Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΤο όνειρο του Οδυσσέα [απόσπασμα 1]
[…] Μου μίλησε για τη βραδιά που τους είχε καλέσει ο Λεωνίδας, μαζί με μια μεγάλη παρέα, στη μικρή ταβέρνα πάνω στα Κάστρα.
Ας τους φανταστούμε την ώρα που ανεβαίνουν στην Άνω Πόλη. Την κρατάει απαλά από τους ώμους και απολαμβάνουν τη θέα. Αριστερά τους τα χαμηλά σπίτια με τις αυλές. Κολλημένα το ένα με το άλλο σε ένα λαβυρινθώδες σύμπλεγμα. Κάτω, το νυχτερινό τοπίο. Η φωτεινή Εγνατία διασχίζει με τις ανταύγειες το σώμα της πόλης. Μπροστά, ο ανηφορικός δρόμος για τη Δόμνα. Είναι ένα σαββατόβραδο του Απρίλη του ’70, με τη μεθυστική πνοή της άνοιξης. Είναι νέος ακόμη και σ’ αυτή τη μυθική εποχή της εφηβείας νομίζει ότι όλοι οι δρόμοι ανοίγονται μπροστά του. Καθένας τους εκφράζει μια διαφορετική επιλογή. Δεν έχει παρά να διαλέξει εκείνον που του αρέσει. Είναι ευτυχής για το πολύτιμο δώρο που του προσφέρει η νεαρή αγαπημένη του. Την κοιτάζει και σκιρτά η καρδιά του. Και βεβαίως δεν γνωρίζει ότι ο ανηφορικός δρόμος της Ιουλίας, στον οποίο η επανάσταση φαντάζει σαν ρομαντικό παιχνίδι, θα τελειώσει με έναν πικρό στεναγμό. Θα τον οδηγήσει λίγα χρόνια αργότερα στα κελιά του Γεντί Κουλέ, λίγα μέτρα πιο πέρα, και θα γνωρίσει τα κλομπ, τον φάλαγγα και το φρικτό μεγαλείο των βασανιστηρίων.
Στην ταβέρνα, από τη μια η ρετσίνα κι από την άλλη τα ανέκδοτα για τον Παττακό δημιουργούσαν ένα ιλαρό κλίμα. Ο Δημήτρης τραγουδούσε με την κιθάρα του τις δικές του επιτυχίες. Μετά τα πρώτα τραγούδια και τη χαλαρότητα οι παρέες, ξεπερνώντας τον φόβο του χαφιέ, άρχισαν τα απαγορευμένα του Μίκη Θεοδωράκη. Όμως, οι ειδήσεις για τις συλλήψεις και τα βασανιστήρια, οι συζητήσεις για τη δίκη της Δημοκρατικής Άμυνας και τα στρατοδικεία βάρυναν το κλίμα. Ας ρίξουμε μια προσεκτική ματιά σ’ αυτό το τοπίο της μνήμης. Είναι θολό από τους καπνούς των τσιγάρων και εξιδανικευμένο από τα χρόνια που ακολούθησαν. Μέσα στη Δόμνα, και πίσω από τους καπνούς, ο Στέφανος συζητάει με τον Λεωνίδα για δικαιώματα. Επαναλαμβάνει τη λέξη «ελευθερία». Τι σημαίνει, άραγε, για έναν δεκαοχτάχρονο αυτός ο βαρύγδουπος λόγος; Μέχρι τώρα την εισέπραττε σωματικά. Βίωνε την άρνησή της, όταν κάθε Σεπτέμβρη υποχρεωνόταν να κουρέψει τα μαλλιά του με την ψιλή, για να πάει στον αγιασμό «επί τη ενάρξει του σχολικού έτους». Ένιωθε να μην ορίζει το σώμα του. Να χάνει τη δύναμή του. Ύστερα, ήταν η θετική της γεύση. Ο διάπλους των ορίων της γειτονιάς. Η επίσκεψη στην ατμόσφαιρα της μπουάτ. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγε μόνος από τη συνοικία του, πέρα από τον οικογενειακό έλεγχο, τυλιγμένος μέσα στη βολική ανωνυμία της πόλης. Η πρόγευση του μεγάλου ταξιδιού της ζωής. Αργότερα, τα τραγούδια του Θεοδωράκη. Η ηδονή του απαγορευμένου. Στο τέλος της βραδιάς ακολούθησε το γράψιμο του συνθήματος στον περίβολο του Γ΄ Σώματος Στρατού:
«Κάτω η χούντα».
Εκείνον τον καιρό ρίχνονταν προκηρύξεις. Άνοιγαν πανό σε πολυκατοικίες. Γράφονταν συνθήματα στους τοίχους. Και το Γ΄ Σώμα ήταν το άντρο της χούντας. Ο τόπος όπου μαρτυρούσαν όσοι είχαν το κουράγιο να αντιστέκονται στη βαρβαρότητα. Η ύπαρξη του Στέφανου αποζητούσε ένα νόημα κι αυτό κυκλοφορούσε μαζικά στους δρόμους. Είχε τη μορφή της αντίστασης στο κιτς, καθώς το αντιαισθητικό πουλί της χούντας είχε κατακλύσει όλη την επικράτεια. Άλλοτε έπαιρνε τη μορφή ενός τραγουδιού που ηχούσε παράνομα και προκλητικά γοητευτικό. Κι ο Στέφανος βιαζόταν να προσπεράσει τα τραγούδια. Να φτάσει στην ουσία του πράγματος. Να δείξει στα μάτια της Ιουλίας πως εκείνο το νεαρό αγόρι που δεν μιλούσε πολύ ήταν άξιο της εμπιστοσύνης της. Ερμήνευε και καταλάβαινε τη ζωή του μέσα από τα μάτια της Ιουλίας και του πατέρα του, που το μαρτυρικό συναξάρι με τις φυλακές, τις εξορίες και τα ξερονήσια είχε σφραγίσει κάθε μέρα της ζωής του. Έτσι, ήταν έτοιμος, πλειοδότησε με ενθουσιασμό κιόλας, όταν έπεσε η ιδέα για να γραφτούν συνθήματα μετά στην ταβέρνα.
Ήταν περασμένες τρεις όταν έφτασαν στην Καυταντζόγλου μαζί με τον Λεωνίδα και την Ιουλία. Είναι Απρίλης, κι ο Στέφανος μέσα στο σκοτάδι νομίζει ότι τρέμει από το κρύο κρατώντας το πινέλο. Η κόκκινη λαδομπογιά έγλειφε τον τοίχο, όταν έφυγαν τρέχοντας μέσα στα στενά της Κιλκισίου. Με την ψυχή στα δόντια και την ικανοποίηση ότι μόλις είχαν κερδίσει μια μάχη ισάξια με εκείνη του Μαραθώνα.
Ας καθυστερήσουμε λίγο στη χειρονομία του Στέφανου. Αυτή η σκηνή περιέχει το Μεγάλο του Βήμα. Είναι η πρώτη φορά που προσχωρεί σ’ ένα μεγάλο «εμείς», το οποίο στις αφηγήσεις είναι τυλιγμένο από την αχλή ενός μύθου. Γίνεται μέλος μιας μυστικής κοινότητας με έναν ευγενικό σκοπό. Ο ίδιος νιώθει γοητευμένος μ’ αυτήν την εικόνα. Αισθάνεται το στήθος του να φουσκώνει. Να γίνεται ένα τεράστιο μπαλόνι. Είναι ένας επαναστάτης; Θέλει να πάρει εκδίκηση για όσα υπέφερε ο πατέρας του ή απλώς θέλει να δώσει ένα νόημα στη ζωή του; Να μεθύσει με την ιδέα ότι εγγράφει μια μικρή, έστω, υποθήκη στο περιθώριο της Ιστορίας;
Ο ίδιος, τουλάχιστον, θα ισχυριζόταν μετ’ επιτάσεως το πρώτο.
Μάκης Καραγιάννης, Το όνειρο του Οδυσσέα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2011, σ. 19-22.