Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Μικρός, πολλές φορές τέντωνα τα λάστιχα της σαΐτας μου δοκιμάζοντάς τα, ας πούμε ο χαρούμενος χρόνος της ζωής μου, ο ελάχιστος, μεγαλύτερος να γίνει, πιο πολύς ακόμη, να ’χω περισσότερη χαρά. Τα λάστιχα του χρόνου όμως ήσαν τετράγωνα, συμπαγή και δύσκαμπτα, δεν μαλάκωναν με τίποτα, μαύρα.

Κάτι τέτοιο συνέβαινε με το εξάμηνο της Σαλονίκης — μικρό παιδί ακόμα ήμουν, πάλι ο χρόνος εκείνος άκαρδος, χοντρό λάστιχο, σκληρό και μαύρο.

Όταν λοιπόν τα δύο αγαπημένα αδέρφια, ο Χρήστος κι ο Θόδωρος, βγήκαν από το καράβι, προτού ανέβουν στο χωριό και στους δικούς τους, με κάποια υπόλοιπα χρήματα αγόρασαν ένα παλιό τούρκικο σπίτι, κολλημένο στα τείχη του κάστρου, εξημισείας.

Γύριζαν από την Αμέρικα, αγόρασαν το σπίτι «να βρίσκεται», όπως είπαν. Λίγο μετά ο Χρήστος παντρεύτηκε την τέτα Βάσα, ξαδέρφη της μητέρας μου, κι ο Θόδωρος, ο άλλος αδερφός, παντρεύτηκε την τέτα Ρίνκα, αδερφή του πατέρα.

Ο πρώτος γέννησε τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια δυο κορίτσια• ο δεύτερος τρία, ένα κορίτσι και δύο αγόρια.

Όσο ήσαν ακόμη στο χωριό, άρρωστος ο Θόδωρος, ο Χρήστος ήταν εκείνος που κατέβηκε, πριν από το σαράντα, βιαστικός στη Σαλονίκη, εκεί να μεγαλώσει τα παιδιά, εκεί να ζήσουν. Έφτασαν λοιπόν στην πόλη, εγκαταστάθηκαν στο σπίτι εκείνο που βρίσκονταν, Ολυμπιάδος 13Α, ο θείος Χρήστος, η τέτα Βάσα, ο Αντώνης, η Θεοπίστη, ο Αναστάσης και η Μαρίκα.

Πέρασαν τα χρόνια, πέθαναν τα δύο αδέρφια κοντά κοντά. Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, μόλις έμπαινε το καλοκαίρι του ’47, η τέτα Ρίνκα δυο φορές καμένη στο χωριό, χήρα κι αυτή, θυμήθηκε το σπίτι, το εξημισείας. Αρχικά γκρίνιασεν η συνυφάδα της μα τη δέχτηκε στο μικρότερο κάτω μέρος του σπιτιού, εκείνην και τα τρία παιδιά της, τη Χρυσή που ήταν ήδη παντρεμένη, τον Τάση και τον Νάση, να συγκατοικήσουν. Εκεί λοιπόν, στη Σαλονίκη, στενόχωρα και μ’ έναν εξωτερικό κοινόν απόπατο η τέτα Ρίνκα ζούσε• το εξημισείας σπίτι όλο κι όλο μια κουζίνα με μασίνα, ένα τραπέζι και προς το εσωτερικό παράθυρο ένας σοφράς σπασμένος στα δύο. Στο στενόμακρο χολ ένα ντιβάνι. Το μοναδικό δωμάτιο είχε μια ντουλάπα με τα ρούχα και τα κιλίμια, ένα κρεβάτι, στρωσίδια κάτω• κουζίνα και δωμάτιο κολλημένα στα ασουβάδιστα τείχη (η τέτα Βάσα επάνω, μ’ ένα δωμάτιο περισσότερο, ήταν καλύτερα, πολύ καλύτερα).

Εκεί λοιπόν, στο σπίτι της Ολυμπιάδος 13Α, μ’ έστειλε ο πατέρας, αρχές του δεύτερου εξαμήνου, ’48 προς ’49, να πάω στην αδερφή του, στην τέτα Ρίνκα, να βγάλω τη χρονιά στο Γυμνάσιο. (Ο Εμφύλιος ήταν στην κορύφωσή του, μαύρα και σκοτεινά μερόνυχτα εφόβιζαν τους πάντες).

Κατέβηκα στη Σαλονίκη και στριμώχτηκα, στο κάτω μέρος του σπιτιού, μαζί με τους άλλους. Στο σχολείο, συνήθως, πήγαινα το απόγευμα, είχα καιρό το πρωί να βοηθάω την Τέτα στα ψώνια, περνούσαμε την πλατεία της λαχαναγοράς και κατεβαίναμε στην ψαραγορά, του Βαρδάρη, να πάρουμε τα μικρά φτωχά ψάρια. Εύκολος ο δρόμος στον κατήφορο, η Κάλβου, η Αγίου Δημητρίου, τα σοκάκια με τα καπνομάγαζα, η βουερή πλατεία, τέλος, με τ’ αμέτρητα καλούδια, μα στον ανήφορο φορτωμένοι χάναμε συχνά τον δρόμο της επιστροφής κι αργούσαμε. Σημείο αναφοράς η αλάνα της λαχαναγοράς, όπως και ο χώρος με τα πεύκα, μπροστά και μετά την Αγίου Δημητρίου, στο Διοικητήριο, ήσαν τόποι για τα παιχνίδια με τον φίλο Βαγγέλη, γιο του γειτονικού μπακάλη, κολλητόν μου. Το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο της λαχαναγοράς ήταν κιόλας εγκαταλειμμένο, είχε μετακομίσει στην Κολόμβου• έτσι, από τις αφύλαχτες πλέον πόρτες της μπαινοβγαίναμε εμείς, όλα τα παιδιά της γειτονιάς, παίζοντας.

Περνούσε ο καιρός, πού χρόνος για διάβασμα, όταν επέστρεψα στο σπιτικό της μάνας μου, μόνο σ’ ένα μάθημα είχα μεγαλύτερο βαθμό, όλα τ’ άλλα γκρεμισμένα κάτω. Η ατμόσφαιρα δεν ήταν χαρωπή, σφιγμένοι οι άνθρωποι, όμως καλύτερα από κει που ροβόλησα, κοντά εκεί τα βουνά και οι μάχες, εκεί ακούγονταν μέρα-νύχτα οι κρότοι των όπλων, μικρών μεγάλων, και μας πάγωναν. Εδώ, στη Σαλονίκη, συγκεκριμένα στις εκβολές των οδών Κασσάνδρου και Στρατηγού Δουμπιώτου, δυτικά βαδίζοντας, ο κόσμος πήγαινε στις δουλειές του κάτι πιο χαλαρά. (Εκτός από κάποια Τμήματα Μεταγωγών στην περιοχή, που δραστηριοποιούνταν στα μαύρα χαράματα — καημένη Μίτσα!)

Δυο σπίτια πιο κάτω από το σπίτι των συγγενών μου, σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα παλικάρια, όλα στρατεύσιμα, από τα Βοδενά και τα Βέροια, ο Τάκης, ο Βαγγέλης, ο Θωμάς κι ο Χρηστάκος, σταλμένοι εκεί από τους γονείς τους, μήπως και γλιτώσουν τις ένοπλες συγκρούσεις του Εμφυλίου, ο καθένας για διαφορετικό λόγο. Σχεδόν κρυμμένοι στο νοικιασμένο δωμάτιο, σπάνια έβγαιναν έξω, γνωστοί με τα ξαδέρφια μου, τρύπωνα κι εγώ ανάμεσά τους μαθαίνοντας, θέλοντας και μη, τα νέα των ημερών. Όταν τέλειωναν τις κουβέντες, ο Τάκης από τα Βέροια, ο μεγαλύτερος στην ηλικία, έπαιρνε την κιθάρα από τον τοίχο και χάιδευε τις χορδές.

Πώς πονώ και θρηνώ και κάθε βράδυ
σαν μεθάω στους δρόμους γυρνώ.

Τα θερμά τα φιλιά, τα τόσα χάδια γύρνα πάλι στην πρώτη φωλιά. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Γλυκιά μου αγάπη γύρνα ξανά σαν και πρώτα στην έρμη φωλιά!

Φθαρμένο τανγκό, τραγουδάκι της εποχής θαρρείς ξένο, δεν το ξανάκουσα. Μας μαλάκωνε, κυρίως τα βράδια της Κυριακής, όταν η πλατεία της λαχαναγοράς βούλιαζε στο σκοτάδι, σχεδόν χωρίς φως. Ένας στύλος μόνο, με μια λάμπα εξηντάρα θα ’ταν, κοντά στις προσφυγικές παράγκες, στην αρχή της Ολυμπιάδος, ο άλλος στύλος μπροστά στο καφέ μαγαζάκι του Ψύλλα προς την Αγία Αικατερίνη κι ο άλλος αντίθετα και διαγώνια προς την κατηφόρα της Κάλβου, λίγο πριν ανταμώσει την ισιάδα των τελευταίων μέτρων τ’ Αγίου Δημητρίου. Μακριά, ο ένας από τον άλλον, οι στύλοι, σχεδόν ανύπαρκτοι, η πλατεία γύρω γύρω στον μαύρο χρόνο της νύχτας.

Τότε ήταν που ακούγονταν, κάθε νύχτα, οι χαμηλές φωνές από την απέναντι πλευρά του δρόμου με τις προσφυγικές παράγκες. Κάποιες χαροκαμένες, λέγανε, προσφυγομάνες κατοικούσαν εκεί. Ρωτούσα την Τέτα γιατί οι γυναίκες εκείνες έκλαιγαν μόλις σουρούπωνε και η θεια μου δεν απαντούσε. Μην ανακατεύεσαι, μη ρωτάς, μου έλεγε. Ρωτούσα και την κυρά Θωμαή, τη γειτόνισσα, τη φίλη της τέτας Βάσας, γιατί κυρα-Θωμαή κλαίνε κάθε νύχτα οι γυναίκες στις παράγκες. Πάψε, μου είπε και κείνη φοβίζοντάς με πιο πολύ, μικρός είσαι, δεν κάνει.

Όμως λίγο αργότερα έμαθα.

Ένα από τα παιδιά που ζούσαν στις παράγκες ήταν ανακατεμένο με τις αντιστασιακές ομάδες, τη μέρα δούλευε στα καπνομάγαζα, πιο κάτω, τη νύχτα μοίραζε προκηρύξεις, έγραφε συνθήματα στους τοίχους, τολμηρός, τελείωνε δύσκολες υποθέσεις. Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, δεν πήγε πολύς καιρός, οργίαζαν οι παρακρατικοί, πάλι• αρχές του ’47, μια νύχτα μπουκάρανε στο σπιτικό του, τον πήραν, πήραν και άλλα τρία παλικάρια από τις διπλανές παράγκες δίχως λόγο εκείνους, και όλους μαζί, έξω από τα τείχη, τους εκτέλεσαν.

Τους βρήκαν το πρωί περαστικοί, ειδοποίησαν τα σπίτια τους, οδυρμός. Μαύρισαν οι παράγκες, με τα μοιρολόγια. Στα μαύρα οι μάνες κλαίγανε, πνιχτά στο φως της ημέρας, οι γόοι τις νύχτες. Ένα μαύρο σύννεφο ξεκινούσε από κει και ξαναγύριζε πίσω, πάνω στις στέγες μας, στα παράθυρά μας, στις πόρτες που άνοιγαν προς τα σοκάκια. Ένα μούρμουρο αρχικά, συνεχόμενοι βόγκοι κατόπιν, κανένας θρήνος (ώρες ώρες) δεν έμοιαζε με τον προηγούμενο, λίγο λίγο το φαρμάκι πλημμύριζε τον αέρα. Που τον έκαμνε πνιχτόν, σκληρόν και μαύρο.

Σαν τα λάστιχα, τα συμπαγή και τα δύσκαμπτα, της δικής μου σαΐτας, που δεν άνοιγαν, δεν τέντωνε η χαρά τους με τίποτε.

Μάρκος Μέσκος, Νερό Καρκάγια, Ίκαρος, Αθήνα 2005, σ. 44-50.