους στον προορισμό μυ. Όλοι ήθελαν να μάθουν: υπήρχε καμιά κοπέλα στη ζωή μου; Είχα γνωρίσει κορίτσια; Γιατί επέστρεφα εργένης; Όμως εγώ είχα τηρήσει το λόγο που έδωσα στον πατέρα μου, που με είχε βάλει να ορκιστώ μπροστά στη «μεζουζά» (μικρό αντικείμενο λατρείας που βρίσκεται στην πόρτα της εισόδου κάθε εβραϊκού σπιτιού) ότι θα γύριζα μόνος, χωρίς κανένα δεσμό, μόνος όπως είχα φύγει να σπουδάσω, και φέρνοντας πίσω μόνο το δίπλωμά μου. «Όταν έρθει η ώρα να παντρευτείς, θα πάρεις μια γυναίκα δικιά μας, γνωστή μας, και με την έγκρισή μας». Δεν θέλησα να παραβιάσω το λόγο μου. Την εποχή εκείνη, στα σπίτια μας, υπακούαμε αυστηρά στις πατρικές εντολές.
Στην πραγματικότητα, δεν ήμουν ακόμη ώριμος για να φτιάξω οικογένεια. Ήμουν νέος, αλλά κυρίως δεν είχα ακόμη αποκατασταθεί οικονομικά. Και δεν είχα κάνει ακόμη τη στρατιωτική θητεία μου. Αυτή ήταν η αμέσως επόμενη υποχρέωσή μου.
Παρουσιάστηκα στο 50ό Σύνταγμα Πεζικού Θεσσαλονίκης. Ζήτησα να γίνω δεκτός στη Σχολή Αξιωματικών στο Ρουφ, στην Αθήνα, αλλά η παρουσία του αντισυνταγματάρχη Νικολαΐδη στο επιτελείο, ενός Θεσσαλονικιού γνωστού φανατικού αντισημίτη, ήταν αρκετή για να με απορρίψουν, παρά τα δυο μου διπλώματα μηχανικού. Ωστόσο η ιστορία αυτή δεν έμεινε χωρίς αντίκτυπο, γιατί από κει και πέρα όλοι οι Εβραίοι φίλοι μου, που ήσαν διπλωματούχοι ανωτάτων σχολών, γίνονταν δεκτοί στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, φτάνει να το ζητούσαν.
Όσο για μένα, παραιτήθηκα από αυτό το σχέδιο. Έτσι, μετά από μερικούς μήνες εξάσκησης, έγινα δεκανέας. Τότε ο λοχαγός μας, που με είχε συμπαθήσει, με κάλεσε στο γραφείο του:
«Άκου, ο Στρατηγός, ο διοικητής της 11ης Μεραρχίας πεζικού, ψάχνει έναν στρατιώτη για να του κάνει μαθήματα γαλλικών. Σκέφτηκα εσένα, γιατί είσαι ο μόνος στο λόχο μας που έχεις κάνει ανώτατες σπουδές στη Γαλλία».
Όταν λίγο αργότερα με παρουσίασαν στον συνταγματάρχη Μαυρομάτη, που έκανε χρέη στρατηγού, κυριολεκτικά γοητεύτηκα: ήταν ένας άντρας ευγενικός, καλοσυνάτος, με ψηλό παράστημα και ευχάριστο παρουσιαστικό. Μου έδειξε ένα κάθισμα, έβαλε μπροστά μου μια γαλλόφωνη εφημερίδα, Le Progrès, και μου ζήτησε να διαβάσω. Δεν ξέρω πως, άκουσα τον εαυτό μου να απαντά:
«Στρατηγέ μου, εσείς είσαστε ο μαθητής, εσείς πρέπει να διαβάσετε!»
Η παρατήρηση του άρεσε και μου λέει:
«Είσαι μικρός το δέμας, αλλά μαχητής».
Άρχισε λοιπόν να διαβάζει και του διόρθωνα ορισμένα λάθη, κυρίως προφοράς.
«Θαυμάσια», μου λέει, «θα ήθελα να έρχεσαι, αν μπορείς, στο σπίτι μου κάθε μέρα στις τέσσερις».
Έτσι η υπόλοιπη στρατιωτική θητεία μου συνεχιζόταν ευχάριστα. Το βράδυ του Σαββάτου έπαιζα στην ορχήστρα της στρατιωτικής λέσχης, όπου έρχονταν οι αξιωματικοί της φρουράς με τις γυναίκες τους για να χορέψουν και ν’ ακούσουν μουσική. Ο στρατηγός μου έκανε προόδους και τα πηγαίναμε μια χαρά. Όμως ήρθε η ώρα που το μάθημα τελείωσε: έπρεπε να φύγει, είχε πάρει μετάθεση για το Επιτελείο, στην Αθήνα. Έφυγε λοιπόν, και προς μεγάλη μας λύπη αποχαιρετιστήκαμε. Το υπόλοιπο της θητείας μου ήταν αφιερωμένο αποκλειστικά στη μουσική.
Όταν αποστρατεύτηκα, άρχισα να εργάζομαι, πρώτα στο Υπουργείο Βιομηχανίας, έπειτα στο Υπουργείο Γεωργίας –στο Τμήμα μηχανικής καλλιέργειας– που τα γραφεία του ήταν στο βόρειο μέρος της πόλης. Αυτές οι δυο εμπειρίες αργότερα μου στάθηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες, γιατί ειδικεύτηκα στη μικρή και μέτρια βιομηχανία της Θεσσαλονίκης, και στη συνέχεια συμμετείχα στο μοντάρισμα και ξεμοντάρισμα των μηχανών Ντήζελ που χρησιμοποιούσαν για τα τρακτέρ (όλες γερμανικής προελεύσεως). Με τα γερμανικά που γνώριζα, μπορούσα να διαβάσω τα εγχειρίδια συντήρησης από το πρωτότυπο, και αυτό με βοηθούσε πολύ στη δουλειά μου. Ταυτόχρονα, συνέχιζα να τελειοποιώ τα γερμανικά μου πηγαίνοντας στα βραδινά μαθήματα του Ινστιτούτου Γκαίτε, χωρίς να μου περνάει βέβαια από το μυαλό ότι πολύ σύντομα η γνώση αυτής της γλώσσας θα συνέβαλε να σωθεί η ζωή μου!
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940, η Ιταλία, που είχε ήδη καταλάβει την Αλβανία λίγα χρόνια νωρίτερα, εισέβαλε βίαια στο ελληνικό έδαφος χωρίς καν να κηρύξει τον πόλεμο, σε βάθος εξήντα περίπου χιλιομέτρων. Ο Μουσολίνι πίστευε ότι μπορούσε να κατακτήσει τα κυριότερα ελληνικά λιμάνια χωρίς να βρει αντίσταση. Το περίφημο «Όχι» του Πρωθυπουργού στρατηγού Μεταξά σύντομα τον διέψευσε. Η ελληνική απάντηση υπήρξε κεραυνοβόλα!
Όταν οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι οι Ιταλοί δεν κατάφερναν να εισβάλουν στην Ελλάδα, επετέθησαν με ένα τρόπο εξίσου κεραυνοβόλο, πρώτα από τη Γιουγκοσλαβία κι έπειτα από τα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα, τη Θράκη.
Στη Θεσσαλονίκη ζούσαν τότε περίπου 60.000 Εβραίοι. Ανάμεσά τους υπήρχαν λίγοι (ίσως όχι πάνω από χίλιοι) που είχαν ιταλικό ή ισπανικό διαβατήριο. Οι υπόλοιποι ήσαν Έλληνες πολίτες. Οι νέοι στρατεύτηκαν αμέσως μαζί με τους άλλους. Περίπου δεκατρείς χιλιάδες Εβραίοι στρατιώτες, μεταξύ των οποίων τριακόσιοι σαράντα αξιωματικοί, αποτέλεσαν μέρος των ελληνικών στρατευμάτων και πολέμησαν γενναία για έξι μήνες.
Προσωπικά, δεν χρειάστηκε να πολεμήσω με τους Γερμανούς. Όταν εισέβαλαν, το σύνταγμά μου –το 50ό– βρισκόταν ήδη στη δεύτερη γραμμή, σε ελληνικό έδαφος, στην ορεινή περιοχή κοντά στην πόλη των Ιωαννίνων: είχαμε πολεμήσει τους Ιταλούς σχεδόν για έξι μήνες και είχαμε ήδη κατακτήσει περίπου το ένα τρίτο του αλβανικού εδάφους. Το Μάιο του 1941 λάβαμε εντολή από τον ασύρματο να καταθέσουμε τα όπλα.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να αποτίσω φόρο τιμής στον διοικητή μας, τον συνταγματάρχη Μαντούβαλο. Συγκέντρωσε όλους τους Εβραίους στρατιώτες και μας είπε περίπου αυτά τα λόγια: «Είσαστε Έλληνες στρατιώτες εβραϊκής καταγωγής, και γνωρίζουμε ότι οι Γερμανοί δεν σας συμπαθούν. Γι’ αυτό, επειδή επιθυμούμε να επιστρέψετε στα σπίτια σας σώοι και αβλαβείς, σας παρακαλούμε να διαλέξετε μονάχοι σας ονόματα και επίθετα ελληνικά, για να σας βγάλουμε καινούριες ταυτότητες».
Ο πόλεμος για μας τους Έλληνες είχε χαθεί, είχαμε όλοι αποστρατευτεί. Μου έδωσαν δώρο ένα γαϊδουράκι, ανταμοιβή για τις υπηρεσίες μου. Έτσι μπόρεσα να διασχίσω χωρίς μεγάλη κούραση τα 650 χιλιόμετρα που με χώριζαν από τη Θεσσαλονίκη.
Εκατό περίπου χιλιόμετρα πριν από τον ποταμό Αξιό, με συμβούλεψαν να πουλήσω το γάιδαρο για να πληρώσω μια θέση στο ταξί που θα με έφερνε μαζί με άλλους στον προορισμό μου. Πράγματι, υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να με συλλάβουν οι Γερμανοί και να με στείλουν στα έργα της γέφυρας του ποταμού που είχε ανατινάξει ο ελληνικός στρατός. Για να διασχίσω αυτή την περιοχή ανενόχλητα, με βοήθησαν να ντυθώ γυναίκα. Κάθισα ήσυχα στο πίσω μέρος του ταξί, ανάμεσα σε δυο χοντρές χωρικές. Ο έλεγχος στη γέφυρα έγινε χωρίς πρόβλημα, και δυο ώρες αργότερα συνάντησα την οικογένειά μου, πάντα μεταμφιεσμένος σαν γυναίκα!
Επιστρέφοντας από το στρατό έμεινα χωρίς δουλειά, γιατί οι τεχνικές εγκαταστάσεις του Υπουργείου Γεωργίας, όπου εργαζόμουν, είχαν βομβαρδιστεί από τους Ιταλούς. Ο πατέρας μου, πάντα γενναιόδωρος μαζί μου, μου είπε: «Αν νομίζεις ότι μπορείς να βρεις κάτι που σε ενδιαφέρει στο πανεπιστήμιο, μπορείς να γραφτείς». Έτσι γράφτηκα κατευθείαν στο τρίτο έτος της Σχολής Φυσικομαθηματικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Θα πρέπει εδώ να ανοίξω μια παρένθεση για να μιλήσω για λίγο για τις σχέσεις μου με τους χριστιανούς στη Θεσσαλονίκη. Στη Σχολή Αλτσέχ, οι συμμαθητές μου ήσαν αποκλειστικά Εβραίοι, με αποτέλεσμα να έχω φιλίες μόνο με Εβραίους. Το ίδιο ίσχυε και για τη λέσχη Μακκαμπί. Όμως στο σχολείο της Γαλλικής Λαϊκής Αποστολής (Mission laïque Française), στο τμήμα των μαθηματικών, είχα ήδη την ευκαιρία να γνωρίσω δυο χριστιανούς και να κάνω παρέα μαζί τους, λίγο στην αρχή: τον Δημπόγλου, γιο ενός χειρούργου από την Κωνσταντινούπολη, που εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, και τον Νίκο Ξενάκη, που η μητέρα του ήταν Γαλλίδα και που η φιλία μας διατηρήθηκε μετά την απελευθέρωσή μου. Συνδέθηκα επίσης με τον Τάκη Καβάσιλα, που ήταν αχώριστος φίλος με τον Ισίδωρο Νόαχ, και που ήσαν και οι δυο εξαιρετικοί μαθητές της πρώτης τάξης (1929-1930). Ο Νόαχ θα γινόταν μηχανικός της Ανώτατης Σχολης Αεροναυπηγών, ενώ ο Καβάσιλας τελείωσε τη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών. Ο Καβάσιλας παντρεύτηκε μια Γαλλίδα, όμως παρόλες τις προσπάθειές μου δεν κατάφερα να τον βρω μέχρι σήμερα στο Παρίσι. Ο Ισίδωρος Νόαχ γλίτωσε από τους Ναζί. Παντρεύτηκε στην Αθήνα και έκανε ένα γιο, που σπούδασε φιλοσοφία στο Καίμπριτζ των Η.Π.Α. στην ίδια εποχή με τον δικό μου. Δυστυχώς ο Ισίδωρος πέθανε από καρκίνο. Μετά τη στρατιωτική μου θητεία έκανα παρέα με τον Χρήστο Μαλάκη, που είχε σπουδάσει μηχανικός στο Βέλγιο και αγαπούσε πολύ τη μουσική. Περνούσαμε ολόκληρα βράδια μαζί ακούγοντας συμφωνίες ή κοντσέρτα για πιάνο ή βιολί, ερμηνευμένα από μεγάλους βιρτουόζους της εποχής όπως ο Γεχούντι Μενουχίν, ο Ζακ Τιμπώ, η Μαργκερίτ Λον, και τόσοι άλλοι. Αλίμονο, η γερμανική κατοχή θα έβαζε ένα τέλος σε όλες αυτές τις σχέσεις.
Όταν ήμουνα φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, έκανα παρέα με τον Ηλιόπουλο, που είχε μεγάλο ταλέντο στα μαθηματικά και έγινε αργότερα καθηγητής πανεπιστημίου. Όταν πήγαινα σπίτι του οι γονείς του με δέχονταν με μεγάλη εγκαρδιότητα. Όμως μετά τον πόλεμο, όταν έφυγα από τη Θεσσαλονίκη, πάψαμε να βλεπόμαστε.
Όταν έγινα διδάκτορας στο πολυτεχνείο (Technion) της Χάιφας, ο ξάδελφός μου Σάμπυ Καμχί, που ζούσε στην Αθήνα, μου έβαλε την ιδέα να κάνω μια διάλεξη στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Θυμάμαι ότι ο κοσμήτορας, ο καθηγητής Πρωτονοτάριος, μου πρότεινε να κάνω τη διάλεξη αυτή στα αγγλικά, πιστεύοντας ότι θα είχα δυσκολίες στα ελληνικά, γλώσσα που είχα ελάχιστα χρησιμοποιήσει όταν σπούδαζα στο Παρίσι. Εγώ ωστόσο επέμενα να την κάνω στα ελληνικά. Την παρακολούθησαν περισσότεροι από εκατό ακροατές, που πολλοί ανάμεσά τους είχαν κάνει ανώτατες σπουδές στο Technion της Χάιφας. Το θέμα της διάλεξης ήταν η βελτίωση του δημόσιου ηλεκτροφωτισμού, με παράδειγμα τον ηλεκτροφωτισμό της Ιερουσαλήμ, ένα σημαντικό έργο που ανέλαβα όταν εργαζόμουν στο δήμο της Ιερουσαλήμ.
Θέλω να μιλήσω για μια φιλία που υπήρξε σταθερότερη. Στη διάρκεια των ταξιδιών μου στη Θεσσαλονίκη, μετά τον πόλεμο, απόκτησα ένα νέο φίλο, ένα λαμπρό δικηγόρο που καταγόταν από τη Φλώρινα. Είχε σπουδάσει στον London School of Economics και μετά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Άνθρωπος με φιλελεύθερες ιδέες, όπως ο πατέρας του, επίσης δικηγόρος, ελάχιστα γνώριζε για την τραγωδία που είχε αποδεκατίσει τον εβραϊκό πληθυσμό της Θεσσαλονίκης. Ήταν παντρεμένος με μια χαριτωμένη Βελγίδα από τις Βρυξέλλες, κι αυτή δικηγόρος, και μιλούσε τέλεια γαλλικά και αγγλικά, εκτός από τα ελληνικά. Συνεννοούμαστε περίφημα και δεν υπάρχει περίπτωση να έρθω στη Θεσσαλονίκη έστω και για λίγε μέρες χωρίς να τους ειδοποιήσω και να περάσω τουλάχιστον μια βραδιά μαζί τους. Οι καλοί μου φίλοι είναι ο Παύλος και η Αννί Αλτίνη. Ανακαλύπτουν σιγά σιγά τον παλιό εβραϊκό πολιτισμό της Θεσσαλονίκης και τους έχει συγκλονίσει το Ολοκαύτωμα. Συχνά λαμβάνω μεγάλα και συγκινητικά γράμματα στα οποία ο φίλος μου ο Παύλος μου γράφει τα κοινωνικο-οικονομικά νέα της Ελλάδας.
Χάρη στην εθελοντική μου εργασία στο Γιαντ Βασέμ, γνώρισα επίσης και άλλους Έλληνες, προσωπικότητες του πολιτικού κόσμου που επισκέφτηκαν την Ιερουσαλήμ, όμως αυτές οι σχέσεις δεν απόκτησαν μέχρι σήμερα το χαρακτήρα της αληθινής φιλίας.