Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Το όνειρο του Οδυσσέα [απόσπασμα 2]

Τώρα όμως θέλει να τα ξεχάσει. Ακόμα και την περίοδο του Γεντί Κουλέ. Τον είχαν κρατήσει έναν μήνα. Είκοσι εφτά ατέλειωτες μέρες ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους. Σκεφτόταν πως η ζωή του σταμάτησε ξαφνικά. Δεν μπορούσε να πάει βόλτα στο πάρκο. Να χαρεί τον ήλιο. Τους φίλους του. Τα απλά πράγματα. Κι ύστερα, τα ερωτήματα που δεν ήθελε να σκεφτεί. Μέχρι πού θα πάει αυτό; Πού θα τον πάνε; Αισθανόταν ότι όλα κυλούσαν χωρίς αυτόν. Κι ο κόσμος έξω; Εξακολουθούσε να υπάρχει σαν να μην συνέβη τίποτε! Συνηθισμένοι άνθρωποι που πήγαιναν με φανατισμό στο γήπεδο. Με ζήλο στην εκκλησία. Κοιτούσαν μόνον τη δουλειά τους. Πρόσφεραν τσάι και συμπάθεια. Ερωτεύονταν πάνω στα αναπαυτικά κρεβάτια. Χιλιάδες αμέριμνοι άνθρωποι που δεν τους ένοιαζε τι γίνεται γύρω τους. Κι αυτοί να προχωρούν στα σκοτεινά.

Τότε θυμόταν τα πεσμένα φύλλα των δέντρων στις αυλές των σπιτιών της Άνω Πόλης. Καθώς τους ανέβαζαν με τα ΡΕΟ που αγκομαχούσαν στην ανηφόρα προς το Επταπύργιο, το βλέμμα του κολλούσε στα ανθισμένα κίτρινα και κόκκινα χρυσάνθεμα. Ήθελε να είναι αυτή η τελευταία εικόνα του έξω κόσμου από τον παραλογισμό εκείνου του φθινοπώρου. Του έκανε εντύπωση αυτή η εμμονή. Να απομονώνει το ωραίο. Να κοιτάζει το μέλλον μέσα απ’ την εικόνα λουλουδιών. Πίστευε στο μέλλον των ανθισμένων χρυσανθέμων. Μια πίστη παράλογη και αναιτιολόγητη.

Θέλει να της πει για όλα αυτά. Και πολλά άλλα για τα οποία δεν μίλησε ποτέ του. Ούτε και σε μένα, όταν τον πίεσα μερικές φορές. Για κάποια απ’ αυτά συζητήσαμε. Όμως οι αναστολές και η φυσική του σεμνότητα άφηναν στη σκιά εκείνα που έκαιγαν. Όταν έφτανε στο κρίσιμο σημείο μιλούσε επιφυλακτικά. Χρησιμοποιούσε τις λέξεις «δουλειά» που έκαναν οι «γορίλες». Κάποια συμπλήρωσα από τον Αντρέα που ήταν συγκρατούμενός του. Για μερικά προσπάθησα να μπω στη θέση του.

Ο Στέφανος διστάζει. Σκέφτεται αν πρέπει να τα πει στη Μερόπη. Αλλά εκείνη έχει ήδη ξανακοιμηθεί. Απλώνει το δεξί του χέρι. Την αγκαλιάζει και ακουμπάει το κεφάλι του στη γυμνή της πλάτη. Ένα ζεστό κύμα τον παρασέρνει. Μόλις κλείνει τα μάτια, βλέπει έναν κήπο γεμάτο με ανθισμένα χρυσάνθεμα.

[…]

23

Λεξικό χρήσιμων όρων

ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ

Τι σκεφτόταν ο Δενδρινός τις είκοσι εφτά μέρες που έμεινε έγκλειστος στις φυλακές του Επταπυργίου τον Νοέμβρη του ’73; Το φρούριο κτίστηκε από τους Βυζαντινούς. Μετατράπηκε σε φυλακές από τους Οθωμανούς στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Από τότε είναι τόπος μαρτυρίου και εκτελέσεων για ποινικούς και πολιτικούς κρατούμενους. Το δείχνουν οι σιδερένιοι κρίκοι και τα σημάδια στους τοίχους. Ο αέρας, ακόμη και σήμερα, κουβαλάει κάτι από τον συσσωρευμένο πόνο αυτών των ανθρώπων. Τι σημαίνει να είσαι φυλακισμένος για τις πολιτικές σου απόψεις; Είναι ένα είδος λύπης άγνωστο στην εποχή της πλήξης.

Μάκης Καραγιάννης, Το όνειρο του Οδυσσέα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2011, σ. 23-24, 314-315.