Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Από το Λευκό Πύργο στις πύλες του Άουσβιτς

Χανταλί Ιάκωβος, Από το Λευκό Πύργο στις πύλες του Άουσβιτς, Παρατηρητής, 1996, σ. 17-49

ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΠΥΡΓΟ ΣΤΙΣ ΠΥΛΕΣ ΤΟΥ ΑΟΥΣΒΙΤΣ

(απόσπασμα)

[…]

Συνήθως ο παππούς καθόταν έξω, πάνω στο σκαμνάκι του. Το μπαστούνι του ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο και γύρω μαζεύονταν πολλά παιδιά. Σε κάθε παιδί μοίραζε από ένα κέρμα και τα έστελνε να αγοράσουν καραμέλες. Τότε εγώ θύμωνα από ζήλια. Εγώ είμαι ο εγγονός του, σκεφτόμουνα, γιατί δεν δείχνει σε μένα την προτίμησή του; Το δικό μου δώρο όμως ήταν πολύ καλύτερο από το δικό τους. Ο παππούς με αγκάλιαζε από τη μέση, με τραβούσε κοντά του και μου έλεγε:

«Όταν εγώ γεννήθηκα η Ελλάδα ανήκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Γι’ αυτό εγώ ξέρω τούρκικα, και ο πατέρας μου μιλάει τούρκικα. Οι Τούρκοι ήταν καλοί με τους Εβραίους, ιδίως όταν παραχώρησαν άσυλο στους πρόσφυγες από την Ισπανία. Τον 15ο και 16ο αιώνα έφθασαν στη Θεσσαλονίκη οι Εβραίοι της Ισπανίας και δημιούργησαν τη σπουδαιότερη κοινότητα των Βαλκανίων. Η οικογένειά μας, Τζακίτο, κατάγεται από την Καταλανία της Ισπανίας. Κάθε κύμα μεταναστών που έφθανε από την Ισπανία, έχτιζε τη δικιά του συναγωγή. Για να μην αποκαλύψουν την ταυτότητα της συναγωγής τους, επειδή είχαν συνηθίσει να ζουν κρυφά, έδιναν στις συναγωγές ονομασίες με κωδικά ψευδώνυμα. Η οικογένειά μας ανήκε στη συναγωγή που ονομαζόταν «Φίγκο Λόκο», δηλαδή, «τρελό σύκο». Οι Εβραίοι από την Ισπανία γνώριζαν τέχνες που ήταν ακόμη άγνωστες στην τουρκική αυτοκρατορία. Διακρίθηκαν στην κατασκευή κοσμημάτων, τη μεταξουργία, την εβραϊκή τυπογραφία, τις βαφές υφασμάτων και γνώρισαν ξεχωριστή επιτυχία στο εμπόριο. Οι Εβραίοι συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης και η πόλη έγινε σπουδαίο εμπορικό κέντρο που συνδεόταν με όλα τα κέντρα της Ευρώπης».

Όταν τα παιδιά επέστρεφαν με τις καραμέλες στα χέρια, στριμώχνονταν όλα γύρω από τον παππού και ρωτούσαν αστειευόμενα: «Παππού, τι θα φάμε σήμερα;» Εκείνος άρχιζε να περιγράφει λεπτομερώς νόστιμα και λαχταριστά φαγητά. Είχε άσπρα γένια, κυρτή πλάτη και ένα πρόσωπο που ενέπνεε εμπιστοσύνη. Τα παιδιά τού συμπεριφέρονταν με σεβασμό αλλά και οικειότητα. Έτσι, με τα παιδιά στριμωγμένα ολόγυρά του, άρχιζε να αφηγείται για βασιλιάδες και βασιλόπουλα, για δίκαιους θαυματοποιούς, για πυρκαγιές και τραγωδίες που έλαβαν χώρα στο μακρινό παρελθόν. Φαινόταν σαν να είχε γνωρίσει προσωπικά τον Μέγα-Αλέξανδρο. Στην εποχή του έφθασαν στη Θεσσαλονίκη οι πρώτοι Εβραίοι. Μας έλεγε ακόμη για τον Ομάρ Χαλίφ, που είχε σύμβουλο τον Γιοσέφ Αμπουλάφια· για να μην αναφερθούμε στον Αλί Μπαμπά… Διηγόταν, μέχρι που έβγαινε έξω η μητέρα και έστελνε τα παιδιά σπίτι τους· οι φωνές της απευθύνονταν στον παππού όσο και στο ακροατήριό του.

Από τον παππού έμαθα πως οι πρόγονοί μας, οι θεμελιωτές της οικογένειάς μας, ήταν δύο αδέλφια που ήρθαν στην Ελλάδα από την Ισπανία στα τέλη του 16ου αιώνα. Οι δύο αδελφοί Χανταλί ήταν ο ένας οινοποιός, ο δε άλλος μνηματοποιός. Εμείς ήμασταν απόγονοι του μνηματοποιού. Ο παππούς ακολούθησε την πατρογονική τέχνη· ήταν εργολάβος νεκροταφείων.

Από τον παππού έμαθα επίσης πως το μοναδικό λιμάνι στον κόσμο που είχε αργία από την αρχή μέχρι το τέλος του Σαββάτου ήταν το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ήταν το δεύτερο σε μέγεθος λιμάνι, μετά την Κωνσταντινούπολη, σε όλη την αυτοκρατορία, και κάθε καπετάνιος τον 19ο αιώνα ήξερε πως το Σάββατο θα άραζε έξω από το λιμάνι, αφού οι περισσότεροι εργάτες, αχθοφόροι και τελωνειακοί ήταν Εβραίοι. Από το στόμα του άκουσα για την επιδημία πανούκλας, για το Βαρδάρη, για τη μεγάλη πυρκαγιά – για φυσικές καταστροφές και άλλα ατυχή περιστατικά που έπληξαν τις απομακρυσμένες φτωχικές συνοικίες, ποτέ, όμως, τη δική μας καλή περιοχή.

«Τζακίτο», η φωνή του πατέρα με καλούσε πίσω στην πραγματικότητα, «θέλεις να έρθεις μαζί μου;» Αυτό δεν ήταν ερώτηση· με τραβούσε από την αγκαλιά του παππού, μου έπιανε το χέρι και ήμουν έτοιμος για «τη δική μας βόλτα». Ήμουν παιδί έξι, εφτά ή οχτώ ετών και ακολουθούσα τον πατέρα στον κόσμο των μεγάλων, τον κόσμο του μπαμπά, ένιωθα περηφάνια για την εκτίμηση που συναντούσε παντού, από Εβραίους και μη Εβραίους. Ο πατέρας ενέπνεε σε όλους το σεβασμό. Και ο ίδιος τιμούσε τους συνανθρώπους του· και όποιος τιμά το συνάνθρωπο, τιμάται εξίσου από τους άλλους. Η «τιμή» αποτελούσε τη λέξη-κλειδί της προσωπικότητάς του, το μυστικό όπλο της γοητείας και της δύναμής του. Ο πατέρας Σολομώ εμπορευόταν οικοδομικά υλικά: «Ζακάι και Σία» ήταν η ονομασία της επιχείρησης και ήταν ιδιοκτήτες μιας από τις μεγαλύτερες μάντρες με οικοδομικά υλικά σε όλη την πόλη, στην Τσιμισκή 36. Καθώς φαίνεται, από όλα τα αδέλφια του, ήταν ο πιο πετυχημένος οικονομικά και απέκτησε περιουσία. Ενώ τα άλλα μέλη της οικογένειάς μας, τόσο από τη μεριά του πατέρα όσο και από τη μεριά της μητέρας, κατοικούσαν σε εβραϊκές γειτονιές, εμείς μέναμε σε ακριβή περιοχή όπου ζούσαν λίγοι Εβραίοι. Παρά την οικονομική του άνεση, ο πατέρας ποτέ δεν ήταν υπερόπτης. Οι επισκέψεις στου θείου μου ήταν για μένα ιδιαίτερα ευχάριστες στιγμές. Οι συγγενείς μου από την οικογένεια της μητέρας μου, καλοί Εβραίοι, ζούσαν απλοϊκά και ευτυχισμένα. Μου άρεσε πολύ να βρίσκομαι στην αυλή του σπιτιού τους με τις κότες, τα άλογα, τις μυρωδιές από τη φασολάδα που ετοίμαζαν για το Σάββατο.

Είχα πέντε αδέλφια και αδελφές μεγαλύτερα από μένα. Σαν μικρότερος απολάμβανα κάποια προνόμια που με κανέναν τρόπο δεν απεμπολούσα. Ο μεγάλος αδελφός μου, Γεουντά, ήταν υπάλληλος γραφείου· ο άλλος αδελφός μου, Σαμουέλ, εργαζόταν με τον πατέρα στην επιχείρηση. Οι αδελφές μου Πέρλα, Λουτσία και Ίντα, περνούσαν τις ελεύθερες ώρες μετά το σχολείο συντροφιά με τη μητέρα και τον παππού, πιστές στην παράδοση που λέει: «η τιμή της βασιλοπούλας είναι μέσα στο σπίτι». Κάθε μια είχε ένα δικό της μπαούλο προίκας, που λεγόταν «φουρσάλ» και εκεί έκρυβε τα πράγματα που τους αγόραζαν. Και οι τρεις τους προσπαθούσαν να γεμίσουν τα μπαούλα τους με όλα τα καλά, για να είναι έτοιμες για την ευτυχισμένη ημέρα. Μόνο η μεγάλη αδελφή μου, η Πέρλα, αξιώθηκε να παντρευτεί· δεν έζησε όμως πολύ παντρεμένη. Και το μπαούλο με τα προικιά έπαψε να έχει αξία.

Σαν μικρότερος αδελφός είχα πολύ εγκάρδιες σχέσεις με τις αδελφές μου· ήμουν το χαϊδεμένο αδελφάκι τους και με τυλίγανε με αφάνταστη στοργή. Για τον ίδιο λόγο ήμουν πολύ δεμένος με τον πατέρα μου. Δεν μπορούσε να παίρνει μαζί του τα μεγαλύτερα αδέλφια ή τις αδελφές μου, αφού δεν συνηθίζονταν τα παιδιά να συνοδεύουν τους γονείς, κι έτσι έγινα εγώ το παιδί του μπαμπά.

Όπου κι αν πήγαινε με έπαιρνε μαζί του· είτε στο καφενείο για να παίζει ντόμινο με φίλους του είτε για ψώνια που χρειαζόταν η μητέρα στο σπίτι, είτε για να μου αγοράσει ρούχα ή οτιδήποτε άλλο, αφού εκείνος μου ψώνιζε τα πάντα. Στις διακοπές του καλοκαιριού, όταν έκλεινε το σχολείο πήγαινα στο μαγαζί του πατέρα. Εκτός από τη μάντρα με τα σίδερα και τα οικοδομικά υλικά, διατηρούσε και ένα γραφείο σε κεντρικό σημείο στην πόλη, δέκα λεπτά περίπου απόσταση από το σπίτι. Πολλές φορές παρακολουθούσα τον πατέρα στις συναλλαγές του με πελάτες του, Έλληνες εργολάβους. Συχνά συναντούσα εκεί το γιο του Σακκάι, του μεγαλύτερου συνεταίρου στην επιχείρηση, και μαζί πηγαίναμε στη μάντρα όπου ασχολούμασταν με τις δικές μας δουλειές. Συνήθως εγώ ήμουν ο αρχιτέκτων και ο προγραμματιστής, ενώ εκείνος έχτιζε σύμφωνα με τις οδηγίες που του έδινα και με υλικά που μας επέτρεπαν να χρησιμοποιήσουμε. Ικανοποιημένος από την απόδοσή του, έλεγα: «Όταν μεγαλώσω και χτίσω αληθινές οικοδομές θα σε πάρω βοηθό μου. Θα έχουμε δική μας τεχνική εταιρεία. Τι λες;»

Το μεσημέρι, γυρίζοντας για το σπίτι, περνούσαμε, ο πατέρας και εγώ, από την αγορά για να ψωνίσουμε τα είδη που είχε ζητήσει η μητέρα. Ο πατέρας έπαιρνε αχθοφόρο, πήγαινε στα μαγαζιά, ψώνιζε και φόρτωνε τα πράγματα στο καρότσι. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν μικρά πακέτα ή βαζάκια. Ο πατέρας αγόραζε ολόκληρο δοχείο μέλι, σακί ζάχαρη, σακί φασόλια και κιλά τυρί.

Μια φορά επιστρέφοντας σπίτι βρεθήκαμε έξω από ένα κτίριο που ανήκε στην κοινότητα. Στο ισόγειο λειτουργούσε εστιατόριο για απόρους και στον επάνω όροφο υπήρχε μια μεγάλη αίθουσα που χρησιμοποιούσαν για γάμους και μπαρ-μίτσβα (τελετή μύησης για τα αγόρια στα 13 τους χρόνια). Την αίθουσα τη νοίκιαζαν επίσης για άλλες οικογενειακές εκδηλώσεις. Τα έσοδα ήταν για το ταμείο της κοινότητας. Περνώντας, λοιπόν, απ’ έξω ακούσαμε άξαφνα ήχους από τραγούδι χορωδίας που ερχόταν από τον επάνω όροφο.

Σταματήσαμε για να ακούσουμε. Το τραγούδι ήταν πολύ ωραίο, σαν ψαλμωδία αγγέλων. Και ο πατέρας εντυπωσιάστηκε από την όμορφη μελωδία. Ασυναίσθητα με τράβηξε κοντά του και έτσι, δίπλα δίπλα, ακούγαμε μαγεμένοι. Μερικές φορές προσπαθώ να θυμηθώ εκείνη τη μελωδία, αλλά δεν μπορώ. Τη μελωδία την ξέχασα· η γλυκύτητα, όμως, εκείνης της στιγμής είναι πάντα φυλαγμένη μέσα μου.

Η μητέρα μου, που την έλεγαν Ντουντούν, δεν είχε κανένα ιδιαίτερο λόγο να βγαίνει από το σπίτι. Ποτέ δεν πήγαινε η ίδια για ψώνια, ούτε στο ζαχαροπλαστείο με τις φίλες της. Καθώς δεν υπήρχε ψυγείο, ήταν υποχρεωμένη να μαγειρεύει καθημερινά. Μόνο την Παρασκευή ετοίμαζε φαγητό και για το σαμπάτ. Το φαγητό το φύλαγαν σε ένα φανάρι, που ονομάζονταν «κανιέλ» και ήταν τοποθετημένο δίπλα από το παράθυρο για να αερίζεται και να μην χαλάνε τα φαγητά. Αργότερα αποκτήσαμε ψυγείο πάγου. Ο παγοποιός περνούσε από τα σπίτια και μοίραζε τον πάγο· επίσης, ο γαλατάς κάθε πρωί περνούσε και μοίραζε το γάλα. Και οι δυο–που ήταν Εβραίοι–γνώριζαν την ποσότητα που χρειαζόταν κάθε οικογένεια.

Η μητέρα δεν ήξερε ελληνικά, παρά μόνο ισπανοεβραϊκά. Άλλωστε τα ελληνικά δεν τα χρειαζόταν. Η ίδια πήγαινε να ψωνίσει μόνο ασπρόρουχα και υφάσματα που τα έραβε σε μοδίστρες. Τα υφάσματα τα ψώνιζε από Εβραίους εμπόρους με τους οποίους μιλούσε ισπανοεβραϊκά. Όλοι οι συγγενείς και οι γνωστοί μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Αυτοί, άλλωστε, αποτελούσαν τον κύκλο των γνωριμιών της. Στην πολυκατοικία όμως που μέναμε, οι περισσότεροι γείτονες ήταν Έλληνες. Εμείς μέναμε στον πρώτο όροφο κι όταν κάποια χριστιανή γειτόνισσα ερχόταν να ζητήσει κάτι, η μητέρα δυσκολευόταν να καταλάβει τι ακριβώς ζητούσε. Γνώριζε κάμποσες ελληνικές λέξεις, δεν ήταν όμως σε θέση να κρατήσει μια ολοκληρωμένη συζήτηση με τις γειτόνισσες. Όταν της έλειπε κάτι, με φώναζε λέγοντας: «Τζακίτο, τρέξε στο μπακάλη». Συνήθως με έστελνε να πάρω φρέσκο ψωμί που αργότερα, όταν περνούσε ο πατέρας, θα το εξοφλούσε.

Ανάμεσα στον πατέρα και τη μητέρα επικρατούσε βαθιά αλληλοεκτίμηση· καθένας γνώριζε καλά τη θέση του και την αποστολή του. Ο πατέρας ήταν ο πατριάρχης, όπως συνηθίζεται σε σεφαραδίτικες οικογένειες. Ποτέ δεν σήκωσε χέρι σε κανένα από τα παιδιά του. Αν πότε έκανα κάτι στραβό, μου έριχνε μια θυμωμένη ματιά· αυτό αρκούσε για να με επαναφέρει στην τάξη. Η μητέρα μου από την άλλη μεριά, όταν έχανε την υπομονή της, δεν δίσταζε να βγάλει την παντόφλα και να με χτυπήσει. Αυτό γινόταν όταν, όπως λένε, ξεχείλιζε το ποτήρι. Ποτέ ο πατέρας δεν υιοθέτησε αυτή τη μέθοδο. Όταν ο αδελφός μου Σαμουέλ γύρισε από το στρατό συνήθιζε να καπνίζει δημόσια. Όλοι ξέραμε πως κάπνιζε. Επίσης, ο μεγάλος αδελφός μου, ο Γεουντά, κάπνιζε. Ποτέ όμως δεν κάπνισαν μπροστά στον πατέρα. Τόσο πολύ τον σέβονταν.

Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο σεβόταν ο πατέρας τον δικό του πατέρα, τον παππού Γεουντά. Ο παππούς ήταν βέβαια άνθρωπος θρήσκος· ποτέ όμως η πίστη του δεν τον οδήγησε σε ακρότητες και σε φανατισμό. Σε αντίθεση, ο πατέρας δεν ήταν θρήσκος· φρόντιζε όμως πάντοτε να πηγαίνει στη συναγωγή τα Σάββατα και τις γιορτές, από σεβασμό προς τον παππού.

Η συναγωγή στη γειτονιά μας λεγόταν «Μπετ Ελ» (Οίκος Θεού). Ο ραβίνος της συναγωγής Χαΐμ Πιπανό ήταν για μας, τα παιδιά της γειτονιάς, ένας άγγελος και ένας δίκαιος άνθρωπος, σαν τον παππού. Όταν περνούσε στο δρόμο με τα μαύρα ράσα για να πάει στη συναγωγή, τρέχανε κοντά του όλα τα παιδιά για να φιλήσουν το χέρι αυτού του ανθρώπου του Θεού.

Σαν έμπορος οικοδομικών υλικών, ο πατέρας είχε αναλάβει τη συντήρηση του κτιρίου της συνοικιακής συναγωγής. Στις γιορτές Ρως Ασσανά (Πρωτοχρονιά) και Γιόμ Κιπούρ (Γιορτής της εξιλέωσης), μετά την «αλιγιά» (ανάγνωση του νόμου στη συναγωγή), γίνονταν προσφορές υπέρ της συναγωγής. Τότε ο πατέρας αναλάμβανε την επιδιόρθωση της οροφής ή κάποιου σπασμένου παραθύρου. Έστελνε ο ίδιος εργάτες και τα υλικά για να επιδιορθώσουν τη ζημιά. Δυστυχώς η συναγωγή αυτή δεν υπάρχει σήμερα. Υπάρχουν όμως αρκετές φωτογραφίες που διασώθηκαν. Η φυσιογνωμία του ραβίνου Πιπανό είναι πάντοτε χαραγμένη στη μνήμη μου.

Ιδιαίτερα καθήκοντα με περίμεναν τις γιορτές–Πουρίμ (Απόκριες) και Πάσχα. Μια ημέρα πριν το Πουρίμ πήγαινα με τον πατέρα στην εβραϊκή αγορά Μοδιάνο. Η αγορά αυτή, χτισμένη από την οικογένεια Μοδιάνο, καταλάμβανε μεγάλη έκταση. Το ενενήντα εννιά τοις εκατό ανήκε σε Εβραίους. Η αγορά δεν ήταν μακριά από το γραφείο του πατέρα. Με έπαιρνε να πάμε να αγοράσουμε «nóbias i nóbios», δηλαδή ζαχαρωτά σε μορφή νύφης και γαμπρού. Όπως είπαμε, τα περισσότερα μαγαζιά ήταν εβραϊκά. Όλη τη διάρκεια του χρόνου παρασκεύαζαν διάφορα ζαχαρωτά, γλυκά, κέικ. Για το Πουρίμ όμως παρασκεύαζαν ειδικά ζαχαρωτά, χρωματιστά κουκλάκια σε μορφή κοπέλας, γυναίκας, άνδρα, τον Πύργο του Άιφελ, ψαλίδι, σίδερο –δημιουργήματα που μας γέμιζαν με χαρμόσυνη διάθεση, όλα από χρωματιστή ζάχαρη.

Πριν από το Πουρίμ όλοι οι έμποροι έστηναν μπροστά από τα μαγαζιά πάγκους φορτωμένους με ζαχαρωτά, δημιουργώντας έτσι γιορταστική ατμόσφαιρα. Τα ζαχαρωτά κουκλάκια τα αγόραζαν με το ζύγι. Ο πατέρας αγόραζε δυο με τρία κιλά και τα έφερνε στο σπίτι. Την παραμονή της γιορτής η μητέρα ετοίμαζε ασημένιους δίσκους, έστρωνε από πάνω κεντητά πετσετάκια και τους γέμιζε με διάφορα σπιτικά γλυκά και με ζαχαρωτά κουκλάκια ανάλογα για πού προοριζόταν ο δίσκος. Εδώ άρχιζε ο ρόλος ο δικός μου. Περίμενα με μεγάλη ανυπομονησία τη στιγμή που θα μου ανέθεταν την αποστολή του μεταφορέα. Πήγαινα από σπίτι σε σπίτι με πιατέλες από γλυκίσματα. Συνήθως παρέδιδα και, ταυτόχρονα, παραλάμβανα τα δώρα. Πρώτα πήγαινα στην οικογένεια του Τσβη Μιχαέλι. Η αδελφή του, Λεωνόρα, ήταν αρραβωνιαστικά του αδελφού μου Γεουντά. Ήξερα ότι το τάδε γλύκισμα ήταν για τη μεγάλη αδελφή του, το άλλο για τη δεύτερη, ο «γαμπρός» για κείνη και το ψαλίδι για την άλλη. Οι οδηγίες της μητέρας είχαν αποτυπωθεί καλά στη μνήμη μου. Έτρεχα στα σπίτια φίλων με πιατέλες φορτωμένες από όλα τα καλά και σκεπασμένες με άσπρες πετσέτες, φροντίζοντας να μη ξεχάσω τι προοριζόταν για τον καθένα. Τα γλυκά που μετέφερα δεν με βάζανε σε πειρασμό, γιατί ήξερα πως στο σπίτι θα με περίμεναν τα δικά μου. Και σε μας έστελναν γλυκά για δώρα και το μερίδιό μου ήταν φυλαγμένο: αυτοκινητάκι ή Πύργος του Άιφελ –όλα ζαχαρωτά. Το βράδυ, την ώρα της ανάγνωσης ιστοριών από τη Βίβλο στη συναγωγή, χτυπούσαμε με σφυριά πάνω σε ξύλα κάθε φορά που αναφέρονταν το όνομα του κακούργου Αμάν. Δεν υπήρχαν ροκάνες, όπως συνηθίζεται σε συναγωγές ασκεναζίμ· μόνο σφυριά και κομμάτια ξύλου. Όπως στο Πουρίμ, έτσι και τις παραμονές του Πάσχα γίνονταν ιδιαίτερες ετοιμασίες. Πριν από το Πάσχα ο παππούς έψαχνε με τη βοήθεια ενός αναμμένου κεριού τα κομμάτια από «χαμέτς» (μαγιά), που τοποθετούσε η μητέρα σε διάφορες γωνίες του σπιτιού. Τα μάζευε με ένα ειδικό φτερό. Όλα βέβαια ήταν καθαρά· μόνο, όμως, αφού περνούσε και ο ίδιος και μάζευε αυτά τα κομμάτια, θεωρούνταν το σπίτι «κασέρ» (εξαγνισμένο) για το Πάσχα. Αν και δεν είμαστε θρησκευόμενη οικογένεια, το σπίτι ήταν κασέρ, με την αυστηρότερη σημασία του όρου.

Ο παππούς ήταν άνθρωπος των παραδόσεων, αλλά όχι φανατικός. Γενικά, οι σεφαραδίτες δεν ήταν φανατικοί άνθρωποι, τουλάχιστον εκείνοι που εγώ γνώρισα: ήταν όλοι άνθρωποι οικογενειάρχες, άτομα κοινωνικά. Ο παππούς ήταν Εβραίος που δέχονταν όλους· ποτέ δεν με πίεσε να πάω μαζί του στη συναγωγή. Παρόλο που ήθελε να πηγαίνω μαζί του, ποτέ δε με εξανάγκασε να πάω.

Η κοινότητα διέθετε ειδικό φούρνο για το ψήσιμο των άζυμων του Πάσχα για τους πενήντα έξι χιλιάδες Εβραίους της Θεσσαλονίκης.

Στο σπίτι είχαμε μια ειδική κασέλα για το φύλαγμα των άζυμων. Μερικές μέρες πριν το Πάσχα έφερνε ο πατέρας στο σπίτι έναν Εβραίο αχθοφόρο, φόρτωνε στο καρότσι την κασέλα, σκεπασμένη με ένα άσπρο κάλυμμα και πηγαίναμε στο φούρνο. Στο δρόμο περνούσαμε από τα γραφεία της «Χεβρά Κεδουσά» (Ιερά Αδελφότης). Στην είσοδο ήταν πάντοτε μια μαύρη άμαξα· ήταν η άμαξα για τις κηδείες.

Στην αρχή οι εργάτες τύλιγαν την κασέλα άδεια. Κατόπιν ρωτούσαν ποιο είδος άζυμων θα έβαζαν –από λευκό ή σκούρο αλεύρι. Βεβαίως, ο πατέρας αγόραζε τα ακριβότερα άζυμα, από άσπρο αλεύρι. Επειδή ήταν μεγάλα σε μέγεθος, έπρεπε να διπλωθούν για να χωρέσουν στην κασέλα. Ο πατέρας παράγγελνε την ποσότητα που χρειαζόμαστε και οι εργάτες γέμιζαν την κασέλα και τη ζύγιζαν. Πλήρωνε και ύστερα γυρίζαμε σπίτι, πάλι από τον ίδιο δρόμο, ενώ πίσω ο αχθοφόρος έσπρωχνε το καρότσι με την κασέλα.

Το σέντερ του Πάσχα γιορταζόταν με πολύ κόσμο· μια φορά σπίτι μας και μια φορά στο σπίτι φιλικής οικογένειας –της οικογένειας Μιχαέλ ή Μιχάλ. Μαζευόμαστε πάρα πολύ άνθρωποι. Η οικογένεια Μιχαέλ είχε πέντε παιδιά και οι γονείς μου έξι. Ήταν επίσης οι παππούδες και οι γιαγιάδες. Εδώ γνώρισε ο αδελφός μου την εκλεκτή της καρδιάς του, Λεωνόρα Μιχαέλ. Η γνωριμία τους κράτησε πολλά χρόνια. Όταν τελικά, παντρεύτηκαν στο γκέτο, δεν αξιώθηκαν να ζήσουν σαν αντρόγυνο παρά μόνο για μικρό διάστημα.

Όταν ο παππούς έλεγε την Αγκαδά, απάγγελλε από μνήμης. Ποτέ δεν τον είδα να φοράει γυαλιά.

Όλη την εβδομάδα της γιορτής ο πατέρας συνήθιζε να καλεί στο σπίτι Έλληνες εργολάβους με τους οποίους συναλλασσόταν. Εκείνοι δέχονταν με ευχαρίστηση την πρόσκληση, ίσως, εξαιτίας των «μπομπέλος», τηγανίτες από άζυμα με μέλι και αβγά, που τους κερνούσε η μητέρα, ένα ιδιαίτερα αγαπητό γλύκισμα για όλη την οικογένεια αλλά και για τους μη Εβραίους καλεσμένους.

Το Σαβουώτ (γιορτή της άνοιξης) πηγαίναμε για πικ-νικ στην εξοχή και απολαμβάναμε ειδικά φαγητά για τη γιορτή που ετοίμαζε η μητέρα. Μου άρεσαν ιδιαίτερα τα «σουλτάτες», ένα είδος γλυκιάς και εύγευστης πουτίγκας από ρύζι και γάλα. Εκτός από τις ημέρες των εορτών, η θρησκεία απουσίαζε από τη ζωή μας.

Το 1932 όταν ήμουν έξι ετών, την οικογενειακή μας ζωή άρχισε να απασχολεί ένα ζήτημα για μια και πλέον δεκαετία και με διαφορετική ένταση, μέχρι που οι Γερμανοί έβαλαν τέλος σ’ αυτή την υπόθεση, όπως και σε κάθε άλλη μορφή προγραμματισμού. Από τη χρονιά εκείνη, κάθε φορά που ήμουν στο γραφείο του πατέρα τον άκουγα να συζητά με τον συνεταίρο του Ζακκαί για την Παλαιστίνη και το ενδεχόμενο να επεκτείνουν εκεί τη δραστηριότητά τους.

Το Τελ-Αβίβ τότε γνώριζε οργασμό ανοικοδόμησης και οι δύο συνεταίροι συζητούσαν με ευχαρίστηση το ενδεχόμενο να συμμετάσχουν στις εκεί οικοδομικές εργασίες. Στα τέλη εκείνης της χρονιάς πήγε εκεί ο Χατζή Ζακκάι να ανοίξει ένα παράρτημα της εταιρείας, με την επωνυμία «Ζακκάι και Σία, οικοδομικές επιχειρήσεις». Στόχος τους ήταν να μεταφέρουν σταδιακά στο Ισραήλ όλες τις οικοδομικές δραστηριότητές τους.

Ανάμεσα στις πολλές θείες που είχα ήταν και η θεία Σάρα που αγαπούσα περισσότερο από κάθε άλλη, παρότι δεν ήταν ούτε καν συγγενής. Ο άντρας της, Σαμουέλ Ακούνες, ήταν στενός φίλος του πατέρα μου. Είχαν νοικιάσει στο σπίτι μας ένα δωμάτιο και έζησαν κοντά μας αρκετά χρόνια. Μην έχοντα δικά τους παιδιά, είχα γίνει το παιδί της Σάρας. Δεν γνωρίζω αν ήταν οι ενθαρρυντικές επιστολές του Χατζή Σακκάι ή η μεγάλη επίδραση που αυτή η υπόθεση ασκούσε στην οικογενειακή μας ζωή ή για κάποιον άλλο λόγο, που έκαναν τη Σάρα και τον Σαμουέλ Ακούνες να αποφασίσουν να φύγουν για το Ισραήλ. Αφού παρέλαβαν τα πιστοποιητικά, έπρεπε να ετοιμάσουν τα διαβατήρια. Δεν θα ξεχάσω την επίσκεψη του φωτογράφου σπίτι μας, για το τράβηγμα των φωτογραφιών των διαβατηρίων. Ο ερχομός του ήταν για μας εορταστικό γεγονός. Σε μας ο φωτογράφος φάνταζε σαν μάγος και θαυματοποιός και όλη εκείνη η επιχείρηση πήρε διαστάσεις γιορτής, σαν Πουρίμ. Ο φωτογράφος περιφερόταν σ’ όλο το σπίτι με ύφος σοβαρό, ψάχνοντας το κατάλληλο σημείο για να τους φωτογραφίσει. Αφού εντόπισε το σημείο στο μεγάλο σαλόνι, άρχισε να μετατοπίζει τις κουρτίνες, να μετακινεί τα έπιπλα, σαν οικοδεσπότης, και να τα ξανατοποθετεί σύμφωνα με το δικό του γούστο. Αφού κάθιζε το πρόσωπο που θα φωτογράφιζε στην κατάλληλη θέση, πήγαινε και το παρατηρούσε προσεχτικά πίσω από το φακό της μηχανής. Πλησίαζε πάλι, έκανε διάφορες συσπάσεις, του ίσιωνε τους ώμους, τακτοποιούσε το πουκάμισο, ανύψωνε το πιγούνι ώστε να κοιτάζει κατευθείαν απέναντι, προς τη μεριά των άλλων παρισταμένων που ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Ο φωτογράφος δεν βιαζόταν. Σαν καλλιτέχνης που σέβεται και τιμά την τέχνη του, δεν παρέλειψε καμιά προετοιμασία και δεν υποχώρησε σε τίποτε, μέχρι να πάρουν όλα τη θέση που εκείνος ήθελε. Στο τέλος δεν αντέξαμε άλλο την απίστευτη υπομονή και την επαγγελματική ψυχρότητα του φωτογράφου. Στάθηκαν όλοι μπροστά από τη φωτογραφική μηχανή, ζητώντας να τους φωτογραφίσει σε διάφορες πόζες.

Απ’ όλους πιο πολύ το χάρηκε η θεία Σάρα, που ξάπλωσε στο πάτωμα για να απαθανατίσει ο φωτογράφος το «θάνατό» της. Όταν σηκώθηκε, σαν να ήταν στη σκηνή του θεάτρου, όλοι της φώναζαν: «ακριβώς σαν τη Σάρα Μπερνάρ!» Με κατάπληξη ακούσαμε έπειτα τον πατέρα να μας λέει να ετοιμαστούμε και εμείς για να φωτογραφηθούμε. Ήθελε να είναι έτοιμος για την ημέρα εκείνη που θα φεύγαμε για το Ισραήλ. Όταν φωτογραφηθήκαμε όλοι, τα έπιπλα γύρισαν στη θέση τους και ο φωτογράφος κάθισε εξουθενωμένος στον καναπέ. Η μητέρα τους κέρασε όλους ένα γλυκό που είχε φτιάξει η ίδια και ο πατέρας έβγαλε αποχαιρετιστήριο λόγο προς τιμή της Σάρας και του Σαμουέλ Ακούνες που επρόκειτο να φύγουν. Αγκαλιαστήκαμε όλοι και φιληθήκαμε μαζί τους, με την ευχή να ξανασυναντηθούμε σύντομα στο Ερετς-Γισραέλ (Γη του Ισραήλ). Από όλη την οικογένεια μόνον εγώ αξιώθηκα να τους ξαναδώ στο Ισραήλ, δεκαπέντε χρόνια μετά από εκείνη την ημέρα του αποχαιρετισμού.

Όταν ο πατέρας παρέλαβε τις φωτογραφίες, πήγε να ετοιμάσει τα διαβατήριά μας. Έκανε και κάτι ακόμη: προσέλαβε διδάσκαλο για να μάθει τα κορίτσια εβραϊκά. Προσπάθησα να ανατρέψω αυτή την απόφαση, όμως οι αδελφές μου με κανένα τρόπο δεν με δέχονταν στο δωμάτιό τους την ώρα του μαθήματος. Περίεργος να μάθω τι έκαναν, στεκόμουν πίσω από την πόρτα και κρυφάκουγα. Μετά από λίγε ημέρες, ακούγοντας διαρκώς φράσεις όπως: «το παιδί κάθεται στην καρέκλα», «η καρέκλα βρίσκεται δίπλα από το τραπέζι» άρχισα να βαριέμαι και εγκατέλειψα το πόστο μου. Έπειτα από λίγο καιρό οι αδελφές μου παραπονέθηκαν ότι ο δάσκαλος παίρνει πολλές ελευθερίες, ότι συμπεριφέρεται απρεπώς και προσπαθεί να τις μάθει άσεμνες λέξεις, όπως: στηθόδεσμός, κορσές, κιλότα. Ο δάσκαλος διώχτηκε αμέσως.

Στο μεταξύ ο Χατζή Ζακκάι, ο συνεταίρος του πατέρα, εγκαταστάθηκε στο Τελ-Αβίβ και άρχισε να ασχολείται εκεί με οικοδομικές εργασίες. Έγραφε τακτικά και μας πληροφορούσε για όλες τις δραστηριότητές του στο Ισραήλ. Η αλληλογραφία μεταξύ Θεσσαλονίκης και Τελ-Αβίβ ήταν πυκνή και συνεχίστηκε επί χρόνια. Μια φορά ο Ζακκάι μας έστειλε μια κάρτα που με εντυπωσίασε πολύ. Έδειχνε ένα πλοίο που το χτύπησε θαλασσοταραχή· στο κατάστρωμα υπήρχαν κιβώτια με πορτοκάλια που είχαν διαλυθεί. Μια άλλη κάρτα έδειχνε κοπέλες που έκαναν βόλτα στην παραλία, φορώντας κοντά σορτς. Ο πατέρας προβληματίστηκε πολύ γι’ αυτές τις αισθητικές μεταμορφώσεις του Ζακκάι. Για έναν Έλληνα Εβραίο το να περπατούν Εβραίες κοπέλες στην παραλία φορώντας κοντά σορτς ήταν εντελώς απαράδεκτο.

Μετά από τρία χρόνια αλληλογραφίας, στο Ισραήλ ξέσπασαν εχθροπραξίες. Ο συνέταιρος του πατέρα έγραφε πως δεν ήταν η κατάλληλη εποχή για να πάμε στο Ισραήλ. Ο πατέρας συμμορφώθηκε. Ο Ζακκάι εξακολουθούσε να συμβουλεύει τον πατέρα να αναβάλει την ημέρα του ταξιδιού, «μέχρις ότου ησυχάσουν τα πράγματα», διότι «ακόμη εξακολουθούν οι αιματηρές συγκρούσεις». Έτσι αναβάλλαμε το ταξίδι από χρόνο σε χρόνο, μέχρι που έφθασε το 1941, όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί και κατέκτησαν την Ελλάδα.

Θα κάνω ένα τεράστιο άλμα μέσα στο χρόνο, κάτι που, δυστυχώς, μπορεί να γίνει μόνο στον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία, γιατί θέλω να ολοκληρώσω την αφήγηση σχετικά με ένα θέμα.

Το 1948 έφθασα στο Ισραήλ. Ο Αβραάμ Μπενατάν, εξάδελφός μου από τη μεριά της μητέρας μου, όταν έμαθε ότι έφθασα στο Ισραήλ, ήρθε αμέσως και με επισκέφθηκε στο Μπινγιαμίνα, ένα προσωρινό κέντρο υποδοχής μεταναστών, όπου έμεινα μέχρις ότου καταταγώ στο στρατό. Δεν τον γνώρισα, γιατί είχε μεταναστέψει πολύ πριν από τον πόλεμο· είχα, όμως, ακούσει για αυτόν.

«Πάρε άδεια», μου είπε, «κι έλα κοντά μας στο Τελ Αβίβ». Όταν ορκίστηκα πήρα άδεια δύο ημερών από το στρατό και πήγα να γνωρίσω τον εξάδελφό μου από κοντά. Έφθασα σπίτι του κρατώντας μια σχισμένη βαλίτσα, το μοναδικό αντικείμενο που είχα φέρει μαζί μου από τη Γερμανία.

Συζητώντας με τον εξάδελφό μου, μου είπε: «Ξέρεις, εδώ κοντά μένει ο Χατζή Ζακκάι· εάν είναι εντάξει θα σου δώσει το μερίδιό σου από την κοινή περιουσία. Νομίζω ότι σου ανήκει το ένα τρίτο, αφού αυτός και ο πατέρας σου ήταν συνεταίροι. Αύριο το πρωί θα πάμε να τον δούμε».

Το καφενείο των Θεσσαλονικιών ήταν στην οδό Κισσού. Σε μια γωνία, γύρω από ένα τετράγωνο τραπέζι, κάθονταν μερικοί άνδρες και έπαιζαν χαρτιά. Μου φάνηκε πως ο Ζακκάι ήταν ο πιο ζωηρός ανάμεσά τους. Έπαιζαν φωνάζοντας και γελώντας, με έναν τρόπο που μόνο οι Θεσσαλονικείς ξέρουν. Θυμήθηκα πόσες φορές είχα πάει με τον πατέρα στο καφενείο, όπου συνήθιζε να παίζει με φίλους ντόμινο, ενώ εγώ παρακολουθούσα με ενδιαφέρον. Μπαίνοντας μέσα έμεινα ακίνητος σαν στήλη άλατος. Για μια στιγμή νόμισα πως όλα ξανάγιναν όπως ήταν πριν. Ο Χατζή Ζακκάι κάπνιζε και ήταν τελείως απορροφημένος από το παιχνίδι. Δεν μας πρόσεξε. Τον γνώρισα αμέσως. Μετά την εγκατάστασή του στο Τελ-Αβίβ επισκεπτόταν τακτικά τη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι πολύ καλά τα δώρα που μας έφερνε από το Ισραήλ, συνήθως μικρά σουβενίρ σκαλισμένα σε ξύλο ελιάς. Όταν έφερε μια μικρή ξυλόγλυπτη καμήλα, ήταν η πρώτη φορά που αντίκριζα τη μορφή αυτού του ζώου.

Δεν μπορούσα να κουνηθώ από τη θέση μου. Νόμισα πως αν κάνω έστω ένα βήμα, θα χανόταν εκείνο το όνειρο. Ο εξάδελφός μου πλησίασε την παρέα που έπαιζε, στάθηκε πίσω της σαν να ήθελε να παρακολουθήσει το παιχνίδι. Μετά από λίγη ώρα έσκυψε και είπε ψιθυριστά στον Ζακκάι: «Ήρθε ο Τζακίτο». Από εκεί που στεκόμουν είδα πόσο άλλαξε η όψη του προσώπου του. Το μέχρι πριν από λίγο γελαστό και εύθυμο πρόσωπό του σοβάρεψε. Είχα πιστέψει ότι θα πεταγόταν όρθιος, θα αναποδογύριζε το τραπέζι, τρέχοντας κοντά μου να με αγκαλιάσει, όπως έκανε κάθε φορά που ερχόταν σπίτι μας όταν ήμουνα μικρός. Αντί γι’ αυτό, έβγαλε το τσιγάρο από το στόμα, γύρισε λίγο το κεφάλι και μουρμούρισε: «Είναι ωραία που ήρθες· την άλλη φορά που θα έρθεις στο Τελ-Αβίβ, έλα να μας επισκεφθείς». Ύστερα, ξαναγύρισε στο παιχνίδι. Βαθειά πληγωμένος έφυγα από εκεί και από τότε δεν τον ξαναείδα.

Από τότε περνούσα τις διακοπές μου από το στρατό στο σπίτι της Σάρας και του Σαμουέλ. Καθώς δεν είχαν εκείνοι δικά τους παιδιά, έγινα εγώ το παιδί τους. Ο Σαμουέλ ήταν άνδρας δυνατός, μεγαλόσωμος, σιδεράς στο επάγγελμα. Άτομο με εντυπωσιακό παρουσιαστικό. Παράλληλα με τη φυσική του ρωμαλεότητα, διακρινόταν και για τα καλά του αισθήματα. Τα Σάββατα, όταν τους επισκεπτόμασταν, η γυναίκα μου και εγώ, για να φάμε μαζί τους το μεσημέρι, άρχιζε ο Σαμουέλ τα παραδοσιακά «ζεμιρότ» (ύμνους) του Σαββάτου, θυμίζοντάς μου τις νύχτες του Σαββάτου των παιδικών μου χρόνων όταν ο παππούς τραγουδούσε έτσι μετά το φαγητό.

Μερικές φορές η θεία Σάρα με παρότρυνε να επισκεφθώ την οικογένεια Ζακκάι· τους γνώριζε πολύ καλύτερα απ’ ό,τι εγώ. Της είχαν κάνει νύξη ότι ενδιαφέρονταν να αρραβωνιάσουν με μένα μία από τις κόρες τους. Της είπα, «θεία Σάρα, δεν θέλω να δω αυτή την οικογένεια». Και ο Αβραάμ Μπενατάν είχε προσβληθεί κι αυτός και είπε: «Δεν έχουμε την ανάγκη τους». Έτσι παραμένει το ζήτημα μέσα στην καρδιά μου, μέχρι σήμερα.

Όταν αποστρατεύτηκα, άρχισα να εργάζομαι στο Εβραϊκό Πρακτορείο. Μια μέρα με πληροφόρησαν ότι ο Σαμουέλ Ακούνες πέθανε. Όταν παλιότερα είχα εκφράσει την επιθυμία να τον επισκεφθώ στο νοσοκομείο «Χουντάσσα» στο Τελ-Αβίβ, όπου νοσηλευόταν, η θεία Σάρα με απότρεψε, λέγοντας: «Καλύτερα να τον θυμάσαι όπως ήταν υγιής». Εκείνος ο γίγαντας είχε καταντήσει σκελετός. Ήθελε να τον θυμάμαι γερό, δυνατό. Εισάκουσα την παράκλησή της και δεν τον επισκέφθηκα. Ακόμη και σήμερα αισθάνομαι μετανιωμένος γι’ αυτό. Η Σάρα έμεινε χήρα.

Από την εργασία μου στην οργάνωση αμειβόμουνα καλά και σε κάθε επίσκεψή μου της άφηνα κάτι. Προσπάθησε να με αποτρέψει, λέγοντας: «Όχι Τζακίτο, από σένα δεν θέλω τίποτε». Εν πάση περιπτώσει κάθε φορά της άφηνα εκατό λίρες.

Την εποχή εκείνη εργαζόμουν για την οργάνωση ανάμεσα σε αμερικανοεβραίους. Ταξίδευα συχνά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κάθε φορά που συναντούσα τη Σάρα εκείνη επαναλάμβανε και έλεγε: «Τα λίγα πράγματα που έχω τα αφήνω σε σένα Τζακίτο». Όλες οι οικογενειακές φωτογραφίες που έχω προέρχονται από κείνη. Τις έφερε στο Ισραήλ όταν ήρθε. Φωτογραφίες του πατέρα μου, της μητέρας μου, των αδελφών μου –όλες προέρχονται από εκείνη και μου τις είχε δώσει τμηματικά σε διάφορες περιπτώσεις. Είχε όμως και άλλες φωτογραφίες. Ανάμεσα στα πράγματα που ήθελε να μου αφήσει ήταν ένα κόκκινο κάλυμμα για το κρεβάτι από αγνό μαλλί, που το είχε φέρει από τη Θεσσαλονίκη. Και στο σπίτι μας είχαμε παρόμοια καλύμματα. Δεν υπήρχε εβραϊκή οικογένεια που να μη χρησιμοποιεί παρόμοια καλύμματα στα κρεβάτια.

Σ’ ένα από τα ταξίδια μου στις Ηνωμένες Πολιτείες, η θεία Σάρα πέθανε χωρίς να το μάθω. Επιστρέφοντας πήγα να την επισκεφθώ. Χτύπησα την πόρτα του διαμερίσματός της και κάποιος ξένος εμφανίστηκε, ο οποίος ρώτησε θυμωμένα τι θέλω. Ήταν νέος και φορούσε μόνο το φανελάκι. Σάστισα· νόμισα πως έκανα λάθος στη διεύθυνση. Έριξα μια ματιά μέσα και είδα πως το δωμάτιο ήταν σχεδόν άδειο. Υπήρχε μόνο ένα παιδικό κρεβάτι και μια μεγάλη κούτα από κίτρα, που χρησίμευε για ντουλάπι. Στο πάτωμα υπήρχαν δυο στρώματα.

Τραυλίζοντας, ζήτησα συγγνώμη. Έχασα τα λόγια μου: «Εδώ δεν είναι… νομίζω… της θείας μου», είπα.

«Δεν μένει τώρα εδώ· λυπάμαι» –είπε ο άντρα και έκλεισε την πόρτα. Πήγα από γειτόνισσα σε γειτόνισσα· κάθε μια άνοιγε λιγάκι την πόρτα της και έλεγε: «Η θεία σου πέθανε· τουλάχιστον, η κακομοίρα, δεν υπέφερε. Δεν ήσουν εδώ».

Πού είναι τα πράγματά της;» ρώτησα.

«Πράγματα;» απάντησε η γειτόνισσα σηκώνοντας απορημένη τους ώμους της. «Ρώτησε τη γειτόνισσα από κάτω· ίσως αυτή ξέρει».

«Τι έγιναν οι φωτογραφίες;» ρώτησα τη γειτόνισσα από κάτω. «Τουλάχιστον, υπάρχει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες;». Και εκείνη ούτε ήξερε, ούτε άκουσε τίποτε. Ως φαίνεται οι γειτόνισσες μοίρασαν αναμεταξύ τους τα πράγματα της πεθαμένης και τις φωτογραφίες τις πέταξαν.

Όταν πέθανε ο άντρας της, η θεία Σάρα είχε αγοράσει δίπλα ένα μνήμα και πλήρωνε στη «Χεβρά Κεδουσά» (οργάνωση για την ταφή) όλα τα έξοδα, ώστε κανείς να μην επιβαρυνθεί με τις δαπάνες της ημέρας του θανάτου της.

Γνώριζα τη θεία Σάρα από την ημέρα που γεννήθηκα μέχρι που πέθανε. Όλα αυτά τα χρόνια ήταν για μένα σαν μητέρα.

Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της παιδικής μου ηλικίας ήταν η ημέρα που πρωτοπήγα σχολείο. Πηγαίνοντας στο εβραϊκό σχολείο «Μπενβενίστε», ανοίχτηκαν μπροστά μου καινούριες δυνατότητες που ούτε καν φανταζόμουνα ότι μπορούσαν να υπάρξουν. Οι ορίζοντές μου διευρύνθηκαν, όχι μόνο χάρη στις ικανότητες των δασκάλων μου, αλλά και εξαιτίας του εφευρετικού πνεύματος που διέκρινε τους καινούριους φίλους μου, μαζί με τους οποίους ανακάλυψα καινούριους κόσμους –κάποιον βάλτο σε ένα εγκαταλειμμένο χωράφι ή όταν κατεβαίναμε στην παραλία. Κάθε μέρα, μπαίνοντας στο σχολείο αντικρίζαμε στην είσοδο μια πινακίδα με την επιγραφή «Μπενβενίστε» και από κάτω τη λέξη «παιδεία» στα ελληνικά. Μόνο όταν έφθασα στο Ισραήλ κατάλαβα τη σημασία της. Αμφιβάλλω αν κάποιος από τους δασκάλους στο σχολείο γνώριζε τη σημασία αυτής της λέξης, αφού η γλώσσα διδασκαλίας εκεί ήταν η ισπανική και όχι η εβραϊκή ή η ελληνική.

Τα κύρια ενδιαφέροντά μου τα ανακάλυψα έξω από τους τοίχους του σχολείου. Ήμουν παιδί κοινωνικό, ζωηρό και περίεργο που δημιουργούσε εύκολα σχέσεις τόσο με παιδιά όσο και με μεγάλους. Είχα έτσι πάντοτε συντροφιά, σε όλες τις περιπέτειές μου. Τα καλοκαίρια μετά το σχολείο, πηγαίναμε στην παραλία, γυρίζαμε στο λιμάνι, πιάναμε φιλία με ναυτικούς και δεχόμασταν με ευχαρίστηση τις προσκλήσεις τους για βαρκάδα, αφού τελείωνε η εκφόρτωση των εμπορευμάτων. Άλλοτε μας δάνειζαν οι ναύτες μια μικρή βαρκούλα και ξανοιγόμαστε στη γαλάζια θάλασσα. Μια φορά πήδηξα από τη βάρκα μέσα στο νερό και για κακή μυ τύχη χτύπησα πάνω σ’ ένα έμβολο, σπάζοντας ένα πλευρό. Από τους πόνους σχεδόν λιποθύμησα και με μεγάλη δυσκολία μπόρεσαν οι φίλοι μου να με τραβήξουν επάνω. Έμεινα πολύ καιρό στο κρεβάτι.

Κάθε μέρα με επισκεπτόταν ο καλύτερός μου φίλος Ραούλ Σαλτιέλ για να μου παίξει ακορντεόν και να μου κάνει παρέα τις ατέλειωτες ώρες που ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι.

Πριν από το ατύχημα κάθε μέρα τον περίμενα υπομονετικά να τελειώσει το μάθημα του ακορντεόν για να πάμε να παίξουμε. Τις ημέρες του χειμώνα κωπηλατούσαμε πάνω σε μια ξύλινη πόρτα που έπλεε σε μια γούρνα πλημμυρισμένη από τα νερά της βροχής. Κωπηλατώντας πάνω στη σχεδία, μέσα σ’ εκείνη την απέραντη «λίμνη», νομίζαμε ότι ήμασταν πειρατές. Τα έργα του Έρολ Φλυν ήταν πολύ δημοφιλή την εποχή εκείνη και διήγειραν τη φαντασία μας· μας άρεσε να αντιγράφουμε τα κατορθώματά τους.

Μετά από τέσσερα χρόνια που έκανα στο εβραϊκό σχολείο «Μπενβενίστε», αποφάσισαν να με στείλουν σε δημόσιο ελληνικό γυμνάσιο. Σ’ αυτό το σχολείο απόκτησα καινούριους φίλους-συνεργάτες σε νέες περιπέτειες. Οι ορίζοντές μου διευρύνθηκαν ακόμη περισσότερο. Σε αντίθεση με το εβραϊκό σχολείο που η διδασκαλία γινόταν στην ισπανική γλώσσα, εδώ τα μαθήματα γίνονταν στα ελληνικά. Σ’ αυτό το σχολείο γνώρισα την «Καινή Διαθήκη», που ήταν ένα από τα διδασκόμενα μαθήματα. Την ώρα των θρησκευτικών οι Εβραίοι μαθητές μπορούσαν να βγουν από την αίθουσα και να επανέλθουν στο τέλος του μαθήματος. Από την πρωινή προσευχή, όμως, κανείς δεν απαλλασσόταν. Χάρη στην οικογενειακή μου ανατροφή, χάρη στην κοινωνικότητα και την ανεκτικότητα που χαρακτήριζαν την οικογένειά μου, μπόρεσα να προσαρμοστώ εύκολα, να περάσω ανώδυνα από τον οικογενειακό περίγυρο στον κόσμο του σχολείου, από την ισπανική στην ελληνική γλώσσα, από την εβραϊκή κοινωνία στην ελληνική· για μένα όλα αυτά ήταν αλληλένδετα και αληλοεξαρτώμενα.

Στη γειτονιά μας ήταν όλοι ευκατάστατοι· οι πιο πολλοί ήταν Έλληνες χριστιανοί και μόνο λίγοι Εβραίοι. Αναμεταξύ τους επικρατούσαν καλές και αγαθές σχέσεις. Είχαμε μεγάλο σπίτι με έξι δωμάτια. Στο ένα κοιμούνταν οι τρεις αδελφές μου και σ’ άλλο εγώ και τ’ αδέλφια μου. Ο παππούς είχε δικό του δωμάτιο και επίσης οι γονείς μου είχαν το δικό τους. Μέχρι που μετανάστευσαν στο Ισραήλ, ένα δωμάτιο χρησιμοποιούσαν η Σάρα και ο Σαμουέλ Ακούνες. Έτσι στο σπίτι ακούγονταν διαρκώς φωνές. Στους φίλους μου –Εβραίους και μη- άρεσε να μας επισκέπτονται. Οι χριστιανοί φίλοι μας ανήκαν σε εύπορες οικογένειες. Οι χριστιανοί γνώριζαν ότι οι εβραϊκές οικογένειες της περιοχής είχαν ανοιχτά μυαλά και γι’ αυτό επέτρεπαν στα παιδιά τους να κάνουν παρέα με Εβραίους.

Είχα έναν καλό χριστιανό φίλο με τον οποίο γύριζα κάθε μέρα από το σχολείο. Το Πάσχα που τα ελληνόπουλα συνήθιζαν να γυρνάνε σε σπίτια να τραγουδήσουν και να μαζεύουνε κόκκινα αβγά, τσουρέκια ή ακόμη και χρήματα, μου πρότεινε λέγοντας: «Έλα να γυρίσουμε παρέα». Εγώ απαντούσα: «Ξέρεις ότι είμαι Εβραίος. Τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτά;». Εκείνος επέμενε, λέγοντας: «Ποιος νοιάζεται· θα τραγουδήσουμε και ίσως μαζέψουμε αβγά και τσουρέκια». Έτσι και έγινε. Σε κανέναν δεν είπε ότι είμαι Εβραίος. Όταν όμως με καλούσε τη Μεγάλη εβδομάδα να παρακολουθήσω πώς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί καίνε στο προαύλιο της εκκλησίας το ομοίωμα του Ιούδα Ισκαριώτη, οι γονείς μου με προειδοποιούσαν λέγοντας: «Απόψε θα μείνεις σπίτι».

Μια μέρα με φώναξε ο πατέρας και μου είπε: «Παιδί μου δεν είσαι πλέον μικρός. Σε ένα μήνα γίνεται Μπαρ-Μιτσβά». Η θρησκεία δεν με ενδιέφερε. Ήξερα ότι είμαι Εβραίος, ότι το σπίτι μας ήταν εβραϊκό, ότι ο παππούς ήταν θρήσκος Εβραίος· η εβραϊκότητά μου όμως δεν με υποχρέωνε να τηρώ τίποτε συγκεκριμένο. Τη σκέψη μου απασχολούσαν άλλα θέματα: η θάλασσα, οι φίλοι-ο ιουδαϊσμός όμως δεν ανήκε σ’ αυτά. Άξαφνα ο πατέρα μού θύμισε ότι γίνομαι μπαρ-μιτσβά! Δεν είπα τίποτε. «Πρέπει να μάθεις –συνέχισε- να διαβάζεις την