Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

1

[…]

Με τα υπολείμματα της πατρικής κληρονομιάς και ολόκληρη την μητρική, ο Αλέξης επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη. Αγόρασε ένα παλιό σπίτι με μεγάλη αυλή, που εφαπτόταν στο δάσος του Σέιχ-Σου, και μία ολοκαίνουργη Πόρσε 911. Το ταλέντο του στην οικονομία διέπρεπε ξανά, με την αγορά ενός αυτοκινήτου που του κόστισε όσο το σπίτι! […]

2

Εκείνη η πρώτη συνάντηση είχε γίνει στην νέα έδρα του εκδότη. Σ’ ένα επιμελώς ανακαινισμένο παραδοσιακό της Άνω Πόλης, κοντά στον ναό του Όσιου Δαυίδ.

Με τον φάκελο δύο καλών εκτυπώσεων του βιβλίου του υπό μάλης, γνώρισε πρώτα έναν υποδιευθυντή με φουλάρι, φαβορίτες και γυαλιά –κάποιον Τάκη Χατζή– κι έπειτα ξεναγήθηκε από έναν χαμογελαστό Πάνο Παναγιώτου στον κυρίως χώρο των γραφείων. Θαύμασε μια ευμεγέθη αίθουσα εκδηλώσεων, με φανερά τα ξύλινα ζευκτά στην οροφή, ατέλειωτες σειρές ραφιών με εκδόσεις της Σ.Π.Ε.Σ. στους τοίχους, τέσσερα ξύλινα υποστυλώματα στο κέντρο και τζαμόπορτες που ένωναν την αίθουσα μ’ ένα μικρό αίθριο, για καλοκαιρινές παρουσιάσεις βιβλίων ή αναγνώσεις ποιημάτων. Τέλος ευχαρίστησε μια ψηλή γραμματέα με κότσο και ιδιαίτερα σεμνό ντύσιμο, την οποία κάλεσε ο Παναγιώτου να παραλάβει τον φάκελό του, κι αποδέχτηκε την πρόσκληση «ενός απογευματινού ποτού στη βεράντα».

Μόνο που δεν επρόκειτο για κάποια βεράντα στους χώρους της Σ.Π.Ε.Σ. Ο ιδρυτής και διευθυντής της τον καλούσε στην βεράντα του σπιτιού του.

«Έχεις αυτοκίνητο;» ρώτησε τον Αλέξη στον ενικό της άμεσης οικειότητας, που του επέτρεπαν η ηλικία και η θέση του.

«Ναι και στάθηκα τυχερός. Κατάφερα να παρκάρω στο διπλανό στενό».

«Αυτό είναι το μόνο πρόβλημα των χώρων μας», παραδέχτηκε ο προσηνής εκδότης, «η δυσκολία να παρκάρεις εδώ γύρω. Όποτε υπάρχει εκδήλωση με πολύ κόσμο, οι καλεσμένοι ψάχνουν πού ν’ αφήσουν τα αυτοκίνητά τους. Έχουμε βέβαια γκαράζ με είσοδο από το διπλανό στενό, αν πρόσεξες, κι εσωτερική πόρτα που βγάζει στην αίθουσα εκδηλώσεων, μα χωράει μόνο ένα αμάξι –το δικό μου! Ίσως ακούγομαι αυταρχικός, αλλ’ έχω φτύσει αίμα για να γίνει αυτός ο τόσο ωραίος χώρος γραφείων και να φύγουμε από τον μεσώροφο όπου στεγαζόμασταν παλιότερα…».

Ο Αλέξης δεν έκανε κανένα σχόλιο. Ακολούθησε με την Πόρσε του την μαύρη, κλασική αλλά σαφώς φτηνότερη Μερσεντές, που ο «κύριος ΣΠΕΣ» έβγαλε από το ενσωματωμένο στα γραφεία γκαράζ. Η διαδρομή ήταν αρκετά σύντομη. Ως την οδό Αγράφων, στο Επταπύργιο. Πάρκαρε πίσω από την Μερσεντές, στην μεριά του βυζαντινού τείχους, κι έμεινε πάλι να θαυμάζει μια εντυπωσιακή αρχιτεκτονική νεο-παραδοσιακού στυλ. Μπορεί η Πόρσε του να υπερείχε της Μερσεντές, μα το σπιτάκι του στον Άγιο Παύλο, παρά την μεγάλη αυλή, ήταν πολύ ταπεινό απέναντι στο παλατάκι που διέθετε ο Πάνος Παναγιώτου.

Αετώματα στις όψεις, ξύλινα κουφώματα, τεράστιο εσωτερικό κλιμακοστάσιο ανάμεσα στα δύο επίπεδα ενός σαλονιού, ιδεώδους για κοσμικές εκδηλώσεις, και μια βεράντα διαμορφωμένη έτσι που από την μια μεριά να βλέπει την βόρεια επέκταση της πόλης κι από την άλλη όλη την κεντρική Θεσσαλονίκη και τον Θερμαϊκό κόλπο. Ακόμα πιο εντυπωσιακή όμως αποδείχτηκε η νέα κυρία Παναγιώτου, η Μάγδα, όταν έκανε την εμφάνισή της στην βεράντα.

Ήταν απίστευτα νέα, σε σχέση με την ηλικία του συζύγου της, και με μια ομορφιά από εκείνες που κόβουν την ανάσα. […]

Ακολούθησαν μερικές τυπικές όσο και άτακτες κουβέντες. Για τις προτιμήσεις τους σε ποτά, για την παλιά γνωριμία του Παναγιώτου με την Δασκαλάκη καθώς και άλλους απ’ το Α.Π.Θ. ή για τον Μάιο με τις αλλεπάλληλες βροχές, που εμπόδιζαν την άνοιξη να φανεί, και για την ωραία θέα της βεράντας.

«Τι νόημα έχει να είσαι κάτοικος μιας πόλης», αποφάνθηκε με κάποιο στόμφο ο εκδότης, «αν η διαμονή και η εργασία σου δεν βρίσκονται στα πιο χαρακτηριστικά σημεία της. Το βιβλιοπωλείο της ΣΠΕΣ, όπως θα ξέρεις Αλέξη, είναι στην καρδιά της Αριστοτέλους, εκεί όπου ήταν το τυπογραφείο του πρώην πεθερού μου• τα γραφεία, όπως είδες, είναι στην καρδιά της Άνω Πόλης• και το σπίτι, στο ψηλότερο όριο του τείχους… Τα καλοκαίρια, όταν η Μάγδα κι εγώ δεν ταξιδεύουμε με το μικρό μου σκάφος, περνάμε ώρες στη βεράντα, διαβάζοντας ή ακούγοντας μουσική. Η Μάγδα είναι ερωτευμένη με το σπίτι. Σπανίως βγαίνει. Παράτησε όλες τις παλιές της παρέες. Γι’ αυτό φέρνω συχνά γνωστούς συγγραφείς, οργανώνω γιορτές ή, όπως τις προάλλες με τα παιδιά ενός θιάσου που γνωρίζει ο Τάκης ο Χατζής, προσφέρω το σαλόνι μας για μικρές θεατρικές παραστάσεις και καλούμε φίλους, να τις χαρούμε όλοι μαζί! Οι παραστάσεις σε σπίτια αρχίζουν να γίνονται μόδα, ξέρεις».

Ο Αλέξης ομολόγησε ότι δεν ήξερε. Ήξερε πως κάτι τέτοιο συνηθιζόταν στα ρωμαϊκά και τα πρωτοχριστιανικά αρχοντικά, σε γάμους και γιορτινές επετείους, μα δεν θέλησε να προχωρήσει στην σύγκριση εκείνων των εποχών με την σύγχρονη. Αναρωτήθηκε μόνο σε πόσα «καλοκαίρια» μπορούσε να αναφέρεται ο οικοδεσπότης. Αν ήταν περισσότερα από δύο ή τρία, τι ηλικία είχε η Μάγδα όταν την παντρευόταν; Το λούστρο των ξύλων έδειχνε πρόσφατη κατασκευή.

[…]

Πριν συνεχίσει, ο «κύριος ΣΠΕΣ» έδειξε το γοητευτικό του χαμόγελο στην ωραία του σύζυγο και τίναξε νευρικά το σαγόνι του, στρεφόμενος στον Αλέξη.

«Να, δείτε όλη την πόλη, ίσια κάτω», είπε μετά. «Τι βλέπετε; Μια ρυμοτομία χωριού, με πολυώροφα κτίσματα πόλης. Μπορεί η Θεσσαλονίκη να ήταν πόλη, τα πρώτα χίλια οκτακόσια χρόνια της ιστορίας της. Τα τελευταία πεντακόσια, όμως, έγινε χωριό. Ιδίως τα τελευταία πενήντα, έγινε κάτι σαν συνένωση χωριών, με την πάνω Θεσσαλονίκη, τη θαλασσινή Θεσσαλονίκη, τους όμορους δήμους σε δύση ή ανατολή και τις αγροικίες του Πανοράματος ή του Ωραιοκάστρου… Παρ’ όλ’ αυτά, ακούς απ’ όλους μια διαρκή νοσταλγία για χωριά των παππούδων, με παραδοσιακά γλέντια, ή για αλάνες της εποχής των πατεράδων, με παραδοσιακές συγκρούσεις κάθε γειτονιάς στον πετροπόλεμο και στις ερασιτεχνικές ομάδες ποδοσφαίρου… Ως και η λογοτεχνία μας δεν είναι παρά νοσταλγία ενός ειδυλλιακού, αγροτικού βίου, από ανθρώπους που θα ’λεγες ότι τους υποχρέωσε να μαζευτούν στις πόλεις κάποιο τυραννικό καθεστώς…»

«Εσείς, κύριε Αλέξη, ασχολείστε με τη λογοτεχνία;»

Η ερώτηση της νεαρής συζύγου αιφνιδίασε και τους δύο. Ο Αλέξης μπόρεσε δικαιολογημένα να στραφεί ξανά προς το μέρος της, απολαμβάνοντας την καλύτερη θέα απ’ όλες –την θέα της ομορφιάς της. […]

4

Υπήρχαν άφθονες ειδήσεις από την Σ.Π.Ε.Σ. την επομένη, όχι μόνο για τον Αλέξη μα για τους πάντες. Τις πρώτες, τις έμαθε πρωί πρωί στο μικρό μπακάλικο της γειτονιάς του, όπου κατηφόρισε να αγοράσει καφέ.

Σκεπτόταν να πάρει καφέ επιστρέφοντας από την φωτογράφιση. Μα ήταν τόσο προβληματισμένος με το τι να εννοούσε ο εκδότης, μετά την συνάντησή τους στο βιβλιοπωλείο, που το ξέχασε. Έτσι αναγκάστηκε να κάνει κάτι που μισούσε: να ντυθεί αμέσως μόλις σηκώθηκε και να διανύσει τα κάπου διακόσια μέτρα κατηφόρας ως το λιλιπούτειο πρατήριο, κοντά στην στάση του λεωφορείου των Χιλίων Δένδρων, όπως είχε μεταβαπτιστεί το Σέιχ-Σου. Κάποια ανοιξιάτικα μεσημέρια έκανε την διαδρομή σαν γυμναστική. Η απότομη ανηφόρα της επιστροφής αποτελούσε καλή δοκιμασία. Τόσο πρωί, η γυμναστική ήταν δυσάρεστη.

Μπήκε στο μπακάλικο κακόκεφος. Πέτυχε έναν κύριο γύρω στα εξηνταπέντε, με αξύριστα άσπρα γένια κι ένα σωρό κονσέρβες για γάτες στο καλάθι του, ο οποίος περίμενε να πληρώσει, και μια ευτραφή κυρία που ήδη πλήρωνε τα δικά της ψώνια. Άρπαξε στα γρήγορα τον καφέ που ήθελε και βρέθηκε πίσω τους. Ώσπου να αθροίσει τις τιμές των γατοτροφών ο νεαρός μπακάλης, η κυρία ανέκοψε την αναχώρησή της, για να πληροφορήσει πελάτες και μαγαζάτορα.

«Θα το μάθατε, βέβαια. Το λέει απ’ το πρωί η τηλεόραση. Γι’ αυτό μιλάνε κάθε τόσο, και για τη μεγάλη γιορτή του ποδοσφαίρου –αυτό το Γιούρο– που αρχίζει το Σάββατο. Κάηκε ένα κέντρο στην πάνω πόλη χθες, λένε, κι έχει και δυο νεκρούς. Μα δε χρειαζόταν να το πει η τηλεόραση. Άκουγα τις σειρήνες της πυροσβεστικής μέσα στη νύχτα και, ξημερώματα, ο αέρας έφερε ως εμάς τη μυρωδιά του καμένου. Τη νιώσατε;»

«Δυστυχώς, δεν τα πάω πια τόσο καλά ούτε με αυτιά ούτε με μύτη», δήλωσε ο γατόφιλος, «μα λυπάμαι που ακούω για νεκρούς. Τίποτε νέοι, που διασκέδαζαν στο κέντρο;»

«Α, δεν ήταν τέτοιο κέντρο. Αλλιώς το είπανε να δείτε…»

Όσο η πελάτισσα αγωνιζόταν να θυμηθεί, ο μπακάλης έδειξε καλύτερη ενημέρωση.

«Κέντρο εκδόσεων ή κάτι τέτοιο είπαν πως ήτανε κυρία Τάσα», εξήγησε ενώ πληρωνόταν για τις κονσέρβες. «Ένα παλιό αρχοντικό, στον Όσιο Δαυίδ. Κάηκε μαζί με δυο υπαλλήλους που βρίσκονταν ακόμα μέσα, ώσπου να φτάσει η πυροσβεστική από τα στενά. Κινδύνεψε και το μνημείο, είπαν, αλλ’ η φωτιά δεν έφτασε ως εκεί… Τέσσερα ευρώ και τριάντα λεπτά.»

Το ποσό ήταν για τον καφέ, που ο Αλέξης είχε ακουμπήσει δίπλα στο ταμείο. Έκπληκτος από την είδηση, χρειάστηκε ένα δυο λεπτά ώσπου να το καταλάβει. Πλήρωσε μηχανικά, ενώ σκεπτόταν πως το καμένο «κέντρο εκδόσεων ή κάτι τέτοιο» δεν μπορεί παρά να ήταν τα γραφεία της Σ.Π.Ε.Σ. –εκεί όπου είχε πρωτογνωριστεί με τον εκδότη, λίγο πριν προσκληθεί και στην βεράντα του σπιτιού του.

Μέσα στις απώλειες της φωτιάς θα ήταν, ίσως, και το υπό κρίση βιβλίο του. Κανένα πρόβλημα. Διέθετε άλλο ένα αντίγραφο και όλο το κείμενο στην μνήμη του υπολογιστή του. Πραγματική απώλεια ήταν οι «δύο υπάλληλοι». Ποιοι άραγε; Τους είχε γνωρίσει στην ξενάγηση που του έκανε ο Παναγιώτου;

Πέτρος Μαρτινίδης, Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σ. 20, 22-24, 25-26, 26-27, 32-34.