Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

1

Εδώ και πέντε χρόνια είμαι κάτοικος της άνω πόλης. Έφυγα από την Κάτω Τούμπα και ησύχασα. Είχε χαλάσει πια η παλιά Τούμπα• σπίτια και άνθρωποι όλα άλλαξαν προς το χειρότερο. Επιπλέον ο νοικοκύρης μου μ’ ανάγκασε να φύγω γιατί τον ενοχλούσαν τα γατιά μου. Πήρα λοιπόν κι εγώ τα μάτια μου κι αναζήτησα νέα γειτονιά.

Απ’ την αρχή λογάριαζα να ψάξω στην άνω πόλη, κάτι με τραβούσε κατά κει, ίσως η πιθανότητα μιας πιο ανθρώπινης ζωής. Φίλος καλός, ο Γιάννης Παλαιοδημόπουλος, που έμενε στην οδό Παλαμήδους, προσφέρθηκε κι αυτός κι ο αδελφός του, να με βοηθήσουν και, ω του θαύματος, παρόλο που δε βρίσκονταν εύκολα τα σπίτια, πετύχαμε ένα από τα τρία τελευταία αρχοντικά της άνω πόλης, στη δυτική μεριά, πίσω και πάνω απ’ το διοικητήριο.

Το σπίτι, ένα πολύ ωραίο διατηρητέο, χτισμένο πριν εκατό χρόνια μα καλοστεκούμενο και καλοδιατηρημένο, τρίπατο, με δύο σαχνισιά να βγαίνουν στο δρόμο και με στριφογυριστή εσωτερική ξύλινη σκάλα, ανήκε σ’ έναν μπέη και το είχε χαρέμι• κάθε πάτωμα και μια χανούμισσα. Το 1924, το έτος της ανταλλαγής των πληθυσμών, το αγόρασε ένας Κωνσταντινουπολίτης από τον Άγιο Στέφανο και το συντήρησε με πολύ μεράκι. Σήμερα μένει σ’ αυτό η μία κόρη του, ψηλά, στο τρίτο πάτωμα, ενώ εγώ βολεύτηκα στο δεύτερο, κι όσο για το πρώτο, είναι αποθήκη. Στο πίσω μέρος, χωρίς να φαίνεται, υπάρχει κήπος με λογιώ λογιώ λουλούδια, τριαντάφυλλα, γαρίφαλα, γεράνια, βιολέτες, βασιλικά κι αηδημητριάτικα, ανάλογα με την εποχή. Ο κήπος διαθέτει και μια επιχωματωμένη δεξαμενή ρωμαϊκών ή βυζαντινών χρόνων — για να μην ξεχνάμε και τ’ αρχαία. Μαζί με τον τεράστιο κήπο του διπλανού διατηρητέου, αποτελεί μια ενότητα με πολλά οπωροφόρα δέντρα (ροδιές, συκιές, κληματαριές, κυδωνιές, αχλαδιά, ερεικιά, ελιά, έναν υπέροχο λωτό και άλλα — ακόμα και κυπαρίσσια υπήρχαν λίγο πριν έρθω), χώρια τα εποχιακά λαχανικά που καλλιεργεί ο διπλανός συμπαθής φοιτητής. Καμιά εικοσαριά γάτες περιτρέχουν τον επίγειο αυτό παράδεισο […]. Αλλά και τα πετεινά του ουρανού είναι ουκ ολίγα: σπουργίτια, δεκαοχτούρες, κάργες, το καναρίνι της νοικοκυράς μες στο κλουβί, και πολλά άλλα που κατεβαίνουν το χειμώνα από το Σέιχ-Σου για πιο πολλή ζεστασιά. Όλο αυτό το αλσύλλιο πιάνει 840 μέτρα και θα το είχαν φάει λάχανο οι εργολάβοι αν δεν ήταν κι αυτό διατηρητέο. Στη νότια πλευρά, προς στην οδό Ολυμπιάδος, ο κήπος καταλήγει απότομα σε γκρεμό έξι μέτρων, επειδή το σπίτι είναι χτισμένο σ’ ένα υπερυψωμένο βράχο κι όλα τα πέριξ είναι επιχωματώσεις.

Πέτυχα πολύ καλή νοικοκυρά. Το ’χει καμάρι που έχει νοικάρη συγγραφέα κι όλο προσέχει να μην τρίξουν τα σανίδια όταν περπατάει και μ’ ενοχλήσει. Κάθε λίγο μου φέρνει από τα φαγιά και τα γλυκά που κάνει. Μια τέτοια λαϊκή αρχοντιά (ύστερα μάλιστα από τα όσα τράβηξα με το νοικοκύρη μου στην Τούμπα) είχα πολύν καιρό να συναντήσω. Αλλά κι εγώ προσπαθώ να τη βοηθώ όσο μπορώ, ποτίζοντας πότε πότε τον κήπο κι απολαμβάνοντας από κοντά τα μυριστικά του (βασιλικά, μαντζουράνα, δυόσμο — ευλογία Θεού).

Η γειτονιά έχει πολύ χρώμα. Πολλές φτωχικές οικογένειες, που διαθέτουν αυλή, ακόμα βγάζουν ουζάκι το απόγευμα κάτω από το τσαρδάκι με την κληματαριά. Δε λείπουν και αρκετοί συμπαθείς φοιτητές που συζούν με τις φιληνάδες τους, μερικοί μάγκες που εκτονώνονται ακόμα κάνοντας σούζες με τα μηχανάκια τους, μερικοί ξένοι διανοούμενοι αθεράπευτοι εραστές της άνω πόλης, και αρκετές οικογένειες συμπαθών Ρωσοποντίων (άλλοι ρωσόγλωσσοι κι άλλοι τουρκόγλωσσοι), που θυμίζουν έντονα μικροαστική Θεσσαλονίκη του 1950.

Αλλά και η ευρύτερη συνοικία έχει ενδιαφέρον. Πριν από το 1924 η περιοχή χωρίζονταν στο Κονάκι (δεξιά) και στο Τσινάρι (αριστερά). Το Κονάκι, που θα πει διοικητήριο, ήταν αριστοκρατική γειτονιά και κατοικούνταν από εύπορους Τούρκους, που δούλευαν ως ανώτεροι υπάλληλοι στο διοικητήριο. Τέτοιος ήταν και ο δικός μας παλιός νοικοκύρης με το χαρέμι. Αντίθετα το Τσινάρι, που θα πει πλάτανος, κατοικούνταν, μέχρι την ανταλλαγή, από τούρκικη φτωχολογιά. Παρόλο που το Τσινάρι από παλιά είχε κακή φήμη για την ηθική ποιότητα των γυναικών του, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που τους διαδέχτηκαν είναι πολύ καλή πάστα. Στο Τσινάρι κάθονταν μερικές από τις πιο εξαιρετικές φίλες μου από το πανεπιστήμιο, στο Τσινάρι κάθονταν και ο φιλόλογος καθηγητής μου στο γυμνάσιο Κωνσταντίνος Σγουρής, απ’ τον οποίο έμαθα γράμματα. Ανέκαθεν το Τσινάρι ήταν γλεντζέδικη περιοχή. Στο κέντρο του, όπου υπήρχε παλαιότερα ο πλάτανος και σήμερα σώζεται μια τούρκικη βρύση (απ’ τις πολλές της περιοχής) με βυζαντινό ανάγλυφο θωράκιο στον τοίχο και με γούρνα από λάρνακα ελληνιστικών χρόνων, λειτουργούν σήμερα πολλά γραφικά ταβερνάκια, που τραβούν τους ξένους τουρίστες και τους ντόπιους κουλτουριάρηδες. Έτσι λοιπόν το Τσινάρι από μόνο του εξακολουθεί να συντηρεί τη λαϊκουριά του, ενώ το εύπορο Κονάκι αποχρωματίστηκε και τελικά χάθηκε. Ακόμη και η βίλα Μοσκώφ που το στόλιζε παλαιότερα και βρίσκονταν λίγο πιο πάνω από το σπίτι μας, στην οδό Άθωνος, και που τον Οκτώβρη του 1944 είχε φιλοξενήσει τον ελασίτη καπετάνιο Μάρκο Βαφειάδη, εξαφανίστηκε και στη θέση της ξεφύτρωσε ένα αχαμνό δημοτικό παρκάκι με πολλές γάτες.

Ξέχασα να πω ότι το Τσινάρι είναι η πιο ακραία συνοικία της Θεσσαλονίκης και βρίσκεται πολύ κοντά στα δυτικά τείχη που χωρίζουν τον Δήμο Θεσσαλονίκης από τον Δήμο Συκεών.

Το Κονάκι υπάγεται στην ενορία του Προφήτη Ηλία και το Τσινάρι στην ενορία της Αγίας Αικατερίνης. Και οι δύο εκκλησίες είναι αριστουργήματα της βυζαντινής αναγέννησης του 14ου αιώνα στη Θεσσαλονίκη. Η περιοχή συνδέεται άμεσα με το κίνημα των Ζηλωτών: από δω ξεκίνησε, το 1342, η πρώτη κομμουνιστική επανάσταση στο Βυζάντιο, που κράτησε μέχρι το 1349. Κάθε λίγο ακούω τις καμπάνες των δύο εκκλησιών• ακούγονται όμως και οι καμπάνες του Αγίου Δημητρίου, του Οσίου Δαυίδ και της μονής Βλατάδων. Θυμούμαι πόσο λαχταρούσαμε επί κατοχής ν’ ακούσουμε καμπάνες• τώρα τις βαριόμαστε, εκτός από τους Ρωσοπόντιους, που τις είχαν στερηθεί εβδομήντα ολόκληρα χρόνια.

Γενικότερα, η περιοχή είναι διάσπαρτη από ρωμαϊκά και βυζαντινά υπολείμματα, καθώς και από ποικίλες ιστορικές μνήμες. Σε πολλά ντουβάρια και μαντρότοιχους ανακαλύπτω διαρκώς εντοιχισμένα μικρά αρχαία κολονάκια ή βάσεις από κολόνες ή πανάρχαιες πέτρες και κομμάτια από αρχαία μάρμαρα. Στην οδό Προφήτη Ηλία βρήκα μαρμάρινο κομμάτι από αρχαίο θριγκό με ιωνικά «αυγά». Αλλά και στο Αλατζά Ιμαρέτ ο καθηγητής Φ. Πέτσας έγραψε ότι εντόπισε οικοδομικό υλικό από τον ναό της αρχαίας Θέρμης, που βρίσκονταν στην πλατεία Αντιγονιδών. Στην πίσω αυλή του Προφήτη Ηλία βλέπει κανείς συγκεντρωμένα θαυμάσια κιονόκρανα και άλλα γλυπτά μέλη από παλαιοχριστιανικό ναό, ενώ στη νότια πλευρά του Προφήτη Ηλία σώζονται τα ερείπια του βυζαντινού μοναστηριού, που κατοικούνταν από πρόσφυγες μέχρι τη γερμανική κατοχή. Στην αυλή της Λαγουδιανής υπάρχουν επίσης πολλές αρχαίες ευτελείς κολόνες, ενώ στην οδό Ολυμπιάδος ανακαλύφθηκαν ως τώρα τουλάχιστον τέσσερις ωραίες ρωμαϊκές δεξαμενές, που ο λαός τις λέει γαλαρίες. (Κι ήταν τόσο γερά χτισμένες, που κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου χρησίμευαν για καταφύγια). Κι όσο για σπασμένα κεραμικά, όπου σκάψει ο Δήμος ή άλλοι οργανισμοί για χαντάκια ή πεζοδρόμια βρίσκονται πολλά ρωμαϊκά αλλά και νεώτερα όστρακα: μια διαρκής υπόμνηση ότι και στους υπονόμους μας ακόμη υπάρχει Βυζάντιο. Όμως και οι δρόμοι, που πολλοί από αυτούς έχουν αρχαία ονόματα, υπενθυμίζουν μόνιμα τη μακεδονική και ελληνιστική εποχή, ενώ παραδόξως τα ονόματα από το Βυζάντιο είναι λιγοστά.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν… αυτοβιογραφικά κείμενα, Ιανός, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 169-173.