Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΣύντροφοι καλημέρα!
Μέλπω Αξιώτη, «Οι εργάτες και οι άλλοι» (1953)
Κι η μάχη πρέπει να συνεχιστεί ώσπου να πάρουμε την αύξηση, σκέφτεται ο Οδυσσέας, που μόλις τώρα γύρισε στο σπίτι του απ’ το εργοστάσιο.
Η κόρη του η Πηνελόπη πάει κι έρχεται μες στην κάμαρα, εδώθε κείθε, απάνω κάτω, σταματημό δεν έχει. Το άτιμο, σαν σουσουράδα! θαρρείς πως είναι κουρδισμένο το πισινάκι του! Μόνο να μου τ’ αφήκουνε να μεγαλώσει, να μεγαλώσει, οι μπαγάσηδες.
Κι ο Οδυσσέας το κοιτάζει μ’ όση αγάπη μπορεί να χωρέσει μες στην καρδιά ενός πατέρα. Και συλλογίζεται πως πρέπει η μάχη να συνεχιστεί, να πάρουμε με κάθε τόπο την αύξηση του μεροκάματου, ίσα ίσα για να μεγαλώσουνε ετούτα όλα τα κουτσούβελα που πλημμυρίζουνε τη γειτονιά.
Κι ο Οδυσσέας κάθεται αντίκρυ στο παράθυρο για να ξεκουραστεί, και το μυαλό του γυρίζει κι όλο ξανάρχεται σ’ εκείνο το ίδιο: πως πρέπει να κερδίσουνε τη μάχη του μεροκάματου.
Όλα τα παιδιά της γειτονιάς είχαν στραβά ποδάρια, ίσαμε πια να βάζανε τα μακριά ρούχα να μη φαίνονταν. Τέτοια στραβά τα ’χε κι η δικιά του, η Πηνελόπη του. Ο Οδυσσέας βρισκόταν σ’ απορία, πώς να το εξηγήσει, και σαν ήταν πιο νέος κι ανήξερος ακόμα, έβαζε με το νου του πως θα ’ταν εξαιτίας του αγέρα που φυσούσε στον τόπο. Εκεί προπάντων κατά την Ακρόπολη το μέρος ήτανε ξάνεμο, κλωθόστριβε ένας αγέρας που γύριζε σε μπουρίνι και σε χτυπούσε σαν λουρί, και κάποτε ξερίζωνε και το παραθυρόφυλλο, ώστε λοιπόν και τα παιδάκια, έλεγε με το νου του ο Οδυσσέας, τι μπορούσαν να κάμνουνε για να μην τα σηκώσει και τα πάρει μαζί του; Τα ξιπόλητα ποδάρια τους στρίβανε σαν τσιγκέλια απάνω στα χαλίκια του δρόμου, και γατζωνόντουσαν απ’ όπου βρίσκανε για να βασταχτούν στο χώμα του τόπου τους, να ριζώσουνε.
Πιο ύστερα που μπήκε ο Οδυσσέας στα συνδικάτα και κάτι άλλες εργατικές οργανώσεις, τότε έμαθε πως δεν ήταν εξαιτίας του αγέρα που στραβώνανε τα κόκαλα, μα από την έλλειψη λέει του κάλσιουμ. Και τι εντύπωση που του ’χε κάμει! Μεγάλη! Άντε να βάλεις με το νου σου πως κι η ομορφιά της κόρης σου φτιάχνεται με το χρήμα! Μ’ εκείνη τη δόση του κάλσιουμ που θα της δώκεις μες στο φαΐ της! Πόσα και πόσα πράματα υπάρχουνε που τα κρύβουν απ’ τον κόσμο, κι ούτε μες στα σκολειά σου τα λένε, ούτε κανείς, εξόν απ’ τις οργανώσεις, που σαν θα μπεις κάτι θα μάθεις, να σ’ ανοίξουνε τα μάτια σου.
Γι’ αυτό κι ο Οδυσσέας θεωρούσε τώρα ότι το πιο σοβαρό ζήτημα για τη ζωή της γειτονιάς ήταν η αύξηση του μεροκάματου.
Η πείνα είχε πέσει πάνω στον κόσμο και τον εδεκάτιζε. Άνθρωπο δεν μπορούσες να φέρεις στο μυαλό σου, δίχως να θυμηθείς αμέσως κι ένα κομμάτι της δυστυχίας του. Και μόνο με τις συμφορές μετριόνταν πια οι γνωστοί σου μέσα στο τελευταίο διάστημα ετούτης της καταραμένης χρονιάς, που να μην έσωνε.
Η μια γειτόνισσα του Οδυσσέα είχε ένα παπαγαλάκι. Όπου όταν ήρθε η πείνα της αμερικάνικης κατοχής και δεν είχε πια να του δώσει τίποτα, το πήρε μια μέρα το πουλί, το πήγε σ’ όλα τα γνωστά της σπίτια, και τους έλεγε: «Πάρετέ το». Μα ποιος όμως να το πάρει; Κανείς. Ποιος είχε να του δώσει πράμα να φάει; Δεν είχανε. Και τέλος τον παπαγάλο τον έφαγε ένας γάτης, κι εκείνον το γάτη πιο ύστερα τον έφαγε ένας σκύλος κι εκείνον το σκύλο τέλος τέλος τον φάγανε ψόφιο τα σκουλήκια, γιατί πάντα μες στην πείνα το ένα ζώο για να ζήσει πάει και τρώει το άλλο. Όποιος δεν ξέρει από τέτοια βάσανα κολοκοτρωνέικα, να μη λέει πως ξέρει τίποτα.
Και σ’ ετούτη την πείνα της φετεινής χρονιάς το ζήτημα είναι νέτο σκέτο: είτε δεν έχεις τίποτα για να βάλεις μες στο τσουκάλι σου, είτε άμα έχεις κάτι, τότε δεν έχεις κάρβουνο μήτε ξύλο να το ψήσεις, τίποτα. Κι ο Οδυσσέας συλλογιέται τώρα την άλλη τους γειτόνισσα, λιγάκι παρακάτω απ’ το δικό του σπίτι. Αυτή κατάφερνε καμιά φορά να βρει κάνα κοψίδι, κανένα ποδάρι από σκαμνί που το ’χε πεταμένο γιατί δεν έστεκε πια ορθό. Μα πόσο βαστούνε κι εκείνα τα σκουληκοφαγωμένα; Δεν είναι δα κι ατέλειωτα. Όπου μια μέρα μες στο ζόρι της αρπά απ’ τον τοίχο κι ένα κάντρο για να κάμει φωτιά, που είχε απάνω τους γονιούς της με τα ρούχα τα νυφιάτικα. Κι ο άντρας της που ήτανε δάσκαλος και μιλούσε σαν γραμματισμένος, έβαλε τις φωνές και της έλεγε: «Λιγάκι σεβασμό τέλος πάντων για τους προγόνους που μας γέννησαν!» Αλλά ίσαμε να το πει, να δεις τον κάτασπρο πέπλο της νύφης να ’χει μαυρίσει μέσα στις φλόγες, να ’χει γίνει κάρβουνο! Κι ο άντρας της πια να κουνεί την κεφαλή του, να λέει; «Να γιατί δε μ’ αρέσει να φωτογραφίζομαι… Ποτέ δεν ξέρες την τύχη που θα ’χουνε ίσαμε το τέλος τους εκείνα τα ενθύμια… Και τι να πας ν’ αραδιάζεις σκοτούρες στη ζωή σου, σάματις δε σου φτάνανε…»
Το μόνο γιατροσόφι για να λείψουν όλα εκείνα, σκέφτεται ο Οδυσσέας, είναι ν’ αυξήσει το μεροκάματο, άλλος τρόπος δεν υπάρχει.
Κι αμέ εκείνη η άλλη γειτόνισσα που είχε το Νικολάκη της, δυο χρονών αγοράκι, κι ήρθε και σούρωσε απ’ την πείνα σαν ποντικός που απόμεινε νηστικός από καιρό. Μα ένα πρωί η μάνα του ξυπνά και τι να δει; Ο Νικολάκης της να ’χει παχύνει μες στο διάστημα της νύχτας, να ’χει γίνει ολοστρόγγυλος. «Κι είχε χύσει μιαν ομορφιά!» διηγόταν ύστερα η μάνα. «Να βλέπατε κείνο το μάγουλο και κείνα τα μπουτάκια του! Όμορφο σαν αγγελούδι! Μα σε δυο μέρες μέσα, πάει… Ήτανε λέει απ’ το πρήξιμο… Ακούς εκεί απ’ την πείνα ο άνθρωπος να χοντραίνει… Κι ίσα ίσα που πρόλαβα να το δω τόσο ωραίο… Μα μόνο πια σ’ εκείνη την υστερνή ώρα της ζωής του…»
Κι αν ήθελε να ξεμακρύνει ακόμα παραπέρα, ο Οδυσσέας σκέφτεται τον άντρα της ξαδέρφης του. Ένας γερός άνθρωπος, σαν ταύρος. Μα τι δεν κάνει το καθισιό, δηλαδή η ανεργία, που σε σκοτώνει πιο σίγουρα απ’ όσο σκοτώνουν κι οι σφαίρες. Κι ο άνθρωπος αρρώστησε. Όμως δεν έχει ούτε θέρμη ούτε τίποτα τέτοιο, στέκει ορθός στα ποδάρια του. Μα εκεί που στέκει, ξαφνικά δίνει ένα σάλτο μες στο σπίτι, και πάει και κολλά τη μούρη του πάνω στον τοίχο της κάμαρας σάμπως να ’τανε βιτρίνα, κι ανοίγει τα μάτια του ορθάνοιχτα κι αρχινά και λογαριάζει ψιθυριστά μες στο στόμα του: «Τόσο το λάδι. τόσο η ζάχαρη. Τόσο το μαυροπίπερο. Τόσο το μπούτι το κρέας. Τόσο τ’ αρνίσια τζιεράκια. Τόσο τα μήλα η οκά. Τόσο η μαρίδα κι η γόπα…» Και πού πάει και τα θυμάται ο βλογημένος χριστιανός και τ’ αραδιάζει όλα εκείνα. Μα είναι βλέπεις η αρρώστια του.
«Γεια σου, Οδυσσέα, να μπούμε μέσα;»
Ο Οδυσσέας σταμάτησε τότε να σκέφτεται, σηκώνεται και κοιτάζει και βλέπει τρεις εργάτες γνωστούς του μπρος στο παράθυρο, και τους άνοιξε και μπήκαν μέσα.
Ο ένας είναι ο χτίστης ο Ηλίας, ο άλλος ο τσαγκάρης ο Γρηγόρης, κι ο τρίτος ο τραμβαγιέρης ο Γεράσιμος. Ο Οδυσσέας είναι υφαντουργός.
Καθίσανε όλοι ένα γύρω, άλλος μπρος στο τραπέζι, άλλος λίγο παραπέρα. Κι ύστερα από λίγη ησυχία ο Ηλίας είπε πρώτος:
«Ήρθαμε, Οδυσσέα, να σου πούμε τα νέα από κείνη τη συνέλευση που κάναμε για το μεροκάματο».
Σταμάτησε και κοίταξε τους άλλους δυο. Και τότε εκείνοι του ’πανε:
«Λέγε τα εσύ, Ηλία, κι όποιος και να τα πει το ίδιο κάνει».
Κι ο Ηλίας άρχισε κι έλεγε:
«Μας ήρθανε τρεις σταλμένοι απ’ τ’ αφεντικά, δυο από κείνους τους διορισμένους συνδικαλιστές κι ένας αντιπρόσωπος της κυβέρνησης. Κι ανάμεσα σ’ εμάς τους εργάτες μας είχανε βάλει τους χαφιέδες τους. Σηκώθηκε και μιλούσε κείνος ο συνδικαλιστής, τεντώναμε εμείς το λαιμό μας και στήναμε τ’ αφτί μας ν’ ακούσουμε να πει για την αύξηση του μεροκάματου, μιαν ώρα κι απάνω μίλησε, μα δεν ακούσαμε να το λέει. Ό,τι θες άλλο αράδιαζε, μα για το μεροκάματο τίποτα. Εκεί απάνω σκουπίστηκε στο κούτελό του με το μαντίλι, μες στη σάλα ακουστήκανε κάμποσα παλαμάκια απ’ τους χαφιέδες που ήτανε, κι εμείς οι εργάτες καταλάβαμε πως η εισήγηση είχε λάβει τέλος. Εγώ έκαμα αμέσως την απόφαση και σηκώθηκα κι είπα:
“Είμαστε αντιπρόσωποι απ’ τα σωματεία μας κι ήρθαμε εδώ να συζητήσουμε για την αύξηση του μεροκάματου, μα τέτοιο πράμα δεν άκουσα απ’ τον ομιλητή. Τι γίνεται;”
Ένας άλλος εργάτης φώναξε:
“Με τα λεφτά του μήνα έπαιρνες πρώτα ένα ζευγάρι παπούτσια. Τώρα κατήντησε και παίρνεις μόνο ένα παπούτσι!”
Ο ομιλητής ξανασηκώθηκε ορθός κι είπε:
“Συνάδερφοι, αυτή η στιγμή δεν είναι πολύ κατάλληλη για να μπει τέτοιο ζήτημα, ν’ αυξήσει το μεροκάματο, δε θα γίνει δεχτό”.
“Από ποιόν δε θα γίνει”; Ακούστηκε μια φωνή. “Απ’ την κυβέρνηση;”
Ο αντιπρόσωπος της κυβέρνησης έπαιζε πιάνο με τα χέρια του απάνω στο τραπέζι, δεν έβγαλε μήτε άχνα, κι εκείνος ο συνδικαλιστής απάντησε για λογαριασμό τους.
“Σ’ αυτό το ζήτημα δε συμφωνούν καθόλου οι Αμερικάνοι και θα μας πουν το βέτο τους”.
“Και τι είναι εκείνο το βέτο; Εγώ δεν ξέρω τι πάει να πει”, φώναξε ένας εργάτης.
Ο συνδικαλιστής έβγαλε πάλι το μαντίλι του, ξανασκουπίστηκε στο μούτρο και λέει με σοβαρό:
“Συνάδερφοι, το βέτο θα πει να μπαίνει ένα ζήτημα κι οι Αμερικάνοι να μη συμφωνούν, ν’ απόσχουνε απ’ την ψηφοφορία”.
Τότε ένας άλλος εργάτης σηκώνεται ορθός και ρωτά:
“Και τι δουλειά έχει ο Αμερικάνος για να ’ρθει να ψηφίσει για το δικό μου μεροκάματο”;
Ο άλλος συνδικαλιστής που δεν είχε μιλήσει ίσαμε τότες φώναξε καθιστός:
“Οι Αμερικάνοι κάνουνε τόσα πολλά για μας, μας δίνουνε τόσα χρήματα, χρειάζεται βρε αδερφέ να κάνουμε κι εμείς μια μικρή θυσία!”
Μόλις αποτέλειωσε τη λέξη ένας εργάτης ρωτά:
“Και γιατί δηλαδή να την κάμω τη θυσία; Εξήγησέ μου το πρώτα για να το καταλάβω, κι ύστερα να την κάμω τη θυσία άμα χρειάζεται”.
“Συνάδερφοι είναι βαλτός!” φώναξε ένας χαφιές που καθότανε δίπλα μας.
“Εσύ δεν έχεις θέσω εδώ”, τ’ απάντησε αμέσως ένας εργάτης, “ξέρεις πού είναι η θέση σου ύστερα απ’ την κατάχρηση”.
Για μια στιγμή δεν ακούστηκε ούτε ανάσα μες στη σάλα, κι αμέσως ύστερα ο χαφιές σηκώθηκε φουσκωμένος, έστησε το κορμί του κι είπε:
“Εγώ κύριοι συνάδερφοι, μπορεί να ’χα τραβήγματα με την αστυνομία για ένα τέτοιο ζήτημα, δε σας λέω το ενάντιο. Όμως εγώ δεν είμαι κομμουνιστής, κύριοι συνάδερφοι! Είμαι καθαρός! το κούτελό μου είναι άσπρο!”
Γιούχααα! του φωνάξαμε όλοι μας».
Ο χτίστης ο Ηλίας σταμάτησε σα να ’χε κουραστεί να τα λέει, και τότε ο τραμβαγιέρης ο Γεράσιμος εξακολούθησε:
«Ε, τώρα τα υπόλοιπα τα καταλαβαίνεις, Οδυσσέα. Χίμηξαν οι χαφιέδες απάνω μας. Μα καθώς το ξέρουμε το χαβαδάκι απ’ όλες τις φορές, βαστήξαμε για τα καλά κι οι διορισμένοι φύγανε σαν τις βρεγμένες κότες μέσα στην κούρσα που τους καρτέραγε».
«Καημένε», λέει ο Οδυσσέας, «αυτοί όλοι τη δουλειά τους κάνουνε. Είτε έχουνε κιόλας διοριστεί συνδικαλιστές, είτε είναι υποψήφιοι γι’ αυτή τη θέση κι ετοιμάζονται χτυπώντας τους εργάτες. Όλοι τους πρέπει να ’χουνε ένα τέτοιο δίπλωμα στο χέρι».
Κι ο τσαγκάρης ο Γρηγόρης είπε στον Οδυσσέα, που ακόμα δεν το ’ξερε:
«Αυτοί τη δουλειά τους κάνουνε, μα κι εμείς τη δικιά μας. Η απεργία αποφασίστηκε από τα σωματεία τους. Πιστεύω πως θα κατεβείτε κι εσείς οι υφαντουργοί. Ήρθαμε να σ’ το πούμε για να ’στε κι εσείς έτοιμοι».
Πριν ακόμα απαντήσει καλά καλά ο Οδυσσέας, ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα και μια γυναικεία φωνή:
«Καλέ γείτονα, τρέξε στης γειτόνισσας της Κατίγκως που δε μπορεί το κορίτσι της!»
Οι τέσσερις εργάτες σηκωθήκανε όλοι μαζί, ο Οδυσσέας ήτανε σύμφωνος για κείνη την απεργία, περάσανε το δρομάκι για να πάνε στης Κατίγκως, είδανε από την πόρτα πως δεν εχωρούσανε να μπούνε γιατί το σπίτι ήτανε μικρό κι είχε κιόλας γεμίσει, κι οι άλλοι εργάτες δε μπήκανε και μπήκε μέσα μόνο ο Οδυσσέας.
Στο πρώτο καμαράκι κάθονταν τέσσερις άντρες, ο ένας ο πατέρας, στο μέσα χώρισμα ήτανε γυναίκες τριγύρω στο κρεβάτι όπου ήτανε το άρρωστο, και κάμποσα παιδάκια κουλουριασμένα σε μια γωνιά.
Οι άντρες στρίβανε καπνό. Τι ήτανε εκείνοι οι άντρες; Εργάτες. Οι γυναίκες βαστούσανε σταυρωμένα τα χέρια τους απάνω στην κοιλιά τους και κοιτάζανε το άρρωστο, και το σκοτάδι της κάμαρας τους έκρυβε τα πρόσωπα, δεν τα διάκρινες ολοκάθαρα.
Στο πρώτο καμαράκι ο πατέρας του παιδιού έβγαλε από την τσέπη του δυο κομμάτια χαρτιά, το ένα τυπωμένο, το άλλο γραμμένο στη μηχανή, τα ξεδίπλωσε σιγά σιγά, τ’ ακούμπησε με προσοχή πάνω στο τραπέζι και είπε:
«Δηλαδή είναι για σου φεύγει το μυαλό, πάει τελείωσε. Δυο χαρτιά, δυο γνώμες, κι η μια ενάντια στην άλλη. Ορίστε τούτο το χαρτί: “Όλοι στην απεργία!” Κι ορίστε τούτο το άλλο: “Η απεργία συνάδερφε, είναι η καταστροφή σου!” Όπου να μην καταλαβαίνεις πια μπίτι για μπίτι, πάει τελείωσε».
Όλοι οι άντρες τριγύρω πιάσανε τα χαρτιά με τη σειρά και τα κοιτάξανε. Κι όταν τελειώσανε όλοι, ο πατέρας ξανάρχισε:
«Άμα πηγαίνεις στη δουλειά, φέρνεις το βράδυ το μεροκάματο κι η γυναίκα σου δεν ξεφωνίζει να σου τριβελίζει το μυαλό πως δεν έχει μπουκιά για μάσημα. Μα τότες πάλι οι απεργοί σε φωνάζουνε προδότη. Και τι να κάμεις; Τίποτας δε γίνεται, πάει τέλειωσε».
Τότε ένας εργάτης στράφηκε στον Οδυσσέα, επειδή τον έβλεπε πρώτη φορά, και του λέει:
«Εγώ φίλε μου με βλέπεις και που λέγομαι Αντρέας, είχα ένα ντουφεκάκι και πάλευα με τους Γερμανούς, γιατί δε μου γουστάριζε να μου μπερδεύονται μες στα ποδάρια μου. Τρία χρόνια έλειπα τότε απ’ το σπίτι μου. Πότε εδώ σήμερα, πότε εκεί αύριο, το ξέρεις τι είναι το αντάρτικο, να μην τα συζητάμε. Κι άμα γύρισα πίσω οι Γερμανοί δεν ήτανε πια, μα δεν ήτανε μήτε στρώμα μες στο σπίτι μου μήτε καρφί. Και μου το πήρανε και το ντουφεκάκι μου, γιατί μας είπανε πως ήτανε τέτοια η διαταγή. Το στρώμα μου δεν το βρήκα πια, μα τ’ αφεντικά τα βρήκα, ολόιδια και απαράλλαχτα, δίπλα στον μπεζαχτά, και δόστου και να μαζεύουνε τις δεκάρες σαν και πρώτα. Λοιπόν κι εγώ τότες ψήφισα στα συνδικάτα τους κομμουνιστές».
Ο Οδυσσέας που κοίταζε τον Αντρέα όσο μιλούσε, πάνω σ’ αυτό του χαμογέλασε, κι ο πατέρας πάλι είπε:
«Και λέγανε δα τότε πως θ’ αλλάζανε τα πράγματα που τους απαγορέψανε από παντού τους κομμουνιστές. Μα δεν βαριέσαι, αδερφέ μου. Πέντε χρόνια περάσανε, και μπορεί τώρα να ’ναι όλο και πιο χειρότερα. Εγώ δηλαδή δεν ξέρω, μα έτσι το λέω στην ιδέα μου. Και σε πλακώνει μια μαυρίλα που δεν ξεχωρίζεις μπίτι για μπίτι αδερφέ μου, πάει τέλειωσε».
Απ’ το διπλανό χώρισμα, μέσα στο μισοσκόταδο, ακουστήκανε μουρμουρητά, κι η μια απ’ τις γυναίκες έλεγε:
«Τι είναι κείνο που ζητά το κορίτσι σου Κατίγκω; Λαγό; Ήμαρτον Κύριέ μου! Μέσα στη θέρμη του θα το ’δε σαν όνειρο».
Κι η μάνα του η Κατίγκω μουρμούρισε μες στο στόμα της:
«Μικρό βλέπεις είναι, και δεν ξέρει πως οι λαγοί δεν περπατούνε για να μας έρθουνε μέχρι το σπίτι μας… Άχου, κοπέλα μου, για το λαγό πρέπει να πας στον έμπορα και να του μετρήσεις χρήμα!»
Μέσα στο πρώτο καμαράκι ο Οδυσσέας τότε λέει στον πατέρα του παιδιού:
«Κι όμως, Λευτέρη, το ζήτημα είναι πολύ ξεκάθαρο. Το βλέπεις πως το παιδί σου δε θα σ’ τ’ αφήσουνε να μεγαλώσει οι μπαγάσηδες, γι’ αυτό πρέπει να παλέψεις για να το σώσεις. Κι εγώ για κείνη τη δικιά μου παλεύω, για την Πηνελόπη μου, να τη γλιτώσω απ’ τα νύχια τους».
Ένας άλλος εργάτης που λεγόταν Αλέκος και που δεν είχε μιλήσει ακόμα, σήκωσε το κασκέτο του πιο ψηλά στο κεφάλι κι είπε γρήγορα γρήγορα:
«Μην τα μπερδεύετε τα πράματα, μόνο ένα είναι για να δούμε: Θα κατεβούμε σ’ απεργία ή δε θα κατεβούμε; Αυτό είναι τώρα το ζήτημα. Εγώ να σας πω από μέρους μου…»
Και πριν να τελειώσει ό,τι θα ’λεγε ο πατέρας του παιδιού τον έκοψε και ξανάρχισε:
«Να μπόραγες τουλάχιστο να τους ξεκόλλαγες κάτιτις με το καλό απ’ τ’ αφεντικά. Κανένα κοψιδάκι σαν να λέγαμε, αδερφέ μου. Μα δε βαριέσαι. Μήτε τόσο δεν καταφέρνεις με το καλό. Δε σου δίνουνε».
Και τότε ο Αλέκος συμπλήρωσε τη φράση του που είχε αφήσει ατέλειωτη:
«Εγώ από μέρους μου να σας πω δεν κατεβαίνω σ’ απεργία. Ορίστε το χαρτί του συνδικάτου μου τι μου λέει. Και γιατί να μην κάμω εκείνο που μου λέει το συνδικάτο μου; Αυτοί ξέρουνε».
«Κι εσύ, Αβράαμ, τίιλες; Θα κατεβείς εσύ ή δεν κατεβαίνεις;» πετάχτηκε πάλι το πατέρας και ρώτησε τον άλλο εργάτη, έναν που καθόταν παράμερα.
Ο Αβραάμ έστριβε τα δάχτυλά του αρχίζοντας απ’ το μικρό ίσαμε που ’φτανε στο μεγάλο, κι αφού είχε τελειώσει το γύρο, ύστερα πάλι ξανάρχιζε και τα ’στριβε ένα ένα. Και δεν έβγαζε άχνα.
«Και τι θα φαν τα παιδιά σου, σα δεν πλερώνεσαι, Αβραάμ; Αγέρα φρέσκο θα τρώτε;» του λέει ο εργάτης ο Αλέκος.
Ωστόσο ο Αβραάμ και πάλι δεν έβγαλε άχνα, μόνο που έστριβε ακόμα τα δάχτυλα.
Μπήκε ξανά στη μέση ο πατέρας:
«Δε μου λέτε βρε παιδιά! Να μπόραγες τουλάχιστο να τους ξεκόλλαγες απ’ τ’ αφεντικά καμιά στάλα παραπάνω… Δε θα φτώχαινε δα με τόσο λίγο πράμα ένας πλούσιος άνθρωπος… Γι’ αυτό ακούτε δω βρε παιδιά! Εγώ γνώρισα κάποτες έναν εργάτη μουσουλμάνο, κι αυτός μια μέρα μου διάβασε εκείνο κει το Κοράνιο, που θα πει δηλαδή το μουσουλμάνικο ευαγγέλιο. Κι εκείνο δα το Κοράνιο έγραφε μέσα για τ’ αφεντικά, κι έλεγε στη φτωχολογιά: “Να παίρνετε απ’ τα πλούτια τους μιαν ελεημοσύνη για να τους εξαγνίζετε”. Έτσι την έλεγε κείνη τη λέξη. Γι’ ακούτε κει βρε παιδιά! Για να τους εξαγνίζουμε! Πάει να πει δηλαδή, για να τους καθαρίζουμε! Γιατί βλέπεις ένα αφεντικό πάντα θα καταφέρει να βρομίσει τα ξερά του, λοιπόν πρέπει κι εμείς να του παίρνουμε μια στάλα πράμα για να του τα ξεβρομίζουμε! Μα έλα που με το καλό δε σου δίνουνε ούτε τόσο. Πάει τελείωσε».
«Ε βλέπεις λοιπόν, Λευτέρη», του λέει ο Οδυσσέας, «αφού το λες και μονάχος σου. Με το καλό τ’ αφεντικό δε θα σου δώσει ποτέ. Πρέπει να τον αναγκάσεις».
Εκείνη τη στιγμή το άρρωστο κορίτσι απάνω στο κρεβάτι λιγοθύμησε ξανά, οι γυναίκες τρέξαν από πάνω του, το χτυπήσανε στο μούτρο, το ποτίσανε νερό, του τρίψανε τα μηλίγγια του, του δώσανε κάτι να μυρίσει, κι όλα τ’ άλλα παιδάκια, κουλουριασμένα στη γωνιά τα χάσανε και κοιτάζανε.
Μέσα στο πρώτο καμαράκι ο πατέρας έστριψε καπνό και μουρμούρισε:
«Όχι, οι κακούργοι δε θα μου τ’ αφήσουνε να μεγαλώσει το κορίτσι μου, καλά μου το ’πες, Οδυσσέα. Πάει τέλειωσε».
«Εσύ τι έχεις και μουρμουράς;» του φώναξε από μέσα η γυναίκα του. «Το παιδί γύρευε τώρα δα λαγό, κάλλιο θα ’κανες να της έφερνες κανένα ποδαράκι, αντίς να κάθεσαι να κλώθεις σαν τη σβούρα στην καρέκλα σου».
Κι ο πατέρας ξανάπε:
«Όχι, οι κακούργοι δε θα μου τ’ αφήσουνε να μεγαλώσει, σίγουρα πράματα, πάει τέλειωσε».
«Ε το λοιπόν, Λευτέρη», του λέει ο Αλέκος, «εσύ θα πιάσεις δουλειά, δε θα κατέβεις στην απεργία, ε;»
Ο Λευτέρης, ο πατέρας, έριξε τη ματιά του πάνω στο κρεβάτι όπου ήταν το παιδί του, το μούτρο του σαν να ξάναψε, κι είπε με δυνατή φωνή:
«Όχι, δουλειά δε θα πιάσω. Είκοσι χρόνια δούλευα. Είκοσι χρόνια υπάκουα σ’ εκείνους που προσπαθούσανε να τη σπουν την απεργία κάθε που οι εργάτες την κάνανε. Τώρα δεν υπακούω πια. Τώρα θα πάω κι εγώ μαζί με τους εργάτες, πάει τέλειωσε».
Μ’ εκείνη τη δυνατή φωνή οι γυναίκες γυρίσανε την κεφαλή τους στον πατέρα και τον κοίταξαν, και σκύψανε και τα παιδάκια απ’ τη γωνιά τους να δούνε.
«Μπράβο Λευτέρη!» του λέει ο Αντρέας. «Με το σταυρό στο χέρι σου το ’χω πει τόσες φορές πως δε γίνεται τίποτα. Το δίκιο θέλει σπαθί για να το κουμαντάρεις. Κι εμάς ποιο είναι το ντουφέκι μας ετούτον τον καιρό; Τώρα αυτοδά είναι το ντουφεκάκι μας εμάς: η απεργία!»
Μέσα στο καμαράκι, μ’ εκείνη τη λέξη π’ ακούσανε σαν να ’ταν ένα πρόσταγμα, κι ίσως γιατί ήταν μαθημένα να την ακούνε τόσες φορές, τα παιδάκια χτυπήσανε παλαμάκια και φωνάξανε:
«Ζήτω η απεργία, ζήτωωω!»
Κι από πίσω κι οι γυναίκες γύρω γύρω απ’ το κρεβάτι, γιατί ήτανε κι εκείνες μαθημένες στα τέτοια να κάνουνε μαζί με τους άντρες τους κάθε που παίρνανε την απόφαση, είπανε τότε κι εκείνες μαζί με τα παιδάκια: «Ζήτωωω!»
Τότε σηκώθηκε ο Αλέκος απάνω και λέει στον άλλο εργάτη που καθόταν παράμερα:
«Το λοιπόν πάμε εμείς, Αβραάμ. Εμείς όπως κι αν έχει θα δουλέψουμε. Σύμφωνοι;»
Ο Αβραάμ ξανάρχισε να στρίβει τα δάχτυλά του και λέει αγάλια αγάλια:
«Όχι, ούτε κι εγώ δε θα δουλέψω, Αλέκο. Κάνω μαζί με τα παιδιά από δω, γιατί έχουνε δίκιο. Γιατί τα λεφτά που σου δίνουνε σε κάθε απεργία, άμα θα γίνεις απεργοσπάστης, ύστερα σου τα παίρνουνε πίσω πιο χειρότερα. Είναι λεφτά καταραμένα, ποτές δε σου βγαίνουνε σε καλό».
Ο Οδυσσέας τον κοίταζε μ’ ένα χαρούμενο χαμόγελο στα χείλια του και σηκώθηκε κι εκείνος. Μα πριν φύγει, ήθελε να δοκιμάσει ακόμα μια φορά μ’ εκείνον τον Αλέκο, και πήγε κοντά του από πίσω και τον άγγιξε στον ώμο του.
Ο Αλέκος σαν να ταράχτηκε, κατέβασε τα μάτια του κι είπε, κι εκείνα τα λόγια του θαρρείς πως του βγαίνανε με ζόρι:
«Φίλε, άσε με εμένα? Εσείς έχετε κουράγιο, εγώ δεν έχω? Το βλέπεις? Άστε με εμένα στη μπάντα? Γεια σας?»
Κι άνοιξε αμέσως την πόρτα κι έφυγε. Κι ο Οδυσσέας του φώναξε γρήγορα για να τον προλάβει:
«Αν δεν είναι τούτη τη φορά, την άλλη φορά, Αλέκο, θα ’ρθεις κι εσύ μαζί μας, γιατί εκεί είναι η θέση σου».
Ύστερα γύρισε πίσω του και είπε στον πατέρα του παιδιού:
«Τώρα το βλέπεις, Λευτέρη, τί σχέση υπάρχει ανάμεσα στην απεργία και στη ζωή της κόρης σου;»
Κι ο Λευτέρης είπε μόνο:
«Το βλέπω».
«Κι έρχεσαι τώρα μαζί μας μ’ όλη σου την καρδιά;»
Ο Λευτέρης αποκρίθηκε:
«Εμ τι; Με μισή καρδιά πάνε σε τέτοια πράματα; Κι η άλλη μισή που θ’ απόμενε, τί να την κάμεις, τι τ’ όφελος, που θα ’χε χάσει το ταίρι της!»
Έτσι από σπίτι σε σπίτι, από στόμα σε στόμα, ετοιμαζόταν η απεργία απ’ τους εργάτες της Αθήνας, μέσα σ’ εκείνη την άνοιξη που ήταν σχεδόν καλοκαίρι. Άλλοι συνειδητά, άλλοι ακόμα ασυνείδητα όλοι ήταν οι μηχανικοί που χτίζανε σιγά σιγά την Ελλάδα. με μόχθο και με υπομονή.
Γύρω απ’ την Ακρόπολη όπου κατοικούσαν εκείνοι οι εργάτες, ο Οδυσσέας, ο Ηλίας, ο Γρηγόρης, ο Γεράσιμος, ο Αντρέας, ο Λευτέρης, ο Αβραάμ, ο Αλέκος, τόσα και τόσα ονόματα που τα ’χουν πάρει απ’ τον πάππο τους και θα τα δώσουν στο εγγόνι τους, που ο καθένας τους ξεκίνησε κι από ’να χωριό και πόλη κι ήρθε κι άραξε εδώ, που ο καθένας τους βρέθηκε σε πολέμους κι αγώνες, σε μεγαλεία και συμφορές που συντάραζαν τον τόπο τους, κι ο καθένας πήρε θέση μέσα σ’ εκείνη τη στρατιά την ντόπια μα και παγκόσμια, μ’ όπλο στον ώμο ή ξαρμάτωτος, κατά πώς το ’θελε η ώρα, τριγύρω απ’ την Ακρόπολη όπου είναι τώρα τα σπίτια τους, η ζωή βράζει σαν το μούστο που θα φουσκώσει στο πατητήρι, να γυρίσει σε κρασί.
Τουρίστες απ’ όλη τη γη ανεβαίνουν συνέχεια σ’ εκείνο το πανάρχαιο φρούριο. Άνθρωποι με μονομανίες που κρατιόντανε να μην πεθάνουν ακόμα αν δεν το ’χανε δει για μια έστω φορά στη ζωή τους. Ζωγράφοι και μηχανικοί σκαρφάλωναν απάνω στα φημισμένα βράχια, δίπλα από κείνα τα στριφτά σοκάκια που έχουνε τόση νοστιμιά να τα βλέπεις απόξω, μα τόση φρίκη όταν τα κατοικείς.
Τουρίστες ανεβαίνανε απάνω, κι ολόγυρα ζούσανε άνθρωποι, χιλιάδες σπίτια, γειτονιές ολάκερες. Γυναίκες ρίχναν τα χαρτιά για να ξορκίσουν τη μοίρα τη μαύρη και τη σκοτεινή, άντρες πουλούσαν χασίς όταν δεν είχαν άλλο πράμα να μπορούν να πουλήσουνε, παιδάκια πέθαιναν σαν τα σπουργίτια, τόσο ήσυχα πέθαιναν δίχως να βγάζουν άχνα, όσο οι τουρίστες από δίπλα δόστου κι ανηφορίζανε σ’ εκείνο το φρούριο της Ακρόπολης.
Απ’ τους πιο κοντινούς της γείτονες που πέρασαν όλη τους τη ζωή κοντά της, ήταν πολλοί που την Ακρόπολη δεν την ήξεραν καθόλου. Γι’ αυτούς δεν ήτανε τίποτε. Δεν τους έφερνε εκείνος ο βράχος μήτε περηφάνια μήτε θαυμασμό. Ούτε καν τον κουβέντιαζαν, όπως μιλούσαν να πούμε για τη γλάστρα το βασιλικό που ήτανε στο πρεβάζι τους, ή τη σκεπή που σούρωνε κι έμπαινε το νερό της βροχής μέσα στο σπίτι. Εκείνα όλα ήταν η ζωή. Τα καθεμέρα του ανθρώπου. Κι η Ακρόπολη τι ήτανε; Τίποτα. Δεν είχαν πάει μήτε στα σκολειά για να τους τη μαθαίνανε. Κι ήταν και πολλοί μάλιστα που μήτε καν τη βλέπανε μέσ’ απ’ το βάθος βάθος της καλύβας όπου ζούσανε, τους την κρύβανε τα βράχια. Κι ήταν ακόμα και κάμποσοι, οι πιο αγριωποί, που ήρθανε πια και τη μίσησαν. Και λέγανε: «Ακούς εκεί αδερφέ, τόσος άχρηστος τόπος! Κι εμείς να ’μαστε πατηκωμένοι ολοτρόγυρα, να ψηνόμαστε!» Κι αν ήταν πια να πιστέψεις κι εκείνα τα λόγια π’ ακούγονταν, πως θα τους ξεσπιτίζανε για τις ανασκαφές! Ε τότε πια ήτανε πολλοί π’ αρχίσανε και λέγανε: «Ακούς εκεί αδερφέ, να βγούμε εμείς στο δρόμο για κείνες τις κοτρόνες και τα παλιομάρμαρα!»
Αλλά μια μέρα είχαν έρθει οι μάχες του Δεκέμβρη. Αμέσως ύστερα απ’ τους Γερμανούς χτυπούσαν οι Άγγλοι την Αθήνα, κι έρχονταν οι οβίδες και σκούσανε σαν ρουκέτες ίσαμε πάνω στην Ακρόπολη. Είχανε μαζευτεί όλοι οι κάτοικοι από γύρω, είχανε πιάσει ένα ντουφέκι, είχανε βγει στο δρόμο για να υπερασπίσουν τα σπίτια τους, και τότε τους μηνούνε οι Άγγλοι: «Να μη δοθεί μάχη στην Ακρόπολη για να μη βλάψουμε τις αρχαιότητες». Οι ελασίτες της περιφέρειας συμφωνούνε και φεύγουνε. Τότε οι Άγγλοι ανεβαίνουν απάνω, στήνουν εκεί τα πολυβόλα τους, καθώς το ’καναν κι όλοι οι άγριοι που πέρασαν στα παλιά χρόνια από τούτο στο μέρος, κι αρχίζουν και χτυπούνε την πόλη. Η παρακάτω ημερήσια διαταγή του ΕΛΑΣ πέρασε τότε από χέρι σε χέρι σ’ όλη την περιφέρεια και σ’ όλη την πρωτεύουσα:
«Η Ακρόπολη είναι δικιά μας, μην την χαλάτε, συναγωνιστές! Οι Άγγλοι σε λίγο θα φύγουνε, ενώ εμείς θα μείνουμε πάνω σ’ ετούτον τον τόπο!».
Έτσι μέσα σ’ εκείνη την ιστορική στιγμή, όταν η ζωή του καθενός κι ολονών εκινδύνευε, οι γείτονες του Παρθενώνα νιώσανε ξαφνικά την αξία του.