Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Σέιχ Σου, Σέιχ Μου, αντίο…

Το Σέιχ σου ήταν η μεγάλη μας αυλή. Εκεί υποδεχόμασταν την Πρωτομαγιά, εκεί γιορτάζαμε την Καθαρά Δευτέρα, εκεί χορεύαμε το Καρναβάλι, εκεί παίζαμε χιονοπόλεμο. Ο Θωμαΐδης μας έμαθε εκεί μποξ κι εκεί οδηγήσαμε τους πρώτους μας έρωτες. Ήταν ένα δάσος γεμάτο γέλια, γλέντια, φαγοπότια και μουσικές. Και πατημασιές από ήσυχα και σταθερά βήματα. Το αγαπούσαμε το Σέιχ Σου. Φαίνεται όμως πως δεν το αγαπούσαμε αρκετά, γι’ αυτό και κάηκε. Το θεωρούσαμε φυσικό να υπάρχει εκεί, όπως θεωρούσαμε φυσικό να υπάρχει κι ο τοίχος τους σπιτιού μας, για να μας προστατεύει από τον αέρα και τη βροχή, να μας χαρίζει ησυχία και να εμποδίζει τους εισβολείς. Αν το αγαπούσαμε αληθινά, δε θα καιγόταν. Δεν μπορείς ν’ αφήνεις το παιδί σου στα χέρια της γειτόνισσας και να ’χεις την απαίτηση να μη χτυπήσει, να μη δυστυχήσει, να μην καεί. Κι όταν γίνει αυτό, να ζητάς να πέσει το κεφάλι της. Τι φταίει η καημένη η Αθήνα, που είναι κι αυτή κατακαμένη; Τα δικά μας τα κεφάλια πρέπει να πέσουν. Που επιτρέπαμε στους μικρολωποδύτες ν’ αρπάζουν μισό μέτρο εδώ και μισό στρέμμα εκεί. Που λέγαμε χίλια δέντρα είν’ αυτά, κι εκατό να πέσουνε, πάλι δικά μας θα ’ναι. Και που αφήναμε το τζιγέρι μας να το φυλάνε ξένοι άνθρωποι πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά. Τώρα που δεν υπάρχει πια, καταλάβαμε ότι το δάσος που μας χάρισε τόση χαρά δεν ήταν μόνο Σέιχ Σου, αλλά και Σέιχ Μου και Σέιχ Μας, όπως είναι κι ένα σωρό άλλα πράγματα πλάι μας που δεν τους δίνουμε σημασία, γιατί μας προσφέρουν μόνο ζωή ενώ εμείς θέλουμε μόνο χρήμα και εξουσία.

Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 412-413.