Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Βγήκε μια μέρα δικάσιμη από το Πρωτοδικείο. Το οίκημα σε μια πάροδο στην αρχή της λεωφόρου Εθνικής Αμύνης, πλαισιωμένο από τα δέντρα του δρόμου, τους Αΐλανθους, που στην κοινή λέγονται βρωμοκαρυές. Τον τυραννούσε η διαπίστωση της ευτέλειας των αισθημάτων μας. Η κάθε στιγμή φέρνει καινούριες εντυπώσεις που ανατρέπουν το βάδισμα του συναισθήματος. Ο κόσμος δε στέργει να αναπαυτεί μέσα μας. Ο νους δεν μένει στην ίδια σκέψη. Παρακολουθούσε μέσα του την αλλοίωση των πραγμάτων με την απομάκρυνση.

Η αρχή της λεωφόρου είναι ανηφορική. Με το νου του μεταφέρθηκε στον απότομο ανηφορικό δρόμο, που πηγαίνει στον συνοικισμό των Σαρανταεκκλησιωτών. Ήταν νύχτα που ανέβηκε μια φορά το δρόμο με τα φανάρια στους γερμένους πασσάλους, που αρχινά μπροστά από την πύλη με την επιγραφή Α και Ω. Μια σιδερένια πόρτα ανταμώνει τις δυο άκρες από τα κάγκελα του περιβόλου. Διερωτούνταν, πού θα ’βγαινε μέσα στη νύχτα προχωρώντας; Είχε την εντύπωση, ενώ ανέβαινε ακολουθώντας τον ευθύ δρόμο, ότι μπλεκόταν σε στενά αδιέξοδα, που τέλειωναν μπροστά σε σιωπηλές κατοικίες. Η δυστυχία των άπλυτων παιδιών σέρνονταν έξω από τις χαλασμένες πόρτες. Από τα παράθυρα με τα σκευρά παντζούρια βγαίναν σκουριασμένα μπουριά από σόμπες. Φτωχά σπίτια γεμάτα ίσκιους. Κάμαρες σκοτεινές στο βάθος από μπαλκόνια στεγασμένα. Εισέρχονταν σε κάμαρες η μια ύστερα από την άλλη άδειες. Καθώς κατηφόριζε πρόσεξε την επιγραφή σε μια αποθήκη ξυλείας, αριστερά στην αρχή του ανήφορου. Μέσα στο κοίλωμα του παλιού λατομείου, στριμωγμένες οι κατοικίες ενός συνοικισμού. Αρκετά κοντά στο Δημοτικό Νοσοκομείο με τα χωριστά οικήματα των φυματικών μέσα στον πευκώνα. Αμφιθεατρικά από πάνω ο φερώνυμος συνοικισμός του Αποστόλου Παύλου με το σύγχρονο εκκλησάκι, στον τόπο του αρχαίου Αγιάσματος. Όλα έξω από τα τείχη της παλιάς πόλης. Τον καιρό που ο πατέρας του ήταν μικρό παιδί, εδώ μεριά ήταν ερημιά. Υπακούοντας στις ανάγκες των αστικών κέντρων, με την απότομη αύξηση του πληθυσμού, περιζώνουν από κοντά τον χωριστό χώρο των νεκρών. Η ίδια η ξυλεία, σκέφτηκε, που βάζουν στις οικοδομές, χρησιμεύει και στα φέρετρα. Θυμήθηκε μιαν Αποκριά. Οι μυγδαλιές είχαν ανθίσει. Πηγαίναν να θάψουν το νέο που με μια σφαίρα στο κεφάλι αυτοκτόνησε απ’ αγάπη. Στον περίβολο του νεκροταφείου είδε να κυνηγιούνται καρναβάλια δρασκελίζοντας τους τάφους. Από ένα Κέντρο εκεί κοντά ακουγόταν το μεγάφωνο. Προσκαλούσε στην πίστα του χορού τα ζευγάρια. Ήταν σκοτίδα και ανέβαινε τον ανήφορο, όπως τον καιρό του πολέμου, που κόβονταν το ρεύμα του κοινού ηλεκτροφωτισμού, και παραπονιόταν στη μάνα του, που δεν μπορούσε να διαβάσει με το κερί. Από μακριά και αραιά έστελναν τα παράθυρα ένα φως από θειαφοκέρι. Προμήνυμα μπόρας γεμάτο φόβο σκέπαζε το θόλο. Όλα πλακώνονταν από ένα μολυβένιο βάρος. Μονάχα τα κυπαρίσσια των πεθαμένων τρυπούσαν τη συννεφιά. Τον τυραννούσαν σκέψεις γύρω από την ύπαρξη. Η ανάγκη της προσαρμογής εις τα του βίου. Είχε αρχίσει να βρέχει κι άστραφτε. Συλλογιζόταν: «Ποια είναι η τιμωρία του κεραυνού;». Μια δυνατή βροχή μπορεί να καταστρέψει τους μόχθους της γεωργίας. Η πλημμύρα μπορεί να μας παρασύρει όλους στα υπόγεια δώματα. Του ήρθε στο νου η καταδίκη μιας ράτσας, που χάνει τους δεσμούς της με προγόνους και απογόνους. Μήπως δεν είχε συμβεί στους πρώτους αποίκους της Γροιλανδίας, που ευημερούσαν στα εύφορα λιβάδια της, να εξαφανισθούν, όταν από τον Πόλο οι παγετώνες κατέβηκαν και την κάλυψαν; Του γεννήθηκε το αίσθημα μιας καταστροφής και παντελούς εξαφάνισης.

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, «Επιστροφή»Μητέρα Θεσσαλονίκη, Κέδρος, Αθήνα 19874, σ. 44-46.