Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στην «Αίγλη» συνέβαιναν τα πάντα — ή σχεδόν τα πάντα. Όποιος Θεσσαλονικιός έχει ξεπεράσει το μισό αιώνα ζωής ή τον πλησιάζει, όπως εγώ, θα έχει ζήσει και την αίγλη της «Αίγλης». Το σινεμά πίσω από τον Αϊ-Δημήτρη, που ήταν κάποτε λουτρό. Η «Αίγλη» δεν ήταν θερινό και χειμερινό, όχι. Ήταν κλειστό και ανοιχτό. Και τα έργα που έπαιζε ήταν χρωματιστά και μαύρα κι όχι έγχρωμα και μαυρόασπρα.

Στην «Αίγλη» μπορούσες να φας και να κοιμηθείς σαν στο σπίτι σου. […] Αν βαριόσουν, μπορούσες να πλακωθείς στο ξύλο στα καλά καθούμενα. Το σπουδαιότερο όμως ήταν πως μπορούσες να βγάλεις μεροκάματο. Πουλούσαμε και ξαναπουλούσαμε τη θέση μας στους πατεράδες και στους αρραβωνιαστικούς, για να καθίσει η μονάκριβή τους και να μην την αγγίζουν οι βάρβαροι. Όχι, δηλαδή, πως καθιστή θα γλίτωνε, αλλά στα όρθια συμβαίνει και το χειρότερο. Κι όταν άδειαζε ένα κάθισμα, πάλι εμείς τα πιτσιρίκια ήμασταν που το κάναμε κατοχή, για να το πουλήσουμε στους αργοκίνητους και στους φοβισμένους.

Όταν δε μας έφταναν τα λεφτά, μαζεύαμε ρεφενέ και στέλναμε μέσα τον Σκουμπρή, που δούλευε σε τσαγκάρικο και είχε ταλέντο στο λέγειν. Τον περιμέναμε έξω στα σκαλάκια. Αν έλειπε πέντε ώρες, πέντε ώρες ήταν υποχρεωμένος να διηγείται. Ο Σκουμπρής θυμόταν όλες τις λεπτομέρειες, ακόμα και πού κόπηκε η ταινία κι έγινε διάλειμμα.

—Εδώ, μάγκες, άναψαν τα φώτα και βγήκα να καπνίσω, έλεγε ανάβοντας τσιγάρο.

Μια φορά που έλειπε ο Σκουμπρής έστειλαν εμένα. Είδαμε το ένα έργο στο κλειστό και άναψαν τα φώτα, για να βγούμε στο ανοιχτό. Όποτε γινόταν αυτή η έξοδος, χαλούσε ο κόσμος. Νόμιζες πως είχε αρπάξει φωτιά η αίθουσα. Ήταν και μερικοί που κάνανε πλάκα και το διασκέδαζαν φωνάζοντας:

—Φωτιά, φωτιά!…

Υπήρχαν μερικές θέσεις που έμοιαζαν με τα θεωρεία των βασιλιάδων, που βλέπαμε στις ταινίες, κι αυτά τρέχαμε να προλάβουμε όλοι. Από παντού κρέμονταν αγιόκλημα και λουλούδια.

Σπρώχνοντας και τρυπώνοντας ανάμεσα από πόδια, βρήκα επιτέλους μια θέση και βολεύτηκα. Όταν έμπαινε κάποιος σταλμένος, απαγορευόταν να πουλήσει τη θέση. Όφειλε να είναι απόλυτα συγκεντρωμένος στην ταινία και να βγει όσο το δυνατό γρηγορότερα για ν’ αρχίσει τη διήγηση. Προτού σβήσουν τα φώτα, σήκωσα το κεφάλι κι έψαξα αριστερά δεξιά για τίποτα γνωστούς. Ξαφνικά ένιωσα να πεθαίνω. Ήταν σαν να μην ήξερα το μάθημα στο σχολείο ή να είχα κάνει κάποια χοντρή ζαβολιά και μου κοπήκανε τα ήπατα. Αλλά από την καλή μεριά, όχι από την κακή. Θέλω να πω, από τη μεριά της ανταμοιβής κι όχι της τιμωρίας. Ακριβώς δίπλα μου, στα δεξιά μου, καθόταν μια ξανθιά κοπέλα. Είχε την ηλικία που είχαν και οι κοπέλες που έβλεπα στις ταινίες και που στο τέλος παντρεύονταν το παλικάρι ή πέθαιναν. Και το ύφος της ήταν το ίδιο. Φαινόταν σαν να πονούσε σε όλο της το σώμα, χωρίς να γνωρίζει κι από που πήγαζε αυτός ο πόνος.

—Έλα, βρε Άννα μου, άκουσα να της λέει μια γριά που καθόταν δίπλα της. Θα περάσει… Το κάθαρμα!…

Ήταν το τελευταίο σχεδόν πράγμα που άκουσα, ώσπου τελείωσαν όσα παίχτηκαν στο πανί και βγήκαμε όλοι από κει μέσα. […]

Η Άννα φορούσε ένα λευκό φόρεμα με κουμπιά μπροστά, από αυτά που φορούσαν οι νέες κοπέλες μέσα στο σπίτι και γύρω απ’ αυτό. Προφανώς η γριά την είχε βγάλει με το ζόρι από το δωμάτιό της για να τη διασκεδάσει. Το είχα δει σ’ ένα σωρό έργα αυτό, εκείνο όμως που έβλεπα στην πραγματικότητα πλάι μου δεν το είχα δει σε κανένα έργο. Ένα κουμπί από το φόρεμα, και ειδικά αυτό που βρισκόταν ακριβώς κάτω από την κοιλιά, είχε ανοίξει […] Το στόμα μου είχε στεγνώσει και αποξηράνθηκα στη στιγμή. Ένιωθα στεγνός σαν φθινοπωριάτικο κλαρί, που θα μπορούσες με μια κίνηση να το σπάσεις. Το μόνο που μου πέρασε απ’ το μυαλό ήταν πως, αφού βλέποντας τόσο λίγο αναστατώνομαι τόσο πολύ, όταν αγκαλιάσω και φιλήσω αυτό που βλέπω, κανονικά θα πρέπει να πεθάνω. Έπειτα το μυαλό μου σταμάτησε και δεν περνούσε τίποτα πια.

[…]

—Κουράγιο, κορίτσι μου… ξαναείπε η γριά.

Κι εγώ έπρεπε να κάνω κουράγιο. Το στομάχι μου πονούσε σαν να είχε βυθίσει τα δάχτυλά του εκεί ο χαμάλης της γειτονιάς μας και προσπαθούσε να το ξεριζώσει. Κοιτούσα συνεχώς τη φλέβα χρυσού που ανακάλυψα εκεί δίπλα μου, βέβαιος ότι ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δε θα μου ξανατύχαινε κάτι τέτοιο κι ίσως ποτέ άλλοτε δεν είχε ξανατύχει σε κανέναν. […]

Κάποια στιγμή ακούστηκε απανωτό πιστολίδι στο πανί και οι γνωστές φωνές συμπαράστασης από γύρω και άθελά μου σήκωσα το κεφάλι να δω τι διάολο γίνεται. Είδα το παλικαράκι να καθαρίζει ως συνήθως και ησυχασμένος έκανα ν’ αποτραβηχτώ πάλι στη δουλειά μου, όταν πρόσεξα κάποιον στο διάδρομο να μου κάνει νοήματα. Ήταν πέντε έξι γνωστοί κολλητηρτζήδες, που θέλανε ν’ αγοράσουν τη θέση μου. Οι κολλητηρτζήδες ήταν συχνά οι καλύτεροί μας πελάτες. Δεν ήξερα αν είχαν παρατηρήσει το άνοιγμα στο φουστάνι της Άννας, σίγουρα όμως είχαν προσέξει το λυπημένο της πρόσωπο. Ο πόνος τους τραβούσε όπως το μέλι τις μύγες κι όπου έβλεπαν δάκρυ έτρεχαν να κολλήσουν από πίσω και να παρηγορήσουν. Θα μπορούσα να τους πουλήσω τη θέση μου για δέκα θέσεις κι αν έδειχνα και το ξεκούμπωτο κουμπί, για είκοσι. Όμως θα ήταν σαν να πουλούσα την ίδια την Άννα. Ακόμα και την τύχη μου. Ακόμα κι εμένα τον ίδιο. Έμεινα, λοιπόν, εκεί όσο έμεινε και το λαμπερό αστέρι κι όταν ανυψώθηκε, σηκώθηκα και το ακολούθησα στο δρόμο.

Οι φίλοι μου κάθονταν έξω στα σκαλιά περιμένοντάς με. Τους έδειξα την Άννα κι άρχισα να μιλώ για το κουμπί της.

—Έργο δεν είδες, ρε μαλακισμένο; με ρωτάει ένας.

Τότε η λέξη «μαλάκα» ακουγόταν αραιά και πού και σχεδόν πάντα ακολουθούσε άγριος καβγάς. Την εποχή εκείνη πολλές αλήθειες αποτελούσαν κίνδυνο θάνατο όταν εκφράζονταν. Ενώ το «μαλακισμένο» αφορούσε εμάς τα παιδιά κι ήταν ακίνδυνο. Όλοι έτσι μας φώναζαν. Εμένα τουλάχιστον μόνο οι δάσκαλοι και οι γονείς μου με φώναζαν αλλιώς. Ήταν η πρώτη φορά που το πήρα σαν προσβολή κι έπεσα με φόρα πάνω σ’ αυτόν που το ξεστόμισε. […]

Η πρώτη φορά στη ζωή μου που έφυγα στη μέση του έργου ήταν πριν λίγο καιρό από ένα θερινό σινεμά της Αθήνας. Είχα πάει να δω το «Χορεύοντας με τους Λύκους» και βρέθηκα ανάμεσά τους. Περισσότεροι από τους μισούς θεατές κρατούσαν μια θορυβώδικη πλαστική σακούλα και τρώγανε κάτι θορυβώδικα πλαστικά πατατάκια. Κρακ-κρακ-κρακ!… Τα έτρωγαν λαίμαργα, μηχανικά και αφηρημένα, χωρίς να πεινάνε, μόνο και μόνο γιατί βρέθηκαν μες στα χέρια τους. Γνωρίζοντας ότι στο τέλος θα τους αηδιάσουν και θα τους παχύνουν, τα καταβρόχθιζαν με μανία και μίσος όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ο τρομερός αυτός ήχος ακουγόταν από παντού και κάλυπτε τις πιστολιές, τους καλπασμούς των αλόγων και τους αλαλαγμούς των καταδικασμένων Ινδιάνων.

Ο σινεματζής με κοίταξε απορημένος, όταν του εξήγησα το λόγο που έφευγα. Για λίγα χιλιάρικα παραπάνω κατέστρεφε αυτό που θα ’πρεπε να συντηρεί και να χαίρεται. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως εκείνο το κρακ-κρακ ροκάνιζε το κλαρί που πάνω του καθόταν ο ίδιος. Και θεώρησα περιττό να του εξηγήσω πως κάτω από το κλαρί, στη σκιά του, καθόμασταν όλοι εμείς.

Αντώνης Σουρούνης, Υπ’ όψιν της Λίτσας, Καστανιώτης, Αθήνα, 1992, σ. 33-40.