Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τετάρτη 30 Αυγούστου

[…]

Η Θεσσαλονίκη απλώθηκε σε μήκος και σε πλάτος. Κι ενώ ήταν μια πόλη γεμάτη άκομψες πολυκατοικίες και παράγκες, ήρθε η δικτατορία και μαζί ο Τομ Πάπας με τα φιλόδοξα σχέδιά του. Άρχισαν οι απαλλοτριώσεις εκτάσεων, το γκρέμισμα παλαιών κτισμάτων, το χτίσιμο εργοστασίων, η κατασκευή του λιμανιού. Τα έργα φέρανε καινούργιο κόσμο και σύντομα οι φτωχοί αγρότες γίνανε αστοί. Τα έργα έφεραν λεφτά, τα λεφτά τις διασκεδάσεις, οι διασκεδάσεις την εγκληματικότητα. Κάποιοι τότε είπαν πως η Ελλάδα απέκτησε το Αμβούργο της. Η Θεσσαλονίκη γέμισε σκυλάδικα κι έχασε τη ραθυμία και την εικόνα μιας πόλης με παραδοσιακή κουλτούρα. Οι νεόπλουτοι και οι σκυλόβιοι κατέστρεψαν τη σαγήνη της. Δεν έγινε, βέβαια, χειρότερη από την Αθήνα, αλλά έχασε βαθμιαία τον χαρακτήρα της. Η ειδυλλιακή πολιτεία εξαφανίστηκε για πάντα. Ακόμα και η γραφική Άνω Πόλη, η Πλάκα, ας πούμε, της Θεσσαλονίκης, έχασε το χρώμα της. […]

Μετά από έναν χρόνο και κάτι, αρχές Νοεμβρίου

1

Το κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης είχε τελειώσει. Το πλήθος των δημοσιογράφων, ηθοποιών, παραγωγών και κινηματογραφόφιλων που είχε εισρεύσει στην πόλη απ’ όλα τα σημεία της χώρας αραίωνε σιγά σιγά. Τα ξενοδοχεία άδειαζαν από τους επισκέπτες, όπως και τα ζαχαροπλαστεία, οι καφετέριες, τα μπαρ και τα φαγάδικα. Η πόλη ξανάβρισκε το ρυθμό της, το ίδιο κι οι κάτοικοί της, που με το φεστιβάλ είχαν βρει θέματα συζήτησης. Όχι μόνο για βραβεία που δόθηκαν δικαίως ή αδίκως, μα και για τα παραλειπόμενα, τα οποία ήταν αρκούντως ενδιαφέροντα: ερωτικά και άλλα κουτσομπολιά.

Δύο μέρες μετά την απονομή των βραβείων, σ’ ένα ταβερνάκι της Άνω Πόλης κάθονταν μερικές παρέες Αθηναίων με Θεσσαλονικείς φίλους τους. Ανάμεσά τους, σε χωριστά τραπέζια βρίσκονταν αρκετοί κριτικοί: ο Ηλίας Κανέλλης, ο Δημήτρης Χαρίτος, η Ελένη Μάρα, ο Δημήτρης Δανίκας, ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης, ο Κώστας Τερζής, η Σώτη Τριανταφύλλου. Στο βάθος του μαγαζιού, σε σημείο αθέατο από την είσοδο, καθόνταν ο Τηλέμαχος Λεοντάρης και ο Φίλιππος Φιλίππου, με θέα, μεταξύ άλλων, στο διπλανό τραπέζι, όπου κάτι γκομενάκια γουργούριζαν σαν περιστέρες.

«Λοιπόν, τι να την κάνω την ιστορία σου;» ρώτησε κάποια στιγμή ο συγγραφέας. «Αστυνομικό ή ερωτικό μυθιστόρημα;»

«Κάν’ την ό,τι σου καπνίσει. Από δω και πέρα είναι δική σου, σου τη χαρίζω», είπε ο Λεοντάρης.

Ο συγγραφέας έριξε μια γρήγορη ματιά στο περιεχόμενο του τραπεζιού τους με το λινό χρωματιστό τραπεζομάντηλο. Όλα τα αγαθά του ελληνικού γαστριμαργικού παράδεισου απείχαν ελάχιστα εκατοστά από την ακτίνα δράσης των χεριών του: κοκορέτσι, γαρδούμπα, τζατζίκι, σαγανάκι, τυροκεφτέδες, πατατοκεφτέδες, πατάτες τηγανητές, σπεντζοφάι και η απαραίτητη χωριάτικη σαλάτα. Μια γυάλινη κανάτα με κόκκινο κρασί κόντευε να τελειώσει. Τελικά, καμάκωσε με το πιρούνι του ένα κομμάτι ζεστό κοκορέτσι.

«Με προβληματίζει ως ήρωας αστυνομικού μυθιστορήματος ο Άνθιμος, ο ηθοποιός. Σε μια σχολή συγγραφέων δι’ αλληλογραφίας στην Αθήνα –υπάρχουν και τέτοια φρούτα– διδάσκουν ότι, για να είναι αληθοφανές ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, πρέπει ο δολοφόνος να μην είναι ψυχοπαθής».

[…]

Στο ταβερνάκι κατέφθασαν μερικοί λογοτέχνες της Αθήνας, που κάθισαν σε άλλο τραπέζι: ο Γιάννης Πατίλης, η Έλσα Λιαροπούλου, ο Βασίλης Ιωακείμ, ο Σωτήρης Δημητρίου, ο Τάσος Καπερνάρος. Ο συγγραφέας τους χαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλιού κι εκείνοι ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό.

[…]

2

Οι δύο φίλοι συνέχισαν το φαγητό τους, ρίχνοντας ματιές ολόγυρά τους. Απορροφημένοι καθώς ήταν, δεν τους ενδιέφεραν τα πρόσωπα που βρίσκονταν στο μαγαζί, ούτε καν οι ωραίες κοπέλες. Αυτό που προείχε ήταν η ιστορία και το μυθιστόρημα που έπρεπε να γραφτεί για να τέρψει κάποιες χιλιάδες αναγνωστών.

[…]

3

Είχε βραδιάσει, τα φώτα της Άνω Πόλης άναβαν το ένα μετά το άλλο. Οι σερβιτόροι στο ταβερνάκι δεν προλάβαιναν να παίρνουν παραγγελίες. Ο Λεοντάρης ξαναγέμισε το ποτήρι του με κρασί κάνοντας το ίδιο και μ’ εκείνο του συγγραφέα, ο οποίος είχε σταματήσει τις ερωτήσεις. Στα άλλα τραπέζια συζητούσαν μεγαλόφωνα και μάλλον διαφωνούσαν – ο Ηλίας Κανέλλης εξέφραζε τις αντιρρήσεις του για τις αρετές του έργου του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Ξαφνικά από την οδό Ακροπόλεως πέρασε μια μοτοσικλέτα μ’ ένα ναύτη που δεν φορούσε κράνος αλλά πηλήκιο. Στη θέση του συνοδηγού καθόταν μια ξανθιά γυναίκα, αγέρωχη, περήφανη, απρόσιτη. Τα μαλλιά της ανέμιζαν, το ίδιο και η κόκκινη φούστα της, που αποκάλυπτε τα μακριά, αγαλματένια πόδια της έως ψηλά τους γοφούς.

[…]

Ο συγγραφέας, που είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό στη θέα της δυναμικής καβαλάρισσας, σφύριξε θαυμαστικά. Μόλις η μοτοσικλέτα χάθηκε από το οπτικό του πεδίο, σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε σ’ ένα σημείο απ’ όπου μπορούσε να βλέπει πανοραμικά την Κάτω Πόλη. Ο φωταγωγημένος Λευκός Πύργος δέσποζε στην παραλία και του χρησίμευε για να προσανατολίζεται. Βρήκε με το βλέμμα την Εγνατία, την Τσιμισκή, την πλατεία Αριστοτέλους, τη Ροτόντα. Κάποια στιγμή θυμήθηκε τη Νυχτερίδα του Τσίρκα και το τέλος του βιβλίου, όπου μερικοί ήρωες της ιστορίας μαζεύτηκαν στην Άνω Πόλη πίνοντας κρασί κι αγναντεύοντας τις φυλακές του Επταπυργίου. Επέστρεψε σύντομα στο τραπέζι του και κατέβασε την τελευταία γουλιά από το ποτήρι του.

[…]

«Τελικά, είναι ερωτική η Θεσσαλονίκη;» ρώτησε μειδιώντας ο συγγραφέας.

«Ας το κρίνουν οι αναγνώστες σου», απάντησε ο Λεοντάρης. «Εγώ λέω ότι είναι ώρα να πηγαίνουμε, αρκετά φλυαρήσαμε».

«Πάμε να περπατήσουμε στην παραλία», είπε ο συγγραφέας. «Τελευταία μας νύχτα απόψε εδώ. Αύριο την κοπανάμε για την Αθήνα. Αντίο, Θεσσαλονίκη!»

Φίλιππος Φιλίππου, Αντίο, Θεσσαλονίκη, Πόλις, Αθήνα 1999, σ. 123, 273-274, 275, 276, 279, 279, 286.