Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΤα χρόνια τα παλιά
Μυρτιώτισσα, «[Εψές τ’ αναθυμήθηκα]»
Εψές τ’ αναθυμήθηκα πάλι τα χρόνια τα παλιά
τα τρισαγαπημένα,
κι ευτύς μια ζέστα γλύκανε τη μαραμένη μου
καρδιά
κι ολάκερην εμένα.
Να τα γρασίδια, τρυφερά, σαλευτικά σαν τα νερά,
που, ως έγερνα στο χώμα,
ανάλαφρα με τύλιγαν και κάτωθέ μου τα ’νιωθα
σα μεταξένιο στρώμα.
Κάτω από την Ακρόπολη μ’ ένα μολύβι και χαρτί
γυρνάν οι ποιητάδες,
να και το σμάρι των παιδιών, που ξαπολνάνε τους
αιτούς ,
νάτοι κι οι πουλητάδες,
που διαλαλούν τραγουδιστά το πασατέμπο τ’ αρμυρό
και το στριφτό μαντζούνι.
Όλα φτωχά κι αγαπητά, ο καφενές, ο ναργιλές
και το ξερό λουκούμι.
Να και της Πλάκας το παλιό της Χιλλ σκολειό,
σαν κάστρο,
που μ’ είχανε κλεισμένη,
με παίδευε η δασκάλα μας, τι ως φαίνεται δεν
ήμουνα
για γράμματα φτιαγμένη.
Τ’ άλλα παιδιά κοιτάζανε το δάσκαλο κατάματα
και ρούφαγαν τη γνώση,
εμένα με ξελόγιαζε κάποιο πουλί που στης αυλής
το δέντρο είχε σκαλώσει.
Να ’μουνα λεύτερη ως αυτό, στοχάζομουν, εδώ κι
εκεί
να τριγυρίζω μόνη,
να σκαρφαλώνω στο βουνό για να πατήσω την
κορφή
π’ άνθιζε ολίγο χιόνι!
Στον Αι-Δημήτρη ένα πρωί, που έλαμπ’ ο ουρανός
κι η γη,
ακούμπησα στον τοίχο,
κι έγραψα μες στην εκκλησιά, που ευώδα μόσκο
και μυρτιά
τον πρώτο μου το στίχο.
Ξέγνοιαστη, ωραία μου ζωή, δίχως ρυθμό και λογική,
ζωή νοσταλγημένη,
μες στην καρδιά μου σε κρατώ κι ως τη στερνή
μου την πνοή,
θα ’σαι μ’ αυτήν δεμένη,
γιατί κυλούσανε γλυκά τα χρόνια κείνα και λαφριά
σα μέλι και σα γάλα,
τόσο, που μήτε το ’νιωσα πως μ’ είχαν ζώσει
αργά, βαριά,
φαρμακωμένα τ’ άλλα…