Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς

(…) Μου λέει λοιπόν ο Μαύρος, καλά• πέρα όμως από τα συνθήματα και τις προκηρύξεις, πρέπει να βγάλουμε και τηλεβόα, ο κόσμος πρέπει ν’ ακούσει ζωντανή τη φωνή μας. Τώρα ξέρεις, σε τέτοιες συνθήκες, ο τηλεβόας είναι ολόκληρη επιχείρηση• ενενήντα εννιά στα εκατό πρέπει να χτυπηθείς μαζί τους, γιατί άλλο πράμα είναι να γράφεις συνθήματα ή να πετάς προκηρύξεις στη ζούλα, και άλλο να φωνάζεις εδώ είμαι και βαράτε… Και να ’τανε κανένα συνθηματάκι να το φωνάζεις στα σβέλτα και να την κοπανήσεις… Ολόκληρο κατεβατό: ένα τέταρτο, είκοσι λεπτά… Βέβαια, τότε δεν είχανε τα γαλατάδικα με τους ασυρμάτους και τα τέτοια, αλλά είχανε πυκνές περιπολίες και τοπικούς σταθμούς. Ως τότε, τη βγάζαμε καθαρή γιατί φοβόντουσαν. Μόλις άκουγαν την αρχή του συνθήματος: ΠΡΟΣΟΧΗ, ΠΡΟΣΟΧΗ, ΕΔΩ Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ! εξαφανίζονταν, γιατί νόμιζαν πως για να τους βγαίνουμε έτσι, θα έχει κατέβει κάνας ένοπλος λόχος από τον Χορτιάτη. Όμως μετά από κάνα δυο τυχαίες συγκρούσεις μαζί τους, ψυλλιάστηκαν πως είμαστε ομαδούλα μέσα από την πόλη, χωρίς σοβαρή κάλυψη, και μας βγαίναν. Τέλος, τα πράματα ήταν στριμόκωλα, που λένε, το αρχηγείο όμως επέμενε. Τελευταία είχαμε υπαχθεί απευθείας στο αρχηγείο του Δ.Σ. και δρούσαμε σαν τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού μέσα στην πόλη. Του λέω του Μαύρου, εντάξει, κάλυψη θα έχουμε; Μου λέει, τίποτα, με τις δικές σας δυνάμεις. Δηλαδή η ομάδα μου, τρεις• εγώ έχω ένα Σμιθάκι που παίρνει σφαίρες από γερμανικό Μαρσίπ, γι’ αυτό το κράτησα, γιατί βρίσκω σχετικά εύκολα. Ο Διονύσης μια Μπερέτα ιταλικιά, που όλο παθαίνει εμπλοκή, και μονάχα ο Λευτέρης έχει κάτι της προκοπής, ένα Μαραμπέλ γερμανικό, σκέτο κανόνι. Πάντως, μόνο για σύγκρουση δεν είμαστε. Τέλος, ένα βράδυ, ψιλόβρεχε ξέρεις, από εκείνα τα βράδια που ο άνθρωπος θέλει να μαζεύεται σε ζεστές, ασφαλισμένες γωνιές με πολύ φως και παρέα, λέω στα παιδιά, απόψε θα την κάνουμε. Ήτανε μάλιστα και γιορτή της Αγίας Αικατερίνης και μας βόλευε. Κουβεντιάζουμε για το πού θα βγούμε, προτείνω την Άνω Πόλη• ξέρεις, πολλά στενοσόκακα, καλντερίμια, στροφές και καβάντζες, συμφωνούμε, εντάξει, πάμε… Αποφασίζουμε να φωνάξω εγώ, και οι άλλοι να κρατάνε τσίλιες. Έχουμε συνεννοηθεί ότι σε περίπτωση σύγκρουσης ο καθένας φεύγει μόνος του. Πάμε, διαλέγουμε το μέρος, πιάνουν τα πόστα τα παιδιά, κι εγώ αρχίζω να φωνάζω• είμαι στη μέση περίπου του συνθήματος, όταν από την πλευρά του Διονύση ακούω πυροβολισμούς. Ο Λευτέρης με ειδοποιεί με σφυρίγματα πως κι αυτός έχει προβλήματα. Μετά το τρίτο σφύριγμα, ακούω μια πιστολιά και αμέσως ριπές από αυτόματο. Κάνω προς τ’ απάνω, ο δρόμος μπροστά μου κάνει μια απότομη στροφή. Θέλω πέντ’ έξι μέτρα να φτάσω, όταν ακούω βήματα και φωνές• γυρίζω πίσω, στα δεξιά μου βλέπω ένα δρομάκι πολύ στενό, όλο ζικ ζακ, ευτυχώς φοράω λαστιχένια παπούτσια, μπαίνω στο δρομάκι, δυστυχώς βγάζει σ’ έναν φαρδύ, ολοφώτιστο δρόμο που σίγουρα θα είναι πιασμένος. Εντωμεταξύ χαλάει ο κόσμος από ριπές, πυροβολισμούς και τρεχαλητά. Το πιθανότερο είναι να χτυπιούνται μεταξύ τους, τόσο κακό δε δικαιολογείται αλλιώς. Εγώ όμως έχω στριμωχτεί άγρια. Στη δεξιά μου είναι ένας τοίχος, κάνα δυο μέτρα ύψος. Σκαρφαλώνω, κλείνει ένα μπαξεδάκι, ζυγιάζομαι και πηδάω. Όπως είναι θεοσκότεινα, πέφτω πάνω σε κάτι ντενεκέδες με λουλούδια• καθώς είναι γεμάτοι με χώμα, δεν κάνουν πολύ σαματά, αλλά το αριστερό μου πόδι δεν μπορώ να το πατήσω. Όπως προσγειώθηκα φαίνεται πως ή το ’σπασα ή το στραμπούληξα• προσπαθώ να το πατήσω, αδύνατο. Ο πόνος είναι αφόρητος. Μένω ξαπλωμένος. Προσπαθώ να σκεφτώ, είμαι παγιδευμένος. Ο σαματάς έξω συνεχίζεται, αλλά κι αν ακόμη έπαυε, εγώ δεν μπορώ να κουνηθώ. Μόνο μια πολύ καλή τύχη μπορεί να με γλιτώσει. Ξέρεις, η Άνω Πόλη στο ενενήντα τοις εκατό είναι δικιά μας, με την τρομοκρατία όμως πόσοι να μείνανε και πόσοι τολμούν να σε φυλάξουν. Αν έπεσα σε κανένα καλό σπίτι, μπορεί και να γλιτώσω… Η αυλούλα είναι σχεδόν τέσσερα επί τέσσερα, δεξιά και αριστερά τυφλοί τοίχοι σπιτιών, πίσω μου είναι ο τοίχος που πήδηξα και μπροστά μου βλέπω μια πόρτα• αριστερά και δεξιά ένα παραθυράκι που βγάζει μια αχνή ανταύγεια από φως. Σέρνομαι προς τα κει και προσέχω καλύτερα. Το φως πρέπει να είναι από καντήλι, γιατί έχει ένα ελαφρό τρέμουλο. Το παράθυρο έχει δυο παραθυρόφυλλα, και το καθένα χωρίζεται σε δυο τζάμια. Τα κάτω τζάμια έχουν από ένα άσπρο κεντητό κουρτινάκι. Η βροχή έχει δυναμώσει. Σέρνομαι προς την πόρτα, το μάτι μου λοξά πιάνει μια φευγαλέα κίνηση πίσω απ’ το κουρτινάκι. Κρατάω το πιστόλι μου στο χέρι και σέρνομαι με τους αγκώνες προς την πόρτα. Φτάνω, στηρίζομαι στο κούφωμά της, πατάω στο δεξί μου πόδι και σηκώνομαι. Πονάω φοβερά όπως κάνω ν’ ακουμπήσω το κεφάλι μου στην πόρτα, να πάρω μιαν ανάσα. Η πόρτα ανοίγει, χάνω την ισορροπία μου και κάνω βουτιά προς τα μέσα. Δυο χέρια με στηρίζουν, ενώ το πρόσωπό μου ακουμπάει σε κάτι ζεστό, απαλό και μυρωδάτο, στο στήθος μιας γυναίκας (…).

Χρόνης Μίσιος, «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», Ι.Κ. Χασιώτης [επιμέλεια], Τοις αγαθοίς βασιλεύουσα: Θεσσαλονίκη, Ιστορία και Πολιτισμός, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 453-454.