Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ραχήλ

Το βρήκα τυχαία σ’ ένα συρτάρι. Δε θυμόμουνα καθόλου πότε το ’βαλα εκεί μέσα –πάει πολύς καιρός που γίνηκα όλ’ αυτά. Κοντά δέκα χρόνια. Τότε λέγαμε «φόβος», κι ο νους μας πήγαινε στις σκοτεινές κάμαρες με τα σκεπασμένα παράθυρα. Ποτέ πιο πέρα. Ύστερα μπλέξαμε την έννοιά του με τη λέξη «πόλεμος».

Περνούσε πολύς καιρός για να συνηθίσουμε μια λέξη:

Τη λέγαμε μέσα μας πολλές φορές, ώσπου πια τη μαθαίναμε. Ύστερα πάλι τη βαριόμασταν και ψάχναμε για καινούργιες.

Η Ραχήλ ήταν δέκα χρονών κι η πατρίδα της ήταν όλο παράξενα ονόματα. Ποτέ δεν καταφέραμε να τα θυμηθούμε. Εκείνη τα ’ξερε όλα απέξω –πώς να μην την θαυμάζουμε… Η αδελφούλα μάλιστα, καμάρωνε πολύ κάθε φορά που εκείνη την έπαιρνε να πάνε στον κήπο. Κείνες τις ώρες, δεν ήθελε να της μιλάς: Η Ραχήλ, με τα παράξενα μάτια, ήταν η μόνη της έγνοια-η μόνης μας έγνοια, πιο σωστά.

Με περνούσε δυο χρόνια, μα όπως ήταν ψηλή και ντελικάτη έδειχνε πιο μεγάλη. Ήταν άλλωστε πάντα πολύ σοβαρή, σχεδόν λυπημένη. Η αδελφούλα δεν ερχόταν ακόμα στο σχολείο –μα ήταν τόση η λαχτάρα της, που η μητέρα υποσχέθηκε στην αρχή της χρονιάς να την γράψει.

Όλοι ξέραμε καλά την αιτία και την πειράζαμε: Η Ραχήλ όμως είχε πολλές φιλενάδες της δικιάς της ηλικίας κι η αδελφούλα ήταν τόσο μικρή. Πώς να γίνουνε φίλες οι δυο τους;

Ωστόσο εγώ ήξερα –ήμουνα φίλη της, «η πιο καλή», έτσι έλεγε εκείνη. Δεν ήταν μικρό πράμα αυτό. Καμιά άλλη στο σχολείο δεν ήξερε τόσες ιστορίες, ούτε και θυμότανε απέξω τόσα ονόματα.

Οι δασκάλες την αγαπούσαν όλες, πολύ –ήταν έξυπνη και καλή με όλους. Αγαπούσε όλο τον κόσμο –ακόμα και τη γριά δασκάλα των γαλλικών που μας έβαζε να γράφουμε τιμωρία με τις ώρες. Κάτι κατεβατά που μας έκαναν να την μισούμε.

Σίγουρα ήταν πολύ κακιά εκείνη η γυναίκα. Κάτι ζεστά απριλιάτικα απογεύματα, δεν μπορούσες να σκεφτείς τίποτ’ άλλο, μονάχα την εξοχή και τον ήλιο· και μες, καθισμένες μπροστά στο τραπέζι, γράφαμε ανόρεχτα, μηχανικά. Κι όλο και κοιτούσαμε έξω και λαχταρίζαμε. Σίγουρα ήταν πολύ κακιά γυναίκα αυτή η δασκάλα…

Ωστόσο η Ραχήλ την αγαπούσε κι αυτήν. Αυτό πια πήγαινε πολύ!

Ήταν δυστυχισμένη, έλεγε, γι’ αυτό μας φερόταν έτσι. Είχε πεθάνει το παιδί της κι είχε μείνει μονάχη της. Τ’ άλλα παιδιά όμως ζούσαν και κείνη τα ’βλεπε και θύμωνε.

Το δικό της παιδί είχε μόλις ένα χρόνο πεθαμένο, όταν ήρθε εκείνη στο σχολείο να μας κάνει μάθημα. Η Ραχήλ έμενε στο διπλανό της σπίτι και έπαιζε συχνά με το μικρό αγόρι –Γιοέλ το έλεγαν. Ύστερα πια, όταν εκείνο πέθανε, η Ραχήλ έπαψε να πηγαίνει σπίτι τους –φοβότανε. Ο Γιοέλ ήταν πάντα τόσο ζωηρό παιδί, άταχτο, σωστό πειραχτήρι. Αν της σκάρωνε πάλι κανένα από κείνα τα αστεία του;

Της έκοβε την ανάσα με τις σκανταλιές του. Μια φορά μάλιστα, την τρόμαξε τόσο πολύ, που εκείνη έκλαιγε μετά πολλήν ώρα.

Ο πατέρας της έλεγε να μη φοβάται πια –ο Γιοέλ ήταν πεθαμένος. Πήγε σε μιαν άλλη χώρα, όλο παιδιά. Εκεί θα ’παιζε όλη τη μέρα, χωρίς να σταματάει λεφτό.

Ευτυχισμένε Γιοέλ… Όλες τον ζηλεύαμε. Εμάς δεν μας άφηναν ποτέ ολάκαιρη τη μέρα να παίξουμε…

Η Ραχήλ όμως είχε άλλη γνώμη: «Δεν ήταν ωραίο πράμα αυτός ο «θάνατος» που έπαθε ξαφνικά ο Γιοέλ –καθόλου μάλιστα. Δε βλέπαμε τη μαμά του πόσο λυπημένη ήταν; Και κείνη η μαμά της, πήγε σ’ αυτή τη χώρα με τα πολλά παιδιά και τα λουλούδια, μα πάντα η Ραχήλ τη θυμάται τις νύχτες και κλαίει. Όταν ήταν πιο μικρή, ο πατέρας της έλεγε πως η μαμά θα ξαναγυρίσει. Μα εκείνη ήξερε καλά τώρα πως δεν θα γίνει ποτέ αυτό.

Ο θάνατος είναι κάτι πιο δυνατό απ’ το κρύο, πιο γρήγορο απ’ τον άνεμο, πιο σκληρό απ’ την πέτρα –έτσι έλεγε η γιαγιά της Ραχήλ. Κι εμείς πια, δεν είχαμε αυτιά για τίποτ’ άλλο κι ολοένα ρωτούσαμε να μάθουμε: Ο θάνατος είναι κάτι σύνθετο, πολύπλοκο και ανεξήγητο για μας. Όταν έλεγαν «θάνατος» οι μεγάλοι, είχανε λυπημένα μάτια και τις πιο πολλές φορές κλαίγανε κιόλας. Να, όπως η δασκάλα των γαλλικών, η μητέρα του μικρού Γιοέλ. Εκείνη όμως ήταν κακιά, πολύ κακιά.

Φαίνεται πως το πολύ κλάμα κάνει κακό στην καρδιά.

Η Ραχήλ έλεγε πως η καρδιά είναι όπως η θάλασσα –ξεχειλίζει. Και τότες γίνεται άγρια, σκληρή και θέλει να κάνει κακό στους άλλους, πολύ κακό.

Έτσι γίνηκε και με τη μητέρα του Γιοέλ. Και μεις που δεν ξέραμε… Αρχίσαμε να την αγαπάμε κι αυτήν. Μάθαμε ν’ αγαπάμε τη θάλασσα, τη βροχή, τον άνεμο. Η Ραχήλ είχε έναν εντελώς δικό της τρόπο να σου μαθαίνει την αλήθεια για το κάθε τι.

Άξαφνα, θέλαμε να μάθουμε κι άλλα για το φεγγάρι και για τη λίμνη με τα χρυσόψαρα και για τη νύχτα. Εκείνο όμως που περισσότερο κέντριζε τη φαντασία μας, ήταν τούτες δα οι κουβέντες των μεγάλων –κάτι λέξεις που επαναλαμβάνονταν με πείσμα, σχεδόν με θυμό μέσα στα λόγια τους: Κάτι λέξεις όπως εκείνος ο «πόλεμος» ή αυτές οι «απώλειες» –κι ακόμη λέξη «εχθρός» ή «επίθεση».

Ρωτήσαμε τη Ραχήλ –δεν ήξερε και κείνη τίποτα γι’ αυτές. Μονάχα για τον πόλεμο μας είπε λίγα πράγματα. Τόσα όσα χρειάζονταν για να μπερδέψουμε την έννοιά του με την έννοια του φόβου. «Φόβος» και «πόλεμος» μαζί, τρύπωσαν στα όνειρά μας και τα τρόμαξαν.

Ύστερα, όταν ήρθε πολύ κοντά μας ο πόλεμος και δεν είχε μορφή και δεν είχε πρόσωπο, ήμασταν σίγουρες πια πως ήταν όμοιος με το φόβο. Έτσι και κείνος ερχότανε τις νύχτες, χωρίς πρόσωπο, χωρίς μιλιά. Μονάχα μια σκιά, μια «ιδέα», όπως έλεγε η μητέρα. Και μες θέλαμε πολύ να την πιστέψουμε. «Η ιδέα σας είναι», έτσι μας έλεγε. Να την πιστέψουμε και να ξαναβρούμε τον ήσυχο ύπνο μας.

Όμως ο πόλεμος δεν μας άφησε ούτε λεφτό να τον ξεχάσουμε, πουθενά. Και στο όνειρό μας ακόμα τον θυμόμασταν, έτσι όπως τον ακούγαμε στις κουβέντες των μεγάλων. Δεν τον μελετούσανε ποτέ μονάχο του –πάντα έλεγαν κι άλλα πράγματα γι’ αυτόν: «χύθηκε πολύ αίμα», έλεγαν –και μεις ξέραμε ότι το ’λεγαν για τον πόλεμο.

Ακούγανε το ραδιόφωνο κάθε βράδυ, προσεκτικά, κάτι αριθμούς, και τα μάτια τους ήταν τρομαγμένα. «Κι άλλοι νεκροί…», έλεγαν. Και μεις θυμόμασταν τα μάτια τους κάθε που μιλούσαν για πόλεμο, τα βλέπαμε και τώρα που ’λεγαν για τους νεκρούς, και σαστίζαμε: Φαίνεται πως οι νεκροί ήταν κάτι πιο σοβαρό και πιο επικίνδυνο απ’ τον πόλεμο. Δεν εξηγιότανε αλλιώς η απελπισία τους.

Ωστόσο μια μέρα, έγινε κάτι φοβερό: Η Ραχήλ, είπε η μητέρα, δεν θα ξαναρχότανε πια στο σχολείο, μαζί μας. Θα ’πρεπε να μένει σπίτι και να φροντίζει για τον πατέρα της.

Αυτό πια ήταν κάτι καινούργιο για μας και τόσο πολύ άδικο… Ως εκείνη τη μέρα ξέραμε πως τα μικρά παιδιά τα φροντίζουνε οι μεγάλοι –τα σκεπάζει η μητέρα τη νύχτα, τα νοιάζεται να φάνε, να πλυθούνε, να ντυθούνε ζεστά. Τα χαϊδεύει ο πατέρας και τους παίρνει παιχνίδια και ζωγραφιές –κι άλλα, ένα σωρό ξέραμε γι’ αυτά.

Και τώρα, η Ραχήλ, θα ’κανε ό,τι κάνανε οι μεγάλοι ως τα χτες για κείνην–και δεν θα ξανάπαιζε μαζί μας πια, το ξέραμε. Οι μεγάλοι δεν παίζουνε –δεν τους αρέσανε τα παιχνίδια μας ποτέ.

Όλο το πρωί, στο σχολείο, δεν κουβεντιάζαμε τίποτ’ άλλο: Η Ραχήλ άδειασε την τάξη, την αυλή τις καρδιές μας…

Το μεσημέρι… τράβηξα μαζί μου την αδελφούλα και χωθήκαμε απ’ την πόρτα της αυλής στο σπίτι της Ραχήλ, να μη μας δούνε οι άλλες που έρχονταν από κοντά. Σε μένα θα ’λεγε την αλήθεια η Ραχήλ. Θα μου ’λεγε αν θα ξανάρθει μαζί μας σχολείο, αν έγινε και κείνη σαν τους μεγάλους και δεν θέλει πια να παίζει μαζί μας, αν, αν… Όλα θα μου τα ’λεγε μένα, ήμουνα σίγουρη γι’ αυτό.

Τη βρήκαμε καθισμένη μπροστά στο παράθυρο πίσω απ’ τα κλεισμένα τζάμια. Μας φάνηκε τόσο ξένη και μακρινή, που σφιχτήκαμε τρομαγμένες απ’ τα χέρια.

Η αδελφούλα πρώτη έτρεξε κοντά της: «Ραχήλ», λαχτάρησε η φωνή της–και κείνη γύρισε το πρόσωπό της βουτηγμένο στο κλάμα και μας κοίταξε αμίλητη, χαμένη.

«Σαν τη μητέρα του Γιοέλ», σκέφτηκα. «Κι ύστερ’ από λίγο καιρό η καρδιά της θα ξεχειλίσει και κείνης σαν τη θάλασσα. Και θα γίνει κακιά, πολύ κακιά…».

«Όχι, όχι…», μου ξέφυγε κι έτρεξα κοντά της. Τη ρώταγα για όλα μαζί, τόσο βιαστικά, που εκείνη δεν βρήκε τον καιρό να μου απαντήσει, τίποτα. Στο τέλος η αδελφούλα άρχισε να κλαίει κι εγώ προσπαθούσα να σκεφτώ το σχολείο δίχως τη Ραχήλ και δεν το κατόρθωνα.

Ήταν αλήθεια λοιπόν: Η Ραχήλ θα ’μενε σπίτι και δεν θα ξανάπαιζε μαζί μας, ποτέ.

Άρχισα να κλαίω κι εγώ –κι όταν μπήκε ο πατέρας της να δει τι γίνεται, καμιά δε γύρισε να τον κοιτάξει.

Ούτε τον προσέξαμε διόλου –ένα πελώριο «γιατί» στα μάτια μας, ακόμα και στα μάτια της Ραχήλ, για όλα.

Καμιά μας δεν μπορούσε να ξέρει, ούτε κι η ίδια η Ραχήλ. Ο πατέρας κι η γιαγιά τής είχανε πει να κάνει έτσι. Και κείνη έκλαψε πολύ γι’ αυτό, ήταν σίγουρο πως έκλαιγε πολλές ώρες πριν. Κι αυτοί οι μεγάλοι…

Εμείς θα παρακαλούσαμε τον πατέρα της ν’ αλλάξει γνώμη, να, τώρα δα, αμέσως: «Είναι τόσο καλή η Ραχήλ… Και το σχολείο άδειασε μονομιάς, αλήθεια σας λέμε… Μην την κρατάτε εδώ, θα πεθάνει. Η μητέρα λέει πως τα παιδιά ζούνε χωρίς ήλιο –αφήστε την να ’ρθει μαζί μας…».

Παράξενο πράμα: Κι ο πατέρας της έκλαιγε. Μας χάιδεψε και μας είπε κάτι παράξενα πράματα –δεν καταλάβαμε τίποτα απ’ όλα αυτά. Μονάχα ένα ξέραμε, τ’ ακούσαμε καθαρά –και πάλι δεν το χωρούσε το μυαλό μας: η Ραχήλ δεν θα μπορούσε να ’ρχεται πια στο σχολείο –ούτε και να παίζει μαζί μας έξω, στον κήπο. Μονάχα εδώ, σ’ αυτό το σπίτι με τα κλεισμένα παράθυρα και τις σκοτεινές κάμαρες, μονάχα εδώ θα μπορούσαμε να ’ρχόμαστε και να τη βλέπουμε όποτε θέλαμε και να παίζουμε μαζί της. Σα να μην έπαψε ποτέ εκείνη να ’ρχεται στο σχολείο και να τρέχει μαζί μας στον ήλιο. Ποτέ.

Μα το πιο παράξενο απ’ όλα, ήταν εκείνο που μας είπε ο πατέρας της για την Ραχήλ –για τ’ όνομά της πιο σωστά: Θα τη λέγαμε Μαρία πια –μονάχα Μαρία. Θα ξεχνούσαμε ολότελα τ’ όνομά της τ’ αληθινό κι όλα εκείνα τα παράξενα ονόματα που είχαν οι δρόμοι κι οι πολιτείες της πατρίδας της.

Μα γιατί, γιατί όλ’ αυτά;

Ο πατέρας της όμως ήταν πολύ κουρασμένος και δεν μας εξήγησε πολλά πράματα. Μονάχα έλεγε και ξανάλεγε τα ίδια λόγια, σιγά, με μια φωνή χαμηλή και φοβισμένη:

Έλεγε πως ήταν «Εβραίοι» και πως οι εχθροί τους έπαιρναν τους Εβραίους και τους πήγαιναν σ’ ένα μέρος που το ’λεγαν στρατόπεδο κι ήταν σαν τη φυλακή…

Έλεγε και ξανάλεγε τη λέξη «Εβραίοι» και μεις πια ξέραμε πως έπρεπε να την ξεχάσουμε αυτή τη λέξη και να μην τη θυμηθούμε ποτέ πια, μήτε μια φορά…

Ώστε αυτή ήταν η αιτία που η Ραχήλ –δηλαδή η Μαρία– δεν θα ξαναρχόταν στο σχολείο… Και μεις που περιμέναμε κάτι φοβερό!

Το βράδυ ρωτήσαμε τη μητέρα γι’ αυτό κι εκείνη μας είπε να λέμε στην προσευχή μας κάθε βράδυ «… και φύλαγε, Θε μου, τη Μαρία και τον πατέρα της και τη γιαγιά της κι όλους του ανθρώπους. Και τους Εβραίους και τους άλλους»…

Έτσι μάθαμε πως οι Εβραίοι ήταν άνθρωποι σαν και μας –κι ωστόσο οι εχθροί τούς πίστευαν αλλιώτικους. Παράξενο πράμα… Δεν είχανε μάτια να δούνε;

Εμείς δεν είδαμε ποτέ τη Ραχήλ να μοιάζει με τίποτ’ άλλο –μονάχα με παιδάκι έμοιαζε, σαν εμάς… Κι όλοι οι άνθρωποι, κι οι πιο κακοί, τα αγαπάνε τα παιδάκια.

Δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Ρωτήσαμε τον πατέρα. Και κείνος μας είπε πως οι εχθροί σκότωναν και μας και τους Εβραίους. Εκείνους όμως τους κυνηγούσαν πιο πολύ, γιατί ήτανε δυνατοί κι η χώρα τους ήτανε όμορφη και πλούσια κι οι εχθροί ζηλεύανε γι’ αυτό.

Αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πράματα περίεργα –κι άλλοτε πάλι μπερδεύαμε τις λέξεις και τα νοήματα. Η Ραχήλ –η Μαρία, όπως τη λέγαμε πια– γινότανε κάθε μέρα και πιο χλωμή κι ήτανε πάντα λυπημένη. Η αδελφούλα της διηγότανε όσα είχε δει στον κήπο, για τις πεταλούδες που έπιασε, για κείνη τη χρυσόμυγα που της ξέφυγε κι ένα σωρό άλλα.

Κείνες τις ώρες, τα μάτια της Ραχήλ λάμπανε: Δεν είχαμε ξαναδεί τέτοιο χρώμα σε άλλα μάτια, ποτέ. Δεν ξέραμε ούτε πως λεγότανε –ένα χρώμα αλλιώτικο, παράξενο, δεν έμοιαζε διόλου με κείνα που ξέραμε. Δεν έμοιαζε με τίποτα.

Άξαφνα, μια μέρα, είδαμε τη μητέρα να φορά πάνω στο φόρεμά της ένα μπουκέτο λουλούδια –σαν «βελούδινα» έμοιαζαν. (Έτσι λέγανε το φόρεμα που φορούσε η αδελφούλα: βελούδινο).

Ρωτήσαμε τη μητέρα γι’ αυτά και κείνη μας φίλησε και μας έδωσε δυο απ’ τα λουλούδια της: «μενεξέδες» τα είπε. Όταν είδαμε εμείς πόσο μοιάζανε με τα μάτια της Ραχήλ, τρέξαμε να της τα χαρίσουμε.

Μια μέρα, η Ραχήλ με την οικογένειά της ήρθε να μείνει μαζί μας, στο σπίτι μας. Η χαρά μας δε λεγότανε: τρέχαμε, φωνάζαμε, πηδούσαμε –αυτό πια ήτανε κάτι που δεν το περιμέναμε.

Τρώγαμε μαζί, κοιμόμαστε στο ίδιο δωμάτιο κι οι τρεις –κι όλη τη μέρα κουβεντιάζαμε, παίζαμε, κολλούσαμε ζωγραφιές στα τετράδιά μας και σκαρώναμε αστεία στη γιαγιά της Ραχήλ, που δε θα μας θύμωνε ποτέ.

Είχαμε πάψει να πηγαίνουμε στο σχολείο και μεις –δεν μας άφηναν πια να βγαίνουμε έξω καθόλου, είχαμε όμως μαζί μας τη Ραχήλ κι αυτό ήταν το πιο σπουδαίο.

Ένα βράδυ, γυρίζοντας απέξω ο πατέρας, είδε στην πόρτα μας ένα περίεργο σχέδιο ζωγραφισμένο με κιμωλία κι από κάτω μια λέξη που δεν μπορέσαμε να τη διαβάσουμε.

Έγινε πολύ χλωμός, πήρε βιαστικά ένα πανί και βγήκε στην πόρτα να το καθαρίσει.

Όταν το σκούπισε καλά-καλά, ησύχασε λίγο κι έκανε να μπει μέσα. Τότε είδε τα μάτια της Ραχήλ να τον ρωτάνε και σταμάτησε. Εκείνη το ’χε ξαναδεί και στο σπίτι τους αυτό το σημάδι, με την ίδια λέξη γραμμένη από κάτω.

Θυμότανε τον πατέρα της πόσο είχε τρομάξει τότες. Το ίδιο κιόλας βράδυ είχαν έρθει να μείνουν μαζί μας.

Η γιαγιά είπε πως εκείνο το σημάδι δεν θα τους άφηνε να ησυχάσουν ποτέ. Κάθε φορά που θα το ’βλεπαν στην πόρτα τους, θα ’πρεπε να φεύγουν αμέσως να πηγαίνουν αλλού. Θα ’φευγαν λοιπόν και τώρα;

Τα μάτια της Ραχήλ ρωτούσαν –μα ο πατέρας δεν μπόρεσε να πει τίποτα. Μονάχα έσκυψε το κεφάλι και μπήκε μέσα.

Το ίδιο εκείνο βράδυ φύγανε, προσεκτικά, τρομαγμένοι, παίρνοντας μονάχα ένα πακέτο ο καθένας μαζί τους, τ’ απαραίτητα.

Ο Πατέρας έφυγε και κείνος μαζί–«θα γυρίσω αμέσως», είπε, και τράβηξε αποφασιστικά την αδελφούλα απ’ την αγκαλιά της Ραχήλ.

Μείναμε ακίνητες πολλήν ώρα –τα μάτια διάπλατα, τα χέρια σφιγμένα, οι καρδιές μας μια πληγή. Δεν ξέραμε τίποτα για το αύριο. Η Ραχήλ υποσχέθηκε να μας γράψει…

Ο πόλεμος άργησε να τελειώσει. Οι μέρες είχανε γίνει μεγάλες, ατέλειωτες. Εμείς μεγαλώναμε γρήγορα. Κάθε δύσκολη μέρα ήταν, για μας, πέντε κι έξι ξέγνοιαστες παλιές.

Τα βράδια μιλούσαμε σιγανά στα κρεβάτια μας για τη Ραχήλ. Δεν την ξεχνούσαμε ποτέ, μήτε στιγμή. Στο σπίτι δε λέγανε τίποτα πια γι’ αυτούς, τους είχανε ξεχάσει φαίνεται.

Έτσι γίνεται πάντα με τους μεγάλους: Ξεχνάνε. Κι ύστερα όταν τους το θυμίσεις, κλαίνε.

Να, αυτό γινότανε συχνά με τη μητέρα. Η αδελφούλα τής ζητούσε σοκολάτες –σκεφτότανε το Πάσχα, κι εκείνα τα σοκολατένια αυγά με τα σχέδια και τα πουλάκια μέσα. Η μητέρα έλεγε «ναι, ναι…» αφηρημένα και το ξεχνούσε μετά. Μια μέρα μάλιστα της το θυμίσαμε επίμονα, με πείσμα –τόσο που εκείνη έβαλε τα κλάματα.

Το ίδιο έκανε αργότερα, όταν της θυμίζαμε τη Ραχήλ. Έτσι, που τα σαστίζαμε πια… Φαίνεται πως τα σοκολατένια αυγά της Ραχήλ τη στεναχωρούσανε τη μητέρα. Γιατί όμως, δεν το μάθαμε ποτέ…

Αργότερα, πολύ αργότερα το καταλάβαμε. Τότες όμως ο πόλεμος είχε τελειώσει και τα σοκολατένια αυγά τα χαρήκαμε όσο ποτέ πριν. Η Ραχήλ όμως δεν ξαναγύρισε ποτέ κι εμείς δεν ξέραμε πού να τη γυρέψουμε.

Μια μέρα της έγραψα ένα μεγάλο γράμμα κι η αδελφούλα σκάλισε προσεκτικά κι εκείνη δυο λόγια στο τέλος. Η μητέρα έκλαιγε όταν της το διαβάσαμε. Το κλείσαμε σ’ ένα μεγάλο φάκελο και μείναμε σκεφτικές πολλή ώρα. Δεν ξέραμε που βρισκόταν –δεν μπορούσαμε κιόλας να της γράψουμε με τ’ αληθινό της όνομα. Έτσι το γράμμα έμεινε, ξεχάστηκε.

Πέρασαν δέκα χρόνια –δέκα ολόκληρα χρόνια– κι εμείς αλλάξαμε. Η αδελφούλα πάει στο Γυμνάσιο κι έχει πολλές-πολλές φιλενάδες. Καμιά όμως δεν έχει τα μάτια της Ραχήλ, ούτε την Καρδιά της.

Η αδελφούλα μόλις που τη θυμάται. Ήταν τόσο μικρή τότε…

Όμως εγώ, κάθε φορά που ανοίγω εκείνο το λεύκωμα που μου ’χε χαρίσει με τις πολύχρωμες ζωγραφιές και τα τραγουδάκια –κάθε φορά θυμάμαι τα μάτια της και δε θέλω να το πιστέψω. Κι ωστόσο το ξέρω καλά πως η Ραχήλ θα κρατούσε το λόγο της…

«Θα σας γράψω αμέσως», είχε πει, και δεν έλεγε ποτέ της ψέματα.

Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο πατέρας ρώτησε παντού, έψαξε, έτρεξε. Άξαφνα μια μέρα απελπίστηκε και δεν ξαναρώτησε πουθενά.

Εμείς όμως ξέραμε πως κάποτε θα ’ρθει, υποσχέθηκε άλλωστε…

Ωστόσο οι χαρούμενες μέρες που ήρθανε μετά, είχανε τόσο πολλά καινούργια να μας δώσουνε, που οι παλιές εικόνες θάμπωσαν, γίνηκαν αχνές κι ακαθόριστες. Ξεχάστηκαν.

Τυχαία μια μέρα, ψάχνοντας για κάτι άλλο, το βρήκα: Το μεγάλο φάκελο με το γράμμα. Χωρίς διεύθυνση, δίχως ένα όνομα πάνω του. Πρέπει να ’χανε περάσει πάνω από δέκα χρόνια απ’ τη μέρα που το γράψαμε –τα γράμματα της αδελφούλας ήταν παιδιάστικα, αστεία. Κάτι καραγκιοζάκια που χορεύανε τρελά, κολλητά το ’να στ’ άλλο και φωνάζανε όλα μαζί: «Γύρισε Ραχήλ –σ’ αγαπάμε».

Τίποτ’ άλλο, μονάχ’ αυτό: «Σ’ αγαπάμε». Και κείνη το ’ξερε αυτό κι ωστόσο δεν γύρισε ποτέ.

Ένα βράδυ, η μητέρα του Γιοέλ ήρθε σπίτι και μας αποχαιρέτησε. Γύριζε στην πατρίδα της –την πατρίδα της Ραχήλ, με τα παράξενα ονόματα στους δρόμους, στις πολιτείες, στους ανθρώπους.

Μίλησαν πολλήν ώρα με τον πατέρα κι ύστερα η μητέρα τη ρώτησε για μιαν επέτειο: Στις 26 του Απρίλη, η «ημέρα της μνήμης», έτσι τους την είπε εκείνη. Πόσο όμορφα ακουγόταν αυτό το «της μνήμης»…

Μας μίλησε για κείνη τη μέρα η μητέρα του Γιοέλ–τη γιορτάζαν με μια απλή αθόρυβη τελετή, χωρίς λόγους και παρελάσεις: Τα παιδιά φοράνε άσπρα ρούχα κείνη τη μέρα, μαζεύονται στις πλατείες με τα καινούρια δέντρα και λένε τραγούδια και προσευχές.

Στο «δάσος της μνήμης», κάθε καινούργιο δέντρο θυμίζει κι ένα παιδάκι, από κείνα που χάθηκαν στα στρατόπεδα–ένα εκατομμύριο παιδιά, ανίδεα κι αμέτοχα στο κακό που οι άνθρωποι κάνανε στους ανθρώπους…

Τώρα πια, τα χαμένα παιδάκια που «γινήκανε» δέντρα, θα μπορούνε να χαίρουνται τον ήλιο, τη βροχή και το φως –και να φυλάνε τη μνήμη τους ζεστή κι άσβεστη.

Είπανε κι άλλα, πολλά εκείνο το βράδυ… Στο τέλος δεν άκουγα πια τι λέγανε –ο νους μου γύριζε στο μεγάλο φάκελο με το παιδιάστικο γράμμα μας. Στο γράμμα χωρίς διεύθυνση, δίχως καν ένα όνομα πάνω του.

Έτρεξα μέσα, πήρα το μολύβι κι έγραψα με σταθερά γράμματα στο φάκελο:

«Για τη Ραχήλ –στη μνήμη της».

Κι από κάτω έβαλα τα ονόματά μας. Ήμουνα σίγουρη πως το «δάσος της μνήμης», με το ένα εκατομμύριο καινούργια δέντρα, θα ’ξερε για τη Ραχήλ. Και για το δέντρο της, το δικό της δέντρο.

Δεν έγραψα διεύθυνση –δεν χρειαζόταν άλλωστε: Το «δάσος της μνήμης» ήταν η πατρίδα της Ραχήλ…

Ευτυχισμένε Γιοέλ… Έφυγες νωρίς κι ωστόσο βρήκες μια θέση στη χώρα που τα παιδιά παίζουνε όλη μέρα, χωρίς να σταματάνε. Τούτα τα παιδιά, όμως, γινήκανε δέντρα –η ζωή τους κόπηκε απότομα, τραγικά, κι ο Θεός δεν το ’θελε να χαθούνε. Μείνανε να χαρίζουν τον ίσκιο τους στο δάσος με τις μνήμες– να μην ξεχνάνε ποτέ όσα ζήσανε…

Πήρα το γράμμα με την παιδιάστικη καρδιά μας κλεισμένη μέσα του, με τα όνειρα και τις λαχτάρες μας στριμωγμένες στις γραμμές του και το κράτησα στα χέρια μου μια στιγμή χωρίς ν’ αποφασίζω: «Έχε γεια, κοριτσάκι…», και ξαφνικά, σα να το ’χα σκεφτεί απ’ την πρώτη μέρα αυτό, άπλωσα το χέρι μου αδίστακτα –«έχε γεια…». Κι έδωσα το γράμμα στη μητέρα του Γιοέλ, που θα γύριζε στην πατρίδα της Ραχήλ –την πατρίδα με τις άπειρες μνήμες…

Μητροπούλου Κωστούλα, «Ραχήλ» στο Δύο εποχές: διηγήματα, εκδ. Γκοβόστη, 1985, σ.