Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΕΡΩΤΑΣ
Παρασύρθηκα από τους φοιτητές μου και ξέχασα το Νικηφόρο Νοταρά, μα ξέρω πού να τον ανταμώσω τέτοια ώρα. Βρίσκεται στης ερωμένης του και κάνει τον έρωτα. Ας αφήσουμε λοιπόν τους νέους της Αργώς να κοπανούν ιδέες και να παίζουν την πολιτική στο Ζάππειο, και πάμε να δούμε τί άνεμος φυσά στην οδό Βουλής, στα ιδιαίτερα δωμάτια της κ. Όλγας Σκινά.
Η κ. Όλγα Σκινά πέρασε τα τριάντα, οι φίλες της λένε πως πάτησε και τα τριάντα-πέντε, μα δεν της φαίνεται βέβαια γιατί είναι γυναίκα του κόσμου και ξέρει πώς να παρατείνει τη νιότη της. Ολόγυμνη, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, απάνω από τα σκεπάσματα, με πλέρια πεποίθηση στον εαυτό της, μοιάζει ώριμη γυναίκα, αλλά άφθαρτη, ικανή να αντιμετωπίσει περήφανα πολλές ακόμα ερωτικές δοκιμασίες. Τεντώθηκε, τα πόδια ίσια και σφιγμένα, τα μπράτσα ανοιχτά, σα σταυρωμένη, το κεφάλι ριγμένο πίσω, εγκαταλειμένο, βαθιά χωμένο στο πελώριο πουπουλένιο μαξιλάρι, που φουσκώνει απότομα από τις δυο μεριές. Η πυκνή μαύρη χαίτη της σκεπάζει το δεξιό ώμο και διαλύεται απάνω στα προκλητικά στήθια, που ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά. Ξεχάστηκε ποιος ξέρει πόση ώρα, με τα μάτια μισόκλειστα, παραδομένη στη νωχέλεια και τη λαγνεία, εξαντλημένη από την ηδονή.
Ο Νικηφόρος έβαλε τις πυτζάμες του και τις παντούφλες του, ήπιε ένα ουίσκι με σόντα, άναψε ένα τσιγάρο και στρώθηκε σε μια πολυθρόνα, κοντά σ’ ένα παράθυρο. Από το πίσω μέρος της οδού Βουλής τα ψηλά σπίτια έχουν μια θαυμάσια θέα προς τον κάμπο της Αθήνας, κορνιζαρισμένο από τα μενεξεδένια βουνά, με φόντο τη θάλασσα. Στο κέντρο της εικόνας ορθώνεται η Ακρόπολη, ολόκληρη και κοντινή, σε μέγεθος όσο χρειάζεται για να τη συλλάβεις σ’ όλες τις λεπτομέρειές της με μια ματιά. Ο Νικηφόρος ξεχάστηκε κοιτάζοντας τον ήλιο να βασιλεύει ανάμεσα στους στύλους του Ερεχθείου. Η φυσιολογική ικανοποίηση των αισθήσεών του κ’ η ικανοποίηση της αντρικής φιλοτιμίας του για την κατοχή μιας θρυλικής ομορφιάς συνδυαζόντανε μέσα του με την καθαρά πνευματική ικανοποίηση που του πρόσφερνε το τοπίο. Δε ζητούσε άλλο τίποτα από την πλάση, τα είχε όλα εκείνη την στιγμή. Αισθανότανε γεμάτος, ολοκληρωμένος και τέλεια ισορροπημένος, άνθρωπος που κατάκτησε ολότελα τη ζωή και εκπλήρωσε τον προορισμό του στον κόσμο. Είχε φτάσει, για μια στιγμή, στην αταραξία της πλέριας ευδαιμονίας.
—Νίκη, darling, είπε η όμορφη γυναίκα με σβησμένη φωνή, ήθελα νάξερα μ’ αγαπάς αληθινά;
—Και βέβαια σ’ αγαπώ, αποκρίθηκε ο Νίκης.
Ξαπλώθηκε αναπαυτικότερα στην πολυθρόνα του, ακουμπώντας τα πόδια του σε μια καρέκλα, κ’ εξακολούθησε να καπνίζει με ολύμπια γαλήνη, κοιτάζοντας προς το Ερέχθειο.
—Νίκη, αγαπάς το σώμα μου, τη σάρκα μου, την ηδονή που σου δίνω. Δε συλλογίζεσαι πως έχω και μια ψυχή.
Ο Νίκης προφανώς είχε το νου του αλλού, μα έπρεπε να απαντήσει κάτι σχετικό , σαν άνθρωπος με καλή ανατροφή.
—Γιατί μιλάς έτσι, φίλη μου; ρώτησε ήρεμα. Ξέρεις καλά πόσο είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Θα θυσίαζα για σένα το καθετί.
Πρόφερε αυτά τα λόγια μηχανικά, από τυπική υποχρέωση, χωρίς να σκεφτεί τι έλεγε. Η γυναίκα άνοιξε τα μάτια, ανάσανε βαθιά και αργά, τεντώθηκε λάγνα, ορθώνοντας ψηλά τα στήθια. Κατόπι μισοσηκώθηκε, στράφηκε βαριά, μ’ όλο το κορμί της, προς το μέρος του Νικηφόρου. Έριξε βίαια τα μαλλιά της στη ράχη της, μάζεψε τα πόδια της, ζάρωσε σαν ένα μικρό παιδί, φοβισμένο και πονηρό, που γυρεύει προστασία και χάδια.
—Νίκη, πόσο μ’ αγαπούσες πριν μ’ αποκτήσεις! Θυμάσαι άραγε; Τι όμορφα που ήταν σαν πρωτογνωριστήκαμε. Κοκκίνιζες, δεν εύρισκες τί να μου πεις. Ήσουν συγκινημένος, Νίκη… Θυμάσαι όταν χορεύαμε σιωπηλά — με κοίταζες μες στα μάτια, μου έσφιγγες το χέρι, με τραβούσες απάνω στο στήθος σου, ένιωθα τα μαλλιά μου να χαϊδεύουν το μάγουλό σου — Νίκη, πώς χτυπούσε η καρδιά μου νάξερες! Την πρώτη φορά που μου μίλησες για έρωτα, ήσουν χλωμός, ντροπαλός, σαν πρωτόβγαλτο αγόρι — κ’ εγώ πώς κοπίαζα για να διατηρήσω το κοροϊδευτικό χαμόγελό μου, την αδιαφορία μου — να δείξω πως σου έκανα μεγάλη χάρη που σε άκουα — μα σε ποθούσα, σε λαχταρούσα μ’ όλο το είναι μου — νάξερες! από την πρώτη στιγμή που σε είδα… Νίκη, τι γλυκές στιγμές όταν αρχίζει ο έρωτας! Πες, Νίκη, γιατί δε μ’ αγαπάς πια όπως τότε;
Ο Νίκης ήρθε και κάθησε κοντά της, στην άκρη του κρεβατιού, την πήρε στην αγκαλιά του, τη φίλησε απαλά, σχεδόν αθώα, στα μαλλιά, στα μάτια, στην άκρη των χειλιών. Τη μάλωσε σιγά-σιγά:
—Γρινιάρα, παραπονιάρα, κλαψιάρα, ποτέ δεν είσαι ευχαριστημένη…
Εκείνη ξανάκλεισε τα μάτια, γλυκιά, τρυφερή, λιγωμένη από τα χάδια και το παράπονο. Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι, λίγη ώρα, σιωπηλά. Κατόπι ο Νικηφόρος πήγε και ήπιε ένα δεύτερο ουίσκι και κάθησε πάλι στην πολυθρόνα του. Η κ. Σκινά κατάλαβε πως το πρόγραμμα της ημέρας είχε εξαντληθεί οριστικά. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, φόρεσε τη ρόμπα της και τα σκαρπίνια της και κάθησε μπροστά στον καθρέφτη της να χτενιστεί και να διορθώσει τα νύχια της.
Η κ. Όλγα Σκινά είχε παντρευτεί έναν από τους νέους πολιτικούς που φανερώθηκαν μετά το 1910 κ’ έκαναν τη σταδιοδρομία τους την εποχή των πολέμων και των επαναστάσεων. Η προέλευση του Παύλου Σκινά είναι ταπεινή και αρκετά σκοτεινή. Κανείς δεν ξέρει με ακρίβεια από πού κρατά η σκούφια του. Κατάγεται πάντως από το εσωτερικό της Μακεδονίας κα, κατά πάσα πιθανότητα, γεννήθηκε χωριατόπαιδο. Ανατράφηκε στα μεγάλα λιμάνια του Αιγαίου, στη Θεσσαλονίκη, στη Σμύρνη, στον Πειραιά, δουλεύοντας με κάποιους άσημους συγγενήδες του, που δεν άφησαν πουθενά ίχνη των επιχειρήσεών τους. Την εποχή των μακεδονικών αγώνων ήταν δημοδιδάσκαλος στο Γαλατά της Πόλης και δούλευε αθόρυβα για την εθνική υπόθεση, ανακατωμένος σ’ όλες τις μανούβρες του Φαναριού και της ελληνικής διπλωματίας. Υπηρετούσε στην πρεσβεία με πολλή τέχνη και με γενναιότητα ως κρυφός προπαγανδιστής και κατάσκοπος. Έτσι γνωρίστηκε και με τον Ίωνα Δραγούμη, του πρόσφερε σημαντικές εκδουλεύσεις και απόκτησε την εκτίμησή του και τη συμπάθειά του. Ο Δραγούμης τον βοήθησε αργότερα να κάνει ένα όνομα στην αθηναϊκή κοινωνία.
Κατά το 1908 ο Παύλος Σκινάς πήγε να σπουδάσει κοινωνικές επιστήμες στη Γερμανία, ακολουθώντας τη μόδα της εποχής του. Γύρισε στα ελληνικά χώματα άλλος άνθρωπος, εξευρωπαϊσμένος, σοφός, επιβλητικός, αλλά με την ίδια πάντα αγάπη της δράσης και με την ίδια αλύγιστη ενεργητικότητα. Η νευρική, αισιόδοξη εκείνη εποχή (επομένη της επανάστασης του 1909 και παραμονές των βαλκανικών πολέμων) ευνοούσε στην Αθήνα πολλών ειδών φούμαρα και κυρίως φούμαρα σχετικά με την ανόρθωση της Ελλάδας, το συγχρονισμό του Κράτους και της εθνικής οικονομίας, τον εκβιομηχανισμό, την κοινωνική πρόοδο κτλ. Ο Παύλος Σκινάς δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει τη φιλοδοξία του. Η επικοινωνία με τη Δύση κ’ οι ανώτερες σπουδές του είχανε ξανοίξει νέα πεδία δράσης, πλούσια και ανεκμετάλλευτα. Η νευρικότητα της Αθήνας τον κεντούσε και τον ερέθιζε, τον έσπρωχνε μπροστά με βία. Ο τόπος γύρευε πάλι νέους ανθρώπους, νέες ιδέες, νέες μέθοδες. Ο Σκινάς ένιωθε πως δεν μπορούσε να βρεθεί πιο κατάλληλη στιγμή και πιο κατάλληλο περιβάλλον για να κάνει την τύχη του ένας νέος άντρας, δυνατός και καπάτσος. Μα ένιωθε συνάμα πως δεν είχε καιρό να χάνει, γιατί οι υποψήφιοι της δράσης αφθονούσαν, η γενεά του έμοιαζε πολύ πλούσια σε ατομικότητες και σε θελήσεις. Ρίχτηκε λοιπόν με τα μούτρα στη ρεκλάμα, γέμισε με το όνομά του τις εφημερίδες και τις αίθουσες των διαλέξεων, και δεν άργησε να γίνει γνωστός.
Ανήκε τότε σε μια ομάδα νέων επιστημόνων, κοινωνιολόγων και φιλοσόφων, που ακολουθούσαν τη διδασκαλία του Σκληρού και αποτελούσαν τη μαρξική πρωτοπορία της αθηναϊκής κοινωνίας.
Το πρόγραμμά τους ήταν περίπου το εξής:
—Πιστεύουμε a priori στο μαρξισμό, στον ιστορικό υλισμό, στο σοσιαλισμό γενικά. Μα η Ελλάδα είναι μια χώρα καθυστερημένη, αγροτική και μικροαστική, επομένως μας λείπουν οι φυσικές προϋποθέσεις του σοσιαλισμού. Για να υπάρξει στον τόπο μας μια σοβαρή σοσιαλιστική δράση, πρέπει προηγουμένως να οργανωθεί η κοινωνία μας απάνω σε σοβαρές κεφαλαιοκρατικές βάσεις. Προς το παρόν, το χρέος μας είναι να αναπτύξουμε όσο το δυνατό περισσότερο τον καπιταλισμό μας, να μετατρέψουμε τη μικροαστική Ελλάδα σε χώρα μεγαλοαστική και προλεταριακή, και παράλληλα να καλλιεργούμε το σοσιαλισμό θεωρητικά και να του προετοιμάζουμε το έδαφος. Όταν η Ελλάδα γίνει μια μέρα κεφαλαιοκρατική (και τούτο θα συμβεί αναπόφευκτα), τότε θα κηρύξουμε την πάλη των τάξεων και θα αγωνιστούμε για την επικράτηση του σοσιαλισμού.
Μερικά κριτικά πνεύματα βρήκανε πολύ παράλογο αυτό το πρόγραμμα κοινωνικής αναμόρφωσης. Οι Έλληνες —έλεγαν— είναι πολύ τυχεροί, που δεν είναι προλετάριοι, και μακάρι να μην γίνουν ποτέ. Το προλεταριάτο είναι μια κοινωνική αρρώστια κι’ ο σοσιαλισμός είναι η θεραπεία αυτής της αρρώστιας. Μα είναι ακατανόητο να γυρεύουμε και σώνει και καλά να αρρωστήσουμε μόνο και μόνο για να μας δοθεί κατόπι η ευκαιρία να υποβληθούμε σε θεραπεία. Πού ακούστηκε —ρωτούσαν— να αρρωστά ο κόσμος για να κάνει ευχαρίστηση στην επιστήμη και στους γιατρούς;
Αυτά ψιθύριζαν δειλά-δειλά τα κριτικά πνεύματα, μα οι νέοι μαρξιστές τα ονόμασαν αγράμματα και αντιδραστικά, τα κοροϊδέψανε και τα παραπέμψανε στη σχετική βιβλιογραφία. Και τα κριτικά πνεύματα τραβηχτήκανε στα πιο σκοτεινά βάθη του καφενείου του Ζαχαράτου, κούρνιασαν εκεί-μέσα και δεν τολμούσαν πια να βγάλουν τσιμουδιά, επειδή δεν είχαν υπ’ όψη τους τη βιβλιογραφία, μήτε είχαν πάει ποτέ, τα άθλια, σε γερμανικό Πανεπιστήμιο.
Οι νέοι μαρξιστές πήρανε τη φόρα τους με πολύ κέφι και με τον αέρα πρίμα. Η γοργή ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας, ο απότομος διπλασιασμός του Κράτους, ο Πόλεμος τέλος, ο Μεγάλος Πόλεμος, μ’ όλες τις πολιτικές και οικονομικές αναστατώσεις του, ευνοούσαν τους τολμηρούς και φιλοπρόοδους ανθρώπους. Δεν έλειπαν οι θέσεις, μήτε τα προβλήματα, μήτε οι ευκαιρίες της επίδειξης, μήτε η δουλειά, φτάνει να είχες όρεξη να δουλέψεις. Οι καριέρες έτρεχαν γρήγορα εκείνον τον καιρό. Στο μεταξύ όμως ο Σκινάς και οι σύντροφοί του εξελίχτηκαν. Δουλεύοντας για την ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας, με σκοπό να φτάσουνε στο σοσιαλισμό, μπήκαν αναγκαστικά στο κεφαλαιοκρατικό περιβάλλον, δοκίμασαν τα κεφαλαιοκρατικά αγαθά, τα συνήθισαν, κ’ ύστερα από κάμποσο καιρό δεν είχανε πια καμιάν όρεξη να αλλάξουν καθεστώς. Οι σοσιαλιστές τους αποκήρυξαν, τους ονόμασαν αρριβίστες και σοσιαλπροδότες, κι αυτοί αποκήρυξαν τον ελληνικό σοσιαλισμό, λέγοντας πως είναι ένας σοσιαλισμός επιπόλαιος ανόητος, αμόρφωτος και ανεπιστημονικός, που δεν κρατά τους νόμους της κοινωνικής επιστήμης. Έτσι ο καθένας ήτανε συνεπής με τις αρχές του.
Ο Σκινάς ήταν ο πρωταθλητής της παρέας, ο πιο τολμηρός, πιο αποφασιστικός και πιο γοργός απ’ όλους. Δε σκοτιζότανε καθόλου για τα προσχήματα. Εκμεταλλευότανε όλες τις περιστάσεις, χωρίς καμιά συστολή, για να κανονίζει τις δουλειές του και να αυξάνει τη δύναμή του. Χρησιμοποίησε τους μαρξιστές κοινωνιολόγους και τα εργατικά συνδικάτα για να κάνει ένα όνομα και να βγει βουλευτής. Αμέσως κατόπι τους κλώτσησε. Στη Βουλή ακολούθησε πιστά το Βενιζέλο, όσο τον έβλεπε παντοδύναμο. Στα 1915 όμως ήτανε βασιλικός, πρόεδρος επιστράτων και φίλος της γερμανικής πρεσβείας. Το Νοέμβριο του 1916 πήρε μέρος στη μάχη του Ζαππείου εναντίον των Αγγλογάλλων ναυτών. Την ίδια εποχή έγραφε στις εφημερίδες φλογερά άρθρα εναντίον του «προδότη» Βενιζέλου. Στα 1917 και 18 χάθηκε ολότελα, κανείς δεν άκουσε πουθενά το όνομά του. Την 3 Μαΐου 1919, την επομένη της κατάληψης της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό, προσχώρησε επίσημα στο φιλελεύθερο στρατόπεδο.
—Καθ’ ην στιγμήν, έλεγε στις εφημερίδες, πραγματοποιούνται περιτράνως τα λαμπρότερα όνειρα του έθνους, δονείται δε εξ ιεράς συγκινήσεως πάσα ελληνική καρδία, ας θυσιάσωμεν εις τον βωμόν της πατρίδος τα κομματικά και τα προσωπικά ημών συμφέροντα, και ας ενωθώμεν πάντες πέριξ της εθνικής σημαίας και πέριξ της νομίμου Κυβερνήσεως της χώρας οσονδήποτε και αν μας χωρίζουν από αυτήν διαφωνίαι αναγόμεναι εις την σφαίραν των ιδεών κτλ.
Ο Βενιζέλος τον δέχτηκε χωρίς πολλά παζαρέματα, γιατί εκτιμούσε τις ικανότητές του. Αλλά, μετά τη βενιζελική πανωλεθρία της 1 Νοεμβρίου 1920, ο Σκινάς αρνήθηκε να ακολουθήσει τους νέους συνεργάτες του στην εξορία ή στη φυλακή. Προτίμησε να σηκώσει τη σημαία της ουδετερότητας και της αμεροληψίας, συνεχίζοντας, σε άλλο τόνο, τις δηλώσεις του του 1919. — Μπροστά στους εξωτερικούς κινδύνους που απειλούν το έθνος — έλεγε — το χρέος κάθε αληθινού πατριώτη είναι να λησμονήσει τα εμφύλια πολιτικά πάθη. Ας ενωθούμε για χάρη της πατρίδας. Κι’ αφού το έθνος θέλει το βασιλιά, αφού, μετά τις τελευταίες εκλογές, ο βασιλιάς ενσαρκώνει τη νομιμότητα, ας ενωθούμε γύρω στο βασιλιά.
Αναγνώρισε λοιπόν το νέο καθεστώς κ’ έκανε μια πολύ μετρημένη και αξιοπρεπή αντιπολίτευση στο Γούναρη, περιμένοντας τη φθορά του λαϊκού κόμματος. Έδινε τότε την εντύπωση ότι ήταν ένας άνθρωπος που έθετε τα εθνικά συμφέροντα απάνω από το καθετί, ολότελα χειραφετημένος από ταπεινά πάθη και στενοκέφαλους κομματισμούς. Το κύρος του ολοένα και μεγάλωνε. Πολλοί σοβαροί και ψύχραιμοι πολίτες τον είχανε σε υπόληψη για την ανεξαρτησία του χαρακτήρα του και για τον ανυστερόβουλο πατριωτισμό του. Ο Κωνσταντίνος, σε ορισμένες στιγμές, όταν κατόρθωνε να λυτρωθεί από τις υστερικές επιδράσεις της αυλής και των πολιτικών του φίλων, συλλογιζότανε πως ήτανε συμφέρον της δυναστείας να προσεταιριστεί ανθρώπους ουδέτερους και αμερόληπτους, που να έχουνε δεσμούς με τις δυο παρατάξεις. Κάλεσε τον Παύλο Σκινά στο Παλάτι μερικές φορές, του ζήτησε τις γνώμες του για την κατάσταση, του έδωσε ελπίδες. Ο παλιός δημοδιδάσκαλος του Γαλατά άρχισε να ονειρεύεται την πρωθυπουργία. Βλέποντας τη φθορά του Γούναρη να αυξάνει μέρα με τη μέρα, άνοιξε μια πλάγια δημοσιογραφική καμπάνια εναντίον του με το σύνθημα της Εθνικής Σωτηρίας, μιλώντας για την ανάγκη μιας τρίτης κατάστασης, για μια υπερκομματική Κυβέρνηση και άλλα τέτοια. Από το Παλάτι του μήνυσαν πως βρίσκεται στον καλό δρόμο. Δυστυχώς γι’ αυτόν τα γεγονότα αναποδογύρισαν όλα τα σχέδιά του και ματαίωσαν οριστικά τις μανούβρες ορισμένων κύκλων του Παλατιού.
Ο Παύλος Σκινάς όμως δεν ήταν από κείνους που εγκαταλείπουν το σκοπό τους όταν συναντούν αντίθετες περιστάσεις. Μετά την Καταστροφή και την Επανάσταση του 1922, πήρε ένα ύφος θριαμβευτικό. Αυτός τα είχε πει μα κανείς δεν άκουε. Φώναζε: Ενωθείτε, ειδεμή θα καταστρέψετε το έθνος. Δεν ενωθήκανε. Εξακολουθήσανε να τρώγουνται σαν τα σκυλιά, μπροστά στον εχθρό. Και ιδού η Καταστροφή! — Αυτά περίπου ήθελε να εκφράσει με το ύφος του, με τις δηλώσεις του, με την αρθρογραφία του, και πολύς κόσμος συλλογιζότανε πως είχε δίκιο. Κατάλαβε όμως καλά από πού φυσούσε ο αέρας και κηρύχτηκε δημοκρατικός από τους πρώτους. («Η Δημοκρατία μας χωρίζει λιγότερο»). Ξαναθυμήθηκε μάλιστα και το σοσιαλισμό, που τον είχε ολότελα ξεχάσει καμιά δεκαριά χρόνια, κι’ άρχισε πάλι να μιλά για νέα κοινωνικά ιδανικά, για κοινωνική δικαιοσύνη, για Σοσιαλδημοκρατία, ενώ συνάμα ήταν ανακατωμένος σ’ όλα τα στρατιωτικά πραξικοπήματα και δε δίσταζε να μεταχειριστεί τη βία, σαν η ανάγκη το καλούσε.
Δεν άργησε να φτάσει στη φήμη, στη δύναμη, στα αξιώματα, στις τιμές. Ήτανε πια σχεδόν στην πρώτη γραμμή της ελληνικής πολιτικής. Συνδυάζοντας λογιώ-λογιώ ικανότητες, θεωρητικές, πολιτικές, εμπορικές, κατάφερε να επιτύχει σ’ όλα τα μέτωπα. Είχε πάρει τον αέρα της Βουλής, που τον θεωρούσε σαν ένα μελλοντικό Πρωθυπουργό. Είχε επιβληθεί στους διανοούμενους κύκλους της Αθήνας ως συγγραφέας πολλών και περισπούδαστων κοινωνιολογικών άρθρων και ως δεινός κάτοχος της σχετικής βιβλιογραφίας. Είχε χωθεί σε λογιώ-λογιώ επιχειρήσεις, στην αρχή ως μεσάζοντας και κατόπι ως κεφαλαιούχος, διαχειριζότανε μεγάλα συμφέροντα, κερδοσκοπούσε στα σίγουρα. Συχνά ήταν υπουργός. Έπεφτε, σηκωνόντανε, άλλαζε κόμμα όπως αλλάζει κανείς πουκάμισο. Δεν τον έμελλε για την εντύπωση. Τραβούσε το δρόμο του, με την ίδια πάντα ορμή, σίγουρος για τον εαυτό του και για την αξία του, πεπεισμένος πως, ό,τι κι’ αν γίνει, ό,τι κι’ αν πούνε, θα λάμψει στο τέλος η υπεροχή του και θα σκύψουν όλοι κεφάλι μπροστά του, θέλοντας και μη. Πράγματι δυο φορές που του δόθηκε η ευκαιρία να μείνει στην Κυβέρνηση αρκετόν καιρό (την πρώτη φορά στο Υπουργείο της Εθνικής Οικονομίας και τη δεύτερη στο Υπουργείο των Εσωτερικών), έκανε πολύτιμη εργασία, έδωσε μια μεγάλη ώθηση στις υπηρεσίες, άνοιξε δρόμους. Δούλευε χωρίς ανάσα, μέρα και νύχτα, με μοναδική αντοχή, με θαυμαστή οξυδέρκεια, αγκαλιάζοντας τα ζητήματα μονομιάς σ’ όλη την έκτασή τους, χαράζοντας αμέσως την κατεύθυνσή του και βαδίζοντας προς τη λύση, βίαιος και αλύγιστος σαν ταύρος. Τσαλαπατούσε αδίσταχτα κάθε εμπόδιο, χτυπούσε με όλα τα μέσα καθέναν που τολμούσε να του φράξει το δρόμο, πρόδωσε κατά καιρούς όλες τις ιδέες, όλα τα καθεστώτα, τα κόμματα, τους φίλους του, τις γυναίκες. Πρέπει να πω ωστόσο ότι δεν πρόδωσε ποτέ τα συμφέροντα του Κράτους.
[…]
Ο Νικηφόρος έφυγε αργά το βράδι από της φίλης του. Είχε νυχτώσει ολότελα. Προχώρησε μηχανικά προς τη λεωφόρο της Αμαλίας. Ο δροσερός μπάτης που ανέβαινε από το Φάληρο, τον χτύπησε καταπρόσωπα, απαλά και ευχάριστα. Του ήρθε όρεξη για περίπατο και τράβηξε στη λεωφόρο της Ακρόπολης.
Πέρασε το θέατρο του Ηρώδη κι’ ανέβηκε, μέσα από το άλσος της Ακρόπολης, ως το τέρμα του αμαξωτού δρόμου. Εκεί κάθησε σ’ ένα σπασμένο μάρμαρο κι’ άναψε ένα τσιγάρο. Η σελήνη είταν σχεδόν γεμάτη και φώτιζε όλην την περιοχή, που τη δεσπόζανε από ψηλά τα Προπύλαια και ο μικρός ναός της Άφτερης Νίκης. Τρία ή τέσσερα ζευγάρια κρυφομιλούσαν ολόγυρα, σε αρκετή απόσταση το ένα από το άλλο. Ο Νικηφόρος ξεχώριζε καθαρά τις σιλουέττες τους. Άκουε κιόλας τον πνιγμένο θόρυβο των φιλιών, που αποσπούσε συνεχώς την προσοχή του και δεν τον άφηνε να ονειροπολήσει με την ησυχία του. Παρατήρησε προσεχτικά το πιο κοντινό ζευγάρι. Η γυναίκα είταν κολλημένη απάνω στον άντρα σφιχτά, μ’ όλο το κορμί της, του κρατούσε γερά το κεφάλι με τις παλάμες της και τον φιλούσε στο στόμα, αργά-αργά, σχεδόν ρυθμικά. Εκείνος την έσφιγγε από τη μέση, δεχόταν τα φιλήματα ακίνητος, κάτι της έλεγε πότε-πότε. Οι ψιθυρισμοί τους ηχούσαν ντροπαλά, μες στο διάφανο σκοτάδι, σαν αναφυλητά. Δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν ο ένας από τον άλλον.
—Η ευτυχία! συλλογίστηκε ο Νικηφόρος.
Αισθανότανε, εκείνην τη στιγμή, πολύ χορτάτος από έρωτα και ηδονή. Αυτή η σκηνή τον στενοχωρούσε.
—Γιατί δεν πάνε σ’ ένα σπίτι; συλλογίστηκε.
Γύρισε κ’ είδε, στα πόδια του, την απέραντη, φωτισμένη έκταση της Αθήνας.
—Σπίτια, σπίτια — συλλογίστηκε — πόσος κόσμος αυτήν τη στιγμή κάνει έρωτα μες σ’ όλα αυτά τα σπίτια, πόσα κορμιά τυλίγουνται και σφίγγουνται, πόσος χυμός τρέχει ακατάπαυστα, πόσες εξάρσεις, πόσα λιγώματα, πόσοι σπασμοί, πόσα βογγητά! Νομίζουνε πως κάνουνε κάτι σπουδαίο, συλλογίστηκε. Κ’ οι περισσότεροι βρίσκουνε σ’ αυτό το σφίξιμο το ιδανικό τους, τον προορισμό τους, τη μεγάλη υπόθεση της ζωής τους. Ω ευτυχία! ευτυχία!
Ξαφνικά θυμήθηκε τη μητέρα του.
Μερικούς μήνες πριν παρατήσει το σπίτι της, η Σοφία Νοταρά έκανε εξοχή στην Αίγινα με τα παιδιά της και συνήθιζε, το βράδι, με το ηλιόγερμα, να βγάζει περίπατο το Νικηφόρο. Περπατούσαν αρκετή ώρα στις ακρογιαλιές μοναχοί τους, εμπρός εκείνη, που βάδιζε αρκετά γρήγορα, παραδομένη στα ανήσυχα όνειρά της, και πίσω ο μικρός που έτρεχε στα χαλίκια και στα φίκια για να την προφταίνει. Ο Νικηφόρος είχε διατηρήσει πολύ έντονη στη μνήμη του αυτήν την εικόνα της μητέρας του, μες στο λαμπρό σκηνικό του Σαρωνικού, και τη θαύμαζε, τώρα που είχε συνείδηση της γυναικείας ομορφιάς. Την ξαναείδε ζωηρά μπροστά του, να περπατά σβέλτα και ελαφιασμένη στην παραλία, με τη μέση σφιχτή και λυγερή, τα μαλλιά δεμένα μ’ ένα τούλι που ανέμιζε ολόγυρά της, με το βλέμμα της ξεχασμένο στην αεικίνητη επιφάνεια του πελάγου… Θυμήθηκε πως, σ’ έναν απ’ αυτούς τους σιωπηλούς περιπάτους, αισθάνθηκε ξαφνικά τη μητέρα του να κλαίει. — Μαμά! τί έχεις, μαμά;— Άρχισε να κλαίει κι’ αυτός χωρίς να ξέρει γιατί. Εκείνη σταμάτησε, γονάτισε κοντά του, τον άρπαξε νευρικά, τον έσφιξε στο στήθος της. —Αγόρι μου, αγόρι μου… Μη, παιδί μου, μην κλαις! — Έμειναν εκεί λίγη ώρα, αγκαλιασμένοι, χωρίς να μιλούν. Η μητέρα του τού χάιδευε απαλά τα μαλλιά του, του χαμογελούσε γλυκά μέσα από τα δάκρυά της. Κι’ ο μικρός έκλαιγε, έκλαιγε, μες στη ζεστή αγκαλιά της, χωρίς να ξέρει γιατί, ακούοντας το θρήνο του γιαλού. Σηκώθηκαν κάποτε, έπλυναν τα πρόσωπά τους με τη θάλασσα και γύρισαν σπίτι χέρι-χέρι, με βαριά καρδιά. Στο δρόμο, σε μια ορισμένη στιγμή την άκουσε να αναστενάζει, αργά και βαθιά, και να μουρμουρίζει, σα να μιλούσε μόνη της: «Δεν υπάρχει ευτυχία σ’ αυτόν τον κόσμο». Και τα λόγια αυτά έμειναν βαθιά χαραγμένα μέσα του, άσβηστα, αλησμόνητα για πάντα, του ξαναρχόντανε στου νου, κάθε φορά που πονούσε, μαζί με τα δάκρυα της μητέρας του και το θρήνο της θάλασσας στην ακτή του Σαρωνικού. Το παρελθόν των γονιών του τού είχε αφήσει κάποιο βάρος στην ψυχή, κάποια μόνιμη, υπόκωφη στενοχώρια, που μεταφραζότανε σε δυσπιστία και σε αντιπάθεια για καθετί που σχετιζότανε με τον έρωτα, με το γάμο, με τις σχέσεις των δύο φύλων. Του φαινότανε σα να υπήρχε κάτι πολύ αρρωστιάρικο, κάτι σάπιο μες σ’ αυτήν την αιώνια ιστορία της ένωσης των φύλων, κάτι που μπορούσε να παραλύσει τις δυνάμεις του, να του πικράνει αθεράπευτα την καρδιά, να φαρμακώσει ολόκληρη τη ζωή του. Αποκτούσε τις γυναίκες με πολύ κέφι, αλλά κρατώντας πάντα κάποιες αποστάσεις, κάποιες επιφυλάξεις, προσέχοντας μη δοθεί ποτέ σ’ αυτές ολοκληρωτικά, οριστικά, φροντίζοντας πάντα να συντηρεί και να προφυλάττει μες στην ψυχή του μια περιοχή ανώτερη από τον έρωτα, όπου η γυναίκα δεν είτανε δεκτή. Δεν ήθελε, με κανένα τρόπο, να στηρίξει στον έρωτα τη ζωή του.
—Δεν έχω ανάγκη από ευτυχία! μουρμούρισε ο Νικηφόρος με μνησικακία, με πείσμα, με περηφάνεια.
Κάτι πονούσε μέσα του, μα τον ικανοποιούσε αυτός ο πόνος, χαιρότανε να αισθάνεται πως μπορούσε να εξυψωθεί απάνω από τις λαχτάρες, τα βάσανα, τα όνειρα των κοινών θνητών, να τα δεσπόζει και να τα περιφρονεί.
—Δεν έχω ανάγκη από ευτυχία!
Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε ψηλά προς τα Προπύλαια. Η πυκνή φάλαγγα των στύλων ορθωνότανε αγέρωχα μες στο χλωμό φως της σελήνης, στην άκρη του βράχου, ξεχωρίζοντας απότομα απάνω στο σκοτάδι του ουρανού, κατάλευκη και εξαϋλωμένη, ονειρεμένος στρατός που φρουρούσε, θαρρείς από ψηλά, με περήφανη αυταρέσκεια, την Αθήνα, τα πάθη της και τους καημούς της. Η μεγαλόπρεπη γαλήνη, η τέλεια ισορροπία των μαρμάρων, τον κατακτούσαν ξαφνικά, σα μια δύναμη υπέρτατη και ακατανίκητη, που δέσποζε τα πάντα, τον γέμιζαν, ως το βαθύτερο είναι του, μ’ ένα περίεργο αίσθημα — το αίσθημα άραγε του απολύτου; — σα να είχε αγγίσει ένα όριο τελειωτικό, που δεν μπόρεσε και δε θα μπορούσε ποτέ να το ξεπεράσει ανθρώπινος νους. Αισθανότανε ένα ριζικό εξαγνισμό να συντελείται ξαφνικά μες στην σκέψη του, ένα πλήθος περιττά φορτία του πνεύματος να γκρεμίζουνται από πάνω του μονομιάς, να διαλύουνται σε σκόνη, ξανοίγοντάς του ελεύθερη, μπροστά του, μα φωτισμένη από μια λάμψη τυφλωτική, την περιοχή των αγνών, των αιώνιων ιδεών — περιοχή της ψυχής, όπου δεν μπορούσε να σταθεί περισσότερο από μια στιγμή δίχως να παραλύσει ο νους του. Αισθανότανε, για μια στιγμή, ολότελα λυτρωμένος από κάθε δεσμό με το ανθρωπολόι, που βουρλιζότανε στα πόδια του μες στον απέραντο και πνιγερό βάλτο των σπιτιών, ολότελα λυτρωμένος από κάθε φροντίδα και κάθε συμπόνια για τους ανθρώπους, από κάθε ανάγκη των ανθρώπων. Μια σιωπηλή μουσική υψωνότανε από τις αγνές γραμμές, τα αγνά χρώματα, τις αγνές ιδέες, γέμιζε την ατμόσφαιρα και την ψυχή του, βαρύ, πένθιμο εμβατήριο, που ηχούσε σαν ύμνος θριάμβου. — Όλα περνούν, εγώ μένω. Όλα πεθαίνουν, εγώ ζω. Όλα διαλύουνται και σβήνουν, εγώ είμαι και θα είμαι πάντα εδώ. — Τί νόημα είχε αυτός ο παρδαλός, ο παθιασμένος και θνησιγενής όχλος, που σπάραζε στα πόδια του ασυνείδητα; Τί νόημα είχαν τα μίζερα κίνητρα, που βασάνιζαν το πλήθος ακατάπαυστα και γέμιζαν τους λογισμούς του και τη ζωή του; Τί αντιπροσώπευαν τα προβλήματα, οι ανησυχίες και τα έργα αυτού του φθαρτού, του αισχρού και ανόητου συρφετού, μπροστά στις αγνές ιδέες και την ακατάλυτη δόξα; Είταν κάτι πολύ συγκλονιστικό και σπαραχτικό αυτή η σιωπηλή μουσική των ερειπίων, αντιφατικός παιάνας που του ξέσκιζε την ψυχή, παιάνας του προσκαίρου και του αιωνίου, της λήθης και της δόξας, της ματαιότητας και του απολύτου. Αγριεύτηκε. Αισθανότανε τρομερά μόνος, μες στη νύχτα της Ακρόπολης, αδύνατος και απροστάτευτος μπροστά στον κόσμο και στην ειμαρμένη. Άρπαξε νευρικά το μέτωπό του που έκαιγε. Το χέρι του έτρεμε. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και άταχτα. Για μια στιγμή φοβήθηκε μήπως τρελαθεί…
Κατέβηκε αργά προς τα φώτα της πόλης, χωρίς να βλέπει, χωρίς να ακούει τίποτα τριγύρω του. Ένιωθε δάκρυα στα μάτια του και μιαν αγωνία, που του έσφιγγε το λαρύγγι, έναν ανυπόταχτο ερεθισμό σ’ όλα τα μέλη του, σ’ όλες τις αισθήσεις του και στη φαντασία. Δεν ήξερε πού πήγαινε. Γυρνούσε, χαμένος μες στα στενά, κουτουλώντας παντού σα μεθυσμένος. Πνιγότανε. Ήξερε μονάχα ένα πράμα, πως ήθελε, μ’ όλην την δύναμη, όλο το πάθος, όλην τη λύσσα της ψυχής του, να κάνει κάτι μεγάλο.
Γιώργος Θεοτοκάς, Αργώ, τ.1, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας 19849, σ.76-101.