Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

(…) Εδώ, σε τούτη την πολιτεία του ελληνικού βορρά, όπου στην καθημερινή της κίνηση το πλήθος ήταν συνήθως κατακερματισμένο σε ποικίλες ασχολίες και φαινομενικά διαχεόταν μέσα την απλωσιά της, ξεφεύγοντας θαρρείς από τα πάνω υψώματα των τειχών στον απαλό κυματισμό της θάλασσας του Θερμαϊκού, έβρισκε μια κάποια άνεση. Το αυτοκίνητό μου διέτρεχε με μεγάλες ταχύτητες τις παράλληλες και κάθετες οδικές της αρτηρίες, αλλά δεν είχε παρά τις ίδιες καταλήξεις: Εγνατία, Κάστρα, Σέιχ-σου, Πανόραμα, Μεγάλου Αλεξάνδρου, Σιδηροδρομικός Σταθμός, Σφαγεία, Μπαχτσέδες, κ’ ύστερα Καραμπουρνάκι, Αρετσού, Καλαμαριά, Σαράντα Εκκλησίες. Μια χούφτα πράμα. Δρόμοι, τοπωνυμίες, που θέλησαν οι κάτοικοι της πόλης να τους σημαδέψουν με περίσσια εκτίμηση. Το στένεμα το αισθανόταν ακριβώς περισσότερο μέσα στην άνεση μιας χρονικής απλωσιάς. Νόμιζε ότι εκείνα τα βυζαντινά τείχη, που φάνταζαν ακόμη πίσω απ’ τις οικοδομές, κι ο Λευκός Πύργος, κάτω στη νέα διανοιγομένη παραλία, ήταν ένα και το αυτό, όπως το ήθελε η δύναμη του κατασκευαστή τους κ’ η ανάγκη των χρόνων που κτίστηκαν. Δε σήμαινε τίποτα αν άλλοι άνθρωποι έκτισαν τους πύργους και τα τείχη του Επταπυργίου και άλλοι το Λευκό Πύργο, χαμηλά στη θάλασσα. Όλους αυτούς τους ώθησε σε μιαν δεδομένη εποχή η ίδια ανάγκη• να περιχαρακωθούν γύρω γύρω με τείχη και ν’ αφήσουν εκείνους που έρχονταν απ’ έξω, μπροστά στις μεγάλες πόρτες να νοσταλγούν τον πλούτο των εκκλησιών τους, το εξασφαλισμένο εμπόριο που τους έφερνε η θάλασσα, τη σπιτίσια κορεσμένη, έτσι, ζωή τους. Βέβαια τούτη η πόλη, με την νοοτροπία των κατοίκων της, δε θα μπορούσε ποτέ να είναι η βασιλεύουσα, η πρωτεύουσα πόλη, αλλά πάντα η δεύτερη, η «συμβασιλεύουσα», η «συμπρωτεύουσα» — της πήγαινε και της πηγαίνει τόσο πολύ τούτος ο χαρακτηρισμός! Η οικογένειά του κι ο ίδιος έχουν εκμεταλλευτεί όσο παίρνει τη νοικοκυρίσια νοοτροπία των κατοίκων της πόλης, έχουν πλουτίσει σ’ αυτήν. Το ορόσημο όμως εκείνο στην παραλία που λέγεται Λευκός Πύργος, από πολύ μικρόν ακόμη τον έβαζε σε ανησυχία. Όταν περνούσαν ταχτικά με τον πατέρα του την κάπως χαμηλή, για τον όγκο του κτίσματος, είσοδο, για ν’ ανεβούν τα φαρδιά ογδόντα εννέα σκαλοπάτια, ως τις πρώτες επάλξεις, ένοιωθε να του κλείνεται η ψυχή και προσπαθούσε να ξεφύγει απ’ την πλατιά παλάμη του γονιού που τον είχε γερά χουφτωμένο απ’ τον καρπό, να ρίξει κάθε τόσο μια ματιά απ’ τα στενά παράθυρα που χρησίμευαν για πολεμίστρες. Στην κορυφή επάνω, όπου ο μεγάλος ιστός της σημαίας που η έπαρσή της γινόταν κάθε Κυριακή με παράτες και ρίγη συγκινήσεων στο ανάκρουσμα του εθνικού ύμνου, ανάσαινε ελεύθερα γιατί το σφίξιμο του πατέρα λασκάριζε κ’ ένα γύρω το θέαμα παρουσίαζε γραφικότητα και μεγαλοπρέπεια στα παιδικά μάτια. Η θάλασσα από δω, μπροστά στα πόδια κι από κει τα τραμ της πρώην βελγικής εταιρίας με τους σιδερένιους θορύβους τους, τα λιγοστά ακόμη μέγαρα, που φύτρωναν εδώ και κει στην πυρίκαυστο ζώνη και ψηλότερα τα τείχη του Επταπυργίου με τον ανατολικό επιβλητικό Κουλέ. Του ζέστανε τη φαντασία να σκέφτεται ότι εκεί μέσα στέναζαν φυλακισμένοι κλέφτες, εγκληματίες, κάθε είδους απόβλητοι της κοινωνίας. Όμως όσο ψηλά κι αν ήταν πάνω τους στο μακρόστενο λόφο τα βορεινά τείχη, από δω από το Λευκό Πύργο, αισθανόταν πολύ άνετα και φανταζόταν πως αυτός βρίσκεται ψηλότερά τους, απελευθερωμένος κι από τον πατέρα κι από τα πάντα, κυρίαρχος της τότε απεραντοσύνης (…)

Τηλέμαχος Αλαβέρας, «Οδοστρωτήρας», Ι.Κ. Χασιώτης [επιμέλεια], Τοις αγαθοίς βασιλεύουσα: Θεσσαλονίκη, Ιστορία και Πολιτισμός, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 433-434.