Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΓεντί Κουλέ
Απόψε θα σας μιλήσω για το Γεντί Κουλέ, με βάση κάποια παιδικά μου βιώματα αλλά και κατοπινές μου εμπειρίες, που έμμεσα και σπανίως άμεσα με έφεραν κοντά στο μνημείο και ακόμη πιο κοντά στο κάτεργο.
1. Το 1943 ήμουν δώδεκα χρονώ. Είχα ήδη κινδυνεύσει να πεθάνω δύο φορές από πείνα, κι αν τελικά σώθηκα, αυτό το χρωστώ κυρίως στα συσσίτια των κατηχητικών. Εκεί γνωρίστηκα με ένα παιδί από το τρίτο γυμνάσιο, που το έλεγαν Σταύρο, και γίναμε φίλοι. Στο ίδιο συσσίτιο έτρωγε κι ο λίγο μεγαλύτερος φίλος μας Μίμης Μαρωνίτης, αρρώστησε όμως βαριά και δε μπορούσε να έρχεται και να τρώει. Τότε εγώ με τον Σταύρο αποφασίσαμε να πηγαίνουμε το φαΐ του Μίμη κάθε μέρα στο σπίτι του. Αυτό βάσταξε πάνω από χρόνο. Ξεκινούσαμε απ’ την πλατεία Αγίας Σοφίας, ανεβαίναμε την Αγίας Σοφίας και μετά την Ηροδότου, περνούσαμε τον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό και την πλατεία Καλλιθέας και βγαίναμε στην οδό Ιφικράτους 7, που ήταν το σπίτι του Μίμη, ένα φτωχικό τουρκόσπιτο με καφάσια. Το σπίτι αυτό ήταν λίγο πιο κάτω από τον πύργο του Τριγωνίου, που τότε ακόμα τον λέγαμε Εφταπύργιο, γιατί δεν ξέραμε πως Εφταπύργιο έλεγαν τις φυλακές του Γεντί Κουλέ, που βρίσκονταν ακόμα πιο πάνω.
Ο Σταύρος κάθονταν στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό, κοντά στους Αγίους Αναργύρους. Εγώ καθόμουν στην οδό Αγίου Δημητρίου και ανέβαινα όλη αυτή την ανηφόρα, για να κάνουμε παρέα. Αφού αφήναμε το φαΐ στο σπίτι του Μίμη, συνεχίζαμε το δρόμο μας ως το σπίτι του φίλου μου, όπου παίζαμε στην αυλή του. Το σπίτι ήταν σχεδόν κολλητό με το κάστρο, κι από τότε άρχισε να με κυριεύει η γοητεία των βυζαντινών τειχών.
Η ζωή στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό — εν μέρει παλιό τούρκικο κι εν μέρει προσφυγικό — δεν ήταν και τόσο ευχάριστη. Εντύπωση μου έκανε που, σε όλα τα σπίτια, αντί για τζάμια στα παράθυρα είχαν χαρτόνια. Ρώτησα να μάθω, και μου είπαν πως κάθε πρωί γίνονταν εκτελέσεις λίγο πιο πάνω απ’ τις φυλακές κι ότι απ’ τις ομοβροντίες τραντάζονταν τα σπίτια κι έσπαναν τα τζάμια. Οι άνθρωποι είχαν αγριέψει και τα νεύρα πολλών είχαν γίνει σμπαράλια. Άλλοι πάλι είχαν γίνει ταγματασφαλίτες που μαζεύονταν στο Κουλέ Καφέ, απ’ όπου φοβόσουνα ακόμη και να περάσεις. Η φρίκη των εκτελέσεων είχε επηρεάσει όλη την περιοχή. Έβρισκες σε πολλούς μια βαναυσότητα που δεν τη συναντούσες πουθενά αλλού. Τη βαναυσότητα αυτή την είδα και μέσα στο ίδιο το σπίτι του φίλου μου: ο αδελφός του, λίγο μεγαλύτερός μας και πρώιμο αντράκι, που όλη τη μέρα κάθονταν κάτω από ένα δέντρο κι έπαιζε μπουζούκι, ήταν τόσο θηριώδης, που έδερνε και τον φίλο μου αλλά και τους ίδιους τους γονείς του. Ίσως δεν ήταν μόνο θέμα χαρακτήρα• ίσως οφείλονταν και στην κτηνωδία που κυριαρχούσε στα πέριξ του Γεντί Κουλέ εκείνη την εποχή.
Αυτή υπήρξε η πρώτη και έμμεση γνωριμία μου με το Γεντί Κουλέ• η πρώτη φαρμακερή γεύση.
2. Το 1950-1951 έκανα παρέα με τη Λούλα Αναγνωστάκη και την ξαδέρφη της, Νατάσα Κασιμάτη. Η Λούλα τότε έγραφε ποιήματα και σενάρια, δεν ήταν όμως ακόμη γνωστή στους φιλολογικούς κύκλους. Αντίθετα, πολύ γνωστός ήταν ο αδελφός της, ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, που τον θαύμαζα πολύ απ’ τα ποιήματά του — είχε τυπώσει κιόλας το σημαντικότερο έργο του, τις «Εποχές», 1, 2 και 3 — αλλά δεν τον είχα γνωρίσει ακόμα. Και πώς να τον γνώριζα, αφού ήταν στη φυλακή; Είχε συλληφθεί ως επικίνδυνος κομμουνιστής, είχε αρνηθεί να αποκηρύξει την ιδεολογία του και είχε περάσει από στρατοδικείο, που τον καταδίκασε δις εις θάνατον. Τότε τον είχαν κλεισμένο στο Γεντί Κουλέ. Η οικογένειά του έκανε ό,τι μπορούσε για να τον σώσει, και για το σκοπό αυτό φαγώθηκε όλη η προίκα της Λούλας. Το 1950 είχα βγάλει την πρώτη μου ποιητική συλλογή «Εποχή των ισχνών αγελάδων» και η Λούλα βρήκε τον τρόπο να στείλει τα ποιήματά μου στον Μανόλη, στη φυλακή. Ο Μανόλης, με τον ίδιο τρόπο, κατάφερε να μου στείλει ένα γράμμα αλογόκριτο, ενθουσιασμένος από τα ποιήματά μου. Αυτό με συγκίνησε πολύ. Έτσι άρχισε μια «παράνομη» επαφή μου μαζί του, μέσω βέβαια της Λούλας — και να φανταστεί κανείς πως αυτό ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο και για τους τρεις μας• η λογοκρισία ήταν πιο άγρια για τους πολιτικούς κρατούμενος. Κι όμως η Λούλα τα κατάφερε μια χαρά, προφανώς λαδώνοντας κάποιους. Τέλος, το 1954, ύστερα από υπεράνθρωπες ενέργειες της οικογένειας, ο Αναγνωστάκης βγήκε από τη φυλακή, αφού δυο φορές μετατράπηκε η ποινή του, κι αμέσως έφυγε για σπουδές στη Σουηδία, απ’ όπου συνέχισε να μου στέλνει μερικές κάρτες. Έφυγε και η Λούλα στην Αθήνα, κι έτσι προσωρινά χαθήκαμε.
Αυτή ήταν η δεύτερη εμπειρία μου από το Γεντί, και μάλιστα αρκετά επικίνδυνη.
3. Πέρασαν χρόνια. Το 1968, επί χούντας, έτυχε να έχω έναν φίλο, που ως ποινικός κρατούμενος, δοκίμασε κι αυτός τη γλύκα της φυλακής. Του συμπαραστάθηκα όσο μπορούσα, οκτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν ήταν κλεισμένος στις Νέες Φυλακές, μου έστειλε μερικούς στίχους του και με παρακάλεσε να τους μελοποιήσω. Αμέσως τους μελοποίησα και τα βράδια τριγυρνούσα στην Κασσάνδρου τραγουδώντας το τραγούδι μας, κι ο φίλος με άκουγε από μέσα και έπαιρνε κουράγιο. Στις Νέες Φυλακές τα πράγματα ήταν κάπως πιο μπόσικα, και μου επιτρέπονταν να τον επισκέπτομαι. Όταν όμως τον πήγαν στο Γεντί Κουλέ, εκεί τα βρήκαμε μπαστούνια. Τότε συνεννοήθηκα με τη μητέρα του (ο πατέρας του δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει γι’ αυτόν) και πήραμε σημείωμα απ’ τον εισαγγελέα, κι έτσι μπόρεσα και πάλι να τον επισκέπτομαι.
Στο Γεντί Κουλέ, η πρώτη μου επίσκεψη ήταν συγκλονιστική. Έρευνα στις σακούλες με τα τρόφιμα, ανακρίσεις («ποιος είσαι και τι τον έχεις»), κλίμα καχυποψίας και χαφιεδισμού, μαζί με ηθικολογίες και επιτιμήσεις («αφού είστε συγγενείς, πώς τον αφήσατε να γίνει κλέφτης») κτλ. Ακόμη χειρότερο απ’ τους ανθρώπους ήταν το περιβάλλον. Το βαρύ μεσαιωνικό κάτεργο, με τις αλλεπάλληλες βαριές σιδερένιες πόρτες, οι σκοτεινοί φύλακες με τα «μελιτζανιά», οι διαδοχικές εξευτελίσεις μέχρι να δεις τον άνθρωπό σου, ο στενός και παγερός χώρος των επισκέψεων, όπου ο φυλακισμένος στεκόταν πίσω από μια πυκνή σίτα και δεν τον διέκρινες καθόλου, άκουγες μόνο τη φωνή του που ήταν σα να έβγαινε από βαθύ τάφο, κι έπρεπε να μιλάς μπροστά στο βλοσυρό φύλακα τα δυο τρία λεπτά που κρατούσε το επισκεπτήριο — όλα αυτά τα έζησα έναν ολόκληρο χρόνο. Ήταν μια τραγωδία και για τους δυο μας, που δέχτηκα να την υποστώ για να του δώσω λίγο κουράγιο. Το χειμώνα, με βοριά και με βροχή, η απόσταση από τους Αγίους Αναργύρους ως το Εφταπύργιο ήταν σωστό μαρτύριο. Τέλος, τον έστειλαν στις Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας, όπου η μία μέρα λογαριάζεται διπλή. Τελικά βγήκε λίγο μετά το πέσιμο της χούντας.
Όλη αυτή η περιπέτεια μου ενέπνευσε μερικά τραγούδια, μεταξύ των οποίων και δύο για το Γεντί Κουλέ. Προπάντων με έκανε να ζήσω σχεδόν από κοντά τις ζοφερές συνθήκες της ζωής των φυλακισμένων. Αυτή ήταν η τρίτη και χειρότερη εμπειρία μου από το απαίσιο Γεντί.
[…]5. Εφέτος, ύστερα από πρόσκληση του αρχιτέκτονα Φίλιππου Ωραιόπουλου, μπόρεσα να επισκεφθώ όλο το Επταπύργιο, όπου ο εκλεκτός φίλος είχε τη καλοσύνη να μας ξεναγήσει, εμένα και τη Βάνα Χαραλαμπίδου. Γυρίσαμε όλο το φρούριο, τις επάλξεις, μπήκαμε μέσα στα καλοδιατηρημένα κτίρια των φυλακών και τα παράσπιτα, είδαμε τη διαμοιρασμένη αυλή με τους μεσότοιχους, καθώς και το εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου, που το έχτισαν οι ίδιοι οι κρατούμενοι με πρωτοβουλία ενός έγκλειστου παπά πριν το 1920. Τι να σας πω! Και το μνημείο και οι φυλακές, έτσι βουβά που τα αντίκριζα, χωρίς τα μαραζιασμένα κορμιά των φυλακισμένων, δε μου έλεγαν τίποτα. Περιδιαβαίναμε τα τοπία του ανθρώπινου πόνου αλλά η έλλειψη παραστάσεων και εμπειρίας δεν με βοηθούσε• το αποτέλεσμα ήταν πενιχρό. Ακόμη και το δέος του χώρου δεν ήταν όσο θα το περίμενα εντυπωσιακό. Και σκέφτηκα, τι καλά που έκανα και δεν πήγα στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Επταπυργίου το 1989! Είναι φοβερό να απολαμβάνει κανείς την ψυχαγωγία σε τόπους βασανιστηρίων και προθαλάμους εκτελέσεων. Αλλά και η μετατροπή αυτών των χώρων σε μουσείο θα είχε κάτι το παγερό. Τέλος, η εξαφάνισή τους από το πρόσωπο της γης (για τη δήθεν ανάδειξη του βυζαντινού μνημείου) θα ισοδυναμούσε με έγκλημα. Κι αφού με παίδεψε πολύ η σκέψη για το μέλλον του Επταπυργίου, κατέληξα στην απόφαση να προτείνω να γίνει πτωχοκομείο. Όχι θέατρα και θεάματα, αλλά πτωχοκομείο. Να απαλύνομε όσο μπορούμε τον ανθρώπινο πόνο εκεί που σακατεύτηκαν οι άνθρωποι από την τυραννία.
Με τις σκέψεις αυτές αποχαιρέτησα εκείνη τη μέρα το Επταπύργιο και, όταν έγινε η γνωστή ημερίδα για το μέλλον του μνημείου, έκανα την πρότασή μου για τη μετατροπή του σε πτωχοκομείο. Μα κανείς δε με άκουσε. Μερικοί αγανάκτησαν, όλοι ήθελαν θέατρα και θεάματα, κανείς δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για συμπαράσταση στον ανθρώπινο πόνο. Κι αυτό υπήρξε μια απ’ τις χειρότερες εμπειρίες της ζωής μου, πολύ χειρότερες απ’ το θέαμα του μπουντρουμιού, όπου αμπάρωναν ολόκληρο άνθρωπο εκεί που βία βία χωρούσε μόνο μία κότα…