Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο θείος Πλάτων γιόρτασε την Απελευθέρωση φουσκώνοντας την αρραβωνιαστικιά του τη Ζαφειρώ, κόρη του μπαρμπα-Λάμπρου, που είχε την ταβέρνα «Το Τσινάρι» στην ομώνυμη περιοχή. Έτσι η ξαδέλφη μου η Αννούλα είναι στην κυριολεξία παιδί της νίκης, μιας νίκης που σύντομα αποδείχτηκε επώδυνη όσο και η Κατοχή. Ο γάμος του θείου μου έγινε τα Χριστούγεννα του 1944 στην ταβέρνα του πεθερού του, όπου ο γαμπρός χόρεψε το βαρύ χασάπικο «Τρελή, που θέλεις να με στεφανώσεις», του Τσιτσάνη, τραγουδισμένο από τον ίδιο το συνθέτη και την κομπανία του. Θυμάμαι το θειο μου να χορεύει με το γαμπριάτικο σκούρο σακάκι του κατεβασμένο, ριγμένο στον έναν ώμο, να κάνει τσαλίμια μάγκικα, στροφές επιτόπου ή στον αέρα, ύστερα να τρεκλίζει, θαρρείς έτοιμος να πέσει στα γόνατα, κι αμέσως να πετιέται, να τινάζεται πάνω κι όρθιος να συνεχίζει. Μόλις τέλειωνε το τραγούδι, έβγαζε από την τσέπη του παντελονιού του ένα χαρτονόμισμα κι αφού το σάλιωνε, το κολλούσε στο μέτωπο του Τσιτσάνη ή των άλλων της παρέας, που το άρπαζαν και το ’χωναν βιαστικά στις τσέπες τους. Μετά το θειο μου ακολούθησαν άλλοι, πολλοί, με παραγγελιές και τσακίσματα στο χορό τους, ιδίως στο ζεϊμπέκικο, και δώστου η χαρτούρα να πηγαίνει σύννεφο. Οι περισσότεροι καλεσμένοι ήταν συγγενείς και φίλοι, αλλά και όλοι οι αριστεροί της περιοχής και άνθρωποι του Κόμματος, γνωστοί και άγνωστοι. Χόρεψαν οι περισσότεροι λαϊκά, εκτός από τον πατέρα μου, που δε σηκώθηκε από το τραπέζι παρά μόνο όταν η ορχήστρα έπαιξε κάποιους δημοτικούς σκοπούς ή τραγούδια, νομίζω συρτό και καλαματιανό. Την εποχή βέβαια εκείνη εγώ –παιδί στα έντεκα, που έμοιαζα πολύ μικρότερος έτσι καχεκτικός καθώς ήμουν– δε γνώριζα τι σήμαινε Τσιτσάνης και τι ρεμπέτικα τραγούδια, αν και έβλεπα κι άκουγα το θαυμασμό των καλεσμένων για το συνθέτη και τραγουδιστή και το πόσο υπερήφανος υπήρξε ο θείος Πλάτων, όταν τις επόμενες μέρες καυχιόταν σ’ όλους πως στο γάμο του τραγούδησε ο Τσιτσάνης. Από το γλέντι θυμάμαι ότι περισσότερο ενδιαφέρον παρουσίαζε για μένα ο κάτω όροφος, το υπόγειο της ταβέρνας, όπου το σπίτι του μπαρμπα-Λάμπρου που έβλεπε σε κήπο με δέντρα οπωροφόρα, γιατί εκεί είχαν στρωθεί τραπέζια με άφθονα φαγητά για τους στενούς συγγενείς και πρώτη φορά έβλεπα τόσο πολλά πιάτα με μεζέδες και τη γιαγιά Αγγελική να με παροτρύνει «Φάε» και «Φάε», και μόνο όταν χόρτασα πολύ, έσκασα όπως λένε, και με το ζόρι κατάπια κι ένα κομμάτι μπακλαβά, που μπούκωσε το στομάχι και τη βουλιμία μου, μόνο τότε ανέβηκα στην ταβέρνα, όπου υπήρχαν βέβαια κι εκεί μεζέδες, αλλά πιο λίγοι, μέσα σε κάτι δίσκους που τους περιέφεραν κάτι ξαδέλφες και φίλες της Ζαφειρώς. Το μόνο άφθονο επάνω υπήρξε το κρασί, ρετσίνα βαρελίσια, δυο μεγάλες μπόμπες του μπαρμπα-Λάμπρου, απ’ όπου ο καθένας μπορούσε να γεμίσει όχι μόνο το ποτήρι του αλλά και κάτι μπακιρένια κανάτια της οκάς. Για τον Τσιτσάνη υπήρξε ιδιαίτερη μέριμνα: δίπλα στην ορχήστρα είχαν βάλει ένα τραπέζι και φρόντιζαν να παραμένει πάντα γεμάτο.

Περικλής Σφυρίδης, Ψυχή μπλε και κόκκινη, Καστανιώτης, Αθήνα 1995, σ. 121-122.